Άθεοι Θεοσεβούμενοι

1

Χάρης Ναξάκης
Καθηγητής οικονομικών στο ΤΕΙ Ηπείρου, συγγραφέας
charisnax@yahoo.gr

«Ο θεός είναι νεκρός… παραμένει νεκρός… τον έχουμε σκοτώσει. Πώς θα παρηγορηθούμε, οι δολοφόνοι όλων των δολοφόνων; Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας. Ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας… Δεν είναι το μεγαλείο αυτής της πράξης πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε θεοί, ώστε να φανούμε αντάξιοι;»
Φ.Νίτσε

Η τρέχουσα συζήτηση στην Ελλάδα για το θρησκευτικό φαινόμενο συνήθως εξαντλείται στις εγκόσμιες εκφάνσεις του: διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, σχέσεις εκκλησιαστικής ιεραρχίας με τις ελίτ του πλούτου, τα προνόμια της ιεραρχίας αυτής, η πρόσφατη διαμάχη για τη διδασκαλία των θρησκευτικών, η αντίληψη ότι η εκκλησία είναι βασικός πυλώνας του ελληνικού έθνους-κράτους, το  εύλογο ερώτημα γιατί υπάρχουν 10.000 δημόσιοι υπάλληλοι κληρικοί ενώ οι δημόσιοι γιατροί είναι 8.000, η συνθηκολόγηση μέρους των εκπροσώπων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας με κατακτητές (βλέπε την επιστολή των πατέρων του Άγιου Όρους που καλωσόριζαν τον Χίτλερ στην Ελλάδα), κ.λ.π.. Πέρα όμως από τα παραπάνω σημαντικά ζητήματα που τίθενται από την εκκοσμίκευση της θρησκείας, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Γιατί, ενώ έχουν περάσει τρεις αιώνες από τότε που οι διαφωτιστές εξήγγειλαν το εγκόσμιο σχέδιο για το θάνατο του θεού, δεν πέθανε ακόμα; Ίσως αν άκουγαν τον Πλάτωνα -«η θρησκεία είναι ένα θεραπευτικό ψεύδος»-, θα αντιλαμβάνονταν τη συνθετότητα της θρησκευτικής ανάγκης.

To βιβλίο του Κ. Λάμπου, «Θεός και Κεφάλαιο» (εκδ. Κουκκίδα), δεν μας φωτίζει καθόλου γι’ αυτό, είναι άλλη μία αναγγελία θανάτου χωρίς να υπάρχει το πτώμα. Η εξήγηση για τον  Κ. Λάμπο, που είναι προσφιλής στους διαφωτιστικούς κύκλους αριστερής, αναρχικής και φιλελεύθερης απόχρωσης, γιατί ο θεός είναι επτάψυχος, είναι απλή και χιλιοειπωμένη. Ο  μύθος του παντοδύναμου θεού στηρίζεται στην άγνοια και στη βία της εξουσίας. Το επιχείρημα της άγνοιας είναι ιστορικά αίολο. Στην μακραίωνη πορεία των 70.000 χρόνων του homo sapiens, οι τελευταίοι τρεις αιώνες όχι μόνο δεν χαρακτηρίζονται από άγνοια,  αλλά από μία τεράστια πλημμυρίδα γνώσεων και προόδων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Γιατί  αυτές δεν στάθηκαν ικανές να ξεριζώσουν την μυθοπλασία του θεού; Οι ίδιοι που επικαλούνται το επιχείρημα της άγνοιας θεωρούν ότι  οι προεγγράμματες τροφοσυλλεκτικές-κυνηγετικές κοινωνίες, στις απαρχές της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζονταν από εξισωτικές δομές και αντι-ιεραρχικές σχέσεις (ο πρωτόγονος κομμουνισμός του Μαρξ, ο ευγενής άγριος του Ρουσό). Αν όμως οι θρησκείες επιβλήθηκαν με τη βία των εκμεταλλευτικών εξουσιών για να λειτουργήσουν ως ιδεολογίες υποταγής, γιατί οι άνθρωποι των εξισωτικών και ακρατικών κοινωνιών πίστευαν στα πνεύματα;

Η αποδεικτική δύναμη του λόγου δεν μπορεί να αποκαλύψει χρησιμοποιώντας κοινά αποδεκτά εννοιολογικά εργαλεία, επιστημονικά και φιλοσοφικά, τι υπήρχε εν αρχή, την απαρχή της απαρχής. Ο λόγος ποτέ δεν θα αποδείξει αν υπάρχουν πνεύματα μετά θάνατον, αθάνατη ψυχή, κόλαση ή παράδεισος, ζωή μετά θάνατον. Οι θεολογικές αυτές παραδοχές δεν επιδέχονται επαλήθευση ή διάψευση, είναι αυτοεπαληθεύσιμες, δηλαδή δόγμα. Όποιος ισχυρίζεται ότι μετά θάνατον υπάρχει ψυχή ας φέρει μια απόδειξη. Ο άνθρωπος είναι ίσως από τα λίγα πλάσματα που έχουν επίγνωση του πεπερασμένου της φύσης του και την ίδια στιγμή αρνείται να αποδεχτεί  την θνητότητα του. Η αξιοσημείωτη διάρκεια του θρησκευτικού φαινομένου είναι σε άμεση σχέση με το ότι ξορκίζει τη θνητότητα, προσφέρει μία παρηγοριά στο κατατρομαγμένο από τον αφανισμό του άτομο και μία προσδοκία για τη μετά θάνατο ανάστασή του.

Ο Νίτσε ατυχώς εξήγγειλε τον θάνατο του θεού, συνοδεύοντας αυτή την προτροπή με μία ύβρη, να γίνουμε εμείς θεοί. Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αντιστρέψει την ιουδαιοχριστιανική παράδοση της ανθρωποποίησης του θείου (Χριστός) σε θεοποίηση του ανθρώπου. Τα αποτέλεσμα είναι μια ανθρωπολογική τραγωδία. Γίναμε εγκόσμιοι αλαζόνες θεοί και κυριαρχήσαμε πάνω στη φύση και στα άλλα πλάσματα και αυτό που αφήνουμε πίσω μας ως επίτευγμα της προόδου είναι ένας βίος αβίωτος, ένας ελάχιστος εγωκεντρικός εαυτός. Το ανθρωπολογικό υπόδειγμα της νεωτερικότητας είναι ο άθεος θεοσεβούμενος. Αυτός που σκότωσε το θεό για να μετατραπεί σε ανελέητο θεό του εαυτού του. Αυτός ο θεός είναι ο πιο αδυσώπητος διότι δεν προσφέρει ούτε την μετάνοια, τη δυνατότητα εξιλέωσης, στον άλλο, στον συνάνθρωπο, γιατί είναι ένας ατομοκεντρικός θεός. Ο άνθρωπος είναι ο κυριότερος κίνδυνος για τον άνθρωπο και ο μεγαλύτερος απελευθερωτικός στόχος είναι ο αυτοπεριορισμός του. Το πρότυπο που πρέπει να αναζητήσουμε είναι πώς θα ζήσουμε έναν εγκόσμιο βίο με αυτοδημιουργία και αυτοθέσμιση, μεστή νοήματος, όχι στη βάση ενός ιδεώδους, επίγειου ή ουράνιου παραδείσου. Άλλωστε ακόμα και αν υπήρχε ζωή μετά θάνατον θα ήταν μία αβίωτη ζωή αν ήταν μία επανάληψη ενός εγκόσμιου ανεξέταστου βίου. Και τι τραγωδία! Θα διαρκούσε αιώνια.

image_pdfimage_print

Discussion1 Σχόλιο

  1. «Θεός και Κεφάλαιο». Κριτική της Κριτικής*
    https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/theos-kai-kefalaio-kritiki-tis-kritikis&dr=tvxsmrstvxs,
    Γράφει ο Κώστας Λάμπος

    *Οφειλόμενη απάντηση στο σχόλιο του Χάρη Ναξάκη με τίτλο: Άθεοι θεοσεβούμενοι. Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις Εξουσιαστικές Ιδεολογίες, στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ της 28.11.2016, (https://www.efsyn.gr/arthro/atheoi-theosevoymenoi,) στην οποία έχει σταλεί, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμα δημοσιευτεί.

    Θα ήθελα αφού ευχαριστήσω τον Χάρη Ναξάκη για την καλοσύνη του να κρίνει το τελευταίο βιβλίο μου ‘Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας’, να του ζητήσω συγγνώμη που δεν τον φώτισα καθόλου για όσα τον προβληματίζουν σχετικά με το ‘θρησκευτικό φαινόμενο’, την ‘συνθετότητα της θρησκευτικής ανάγκης’ και το κατά τον Πλάτωνα ‘θεραπευτικό ψεύδος’. Βέβαια, ο Χάρης Ναξάκης γνωρίζει από τα φοιτητικά του χρόνια ότι δεν είμαι θεολόγος, ούτε και ‘άθεος θεοσεβούμενος’ γιατί ‘θεοί’ δεν υπάρχουν παρά ως σκιάχτρα του κεφαλαίου και της εξουσίας του και αν είχε διαβάσει προσεχτικά το βιβλίο, θα διαπίστωνε ότι ο συγγραφέας του έχει ξεπεράσει ψευτοθεωρίες και ιδεολογήματα περί ‘θρησκευτικού φαινομένου’, περί ‘θρησκευτικής επιστήμης’, ‘θρησκευτικής ανάγκης’ και περί ‘θεραπευτικού ψεύδους’ γιατί όλα αυτά δεν είναι παρά ψευδοφιλοσοφικές θεωρητικές κατασκευές της εκάστοτε εξουσίας που αποσκοπούν στην καθυπόταξη των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού με τη διαμεσολάβηση παρένθετων ‘θεών’ και πρόθυμων αχυρανθρώπων που ασκούν το επάγγελμα της αγυρτείας και της άρχουσας-συστημικής πνευματικής, πολιτικής, και της πολύμορφης κατασταλτικής γραφειοκρατίας που λιβανίζουν και κρύβουν την εκάστοτε πρωτογενή οικονομική εξουσία στα πρυτανεία της οποίας κατά κανόνα σιτίζονται.

    Πάντως καμιά επιστήμη δεν διαπίστωσε καμιά ‘θρησκευτική ανάγκη’ στα νεογέννητα παιδιά και κανένας επιστήμονας που σέβεται τον εαυτό του δεν υποστήριξε την ‘θεραπευτικότητα του ψεύδους’. Αντίθετα όλοι μας γνωρίζουμε πόσο ευεργετική είναι η αλήθεια ότι κανένας άνθρωπος δεν επέλεξε την θρησκεία ‘του’, με την οποία, παρά τη θέλησή του μεθοδικά και σκόπιμα, από τα γεννοφάσκια του ταυτίζεται για να μπορεί να σκοτώσει και να σκοτωθεί, όπως επίσης γνωρίζουμε ότι όλες, χωρίς εξαίρεση, οι θρησκείες επιβλήθηκαν ως εξουσιαστικές ιδεολογίες στις εκάστοτε κοινωνίες από τα εκάστοτε ισχυρότερα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία δια πυρός και σιδήρου με σκοπό την αλλοτρίωση των εργαζόμενων ανθρώπων και την απαλλοτρίωση του πλούτου τους.

    Αξιοπερίεργη είναι η άποψη του Ναξάκη ότι είναι ‘ιστορικά έωλη’ η πραγματικότητα πως η θρησκευτικότητα φυτεύεται πάνω στην άγνοια των παιδιών που δεν μπορούν να κρίνουν και για να μην μπορούν να κρίνουν, να συγκρίνουν και να επιλέξουν και καλλιεργείται σε όλη τη ζωή τους με το φόβο και τη βία των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων, άποψη που μάλλον παραπέμπει σε μεταφυσικές αντιλήψεις και απενοχοποιεί τους κατασκευαστές θεών και θρησκειών ως εργαλείων άσκησης εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής εξουσίας. Μάλιστα για να ενισχύσει την άποψή του αυτή επικαλείται το γεγονός ότι «οι τελευταίοι τρεις αιώνες όχι μόνο δεν χαρακτηρίζονται από άγνοια, αλλά από μια τεράστια πλημμυρίδα γνώσεων και προόδων της επιστήμης και της τεχνολογίας», παρακάμπτοντας ή αγνοώντας το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των κοινωνιών και της ανθρωπότητας συνολικά αποκλείεται από τη διαδικασία της απόκτησης της αναγκαίας επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης, γιατί στον καπιταλισμό, όπως και σε κάθε προηγούμενο εξουσιαστικό σύστημα, η απελευθερωτική γνώση εκτοπίζεται από τα πνευματικά σκουπίδια και κατανέμεται ανάλογα με την κατανομή του πλούτου και με αποκλειστικό σκοπό την διαιώνιση του συστήματος της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, την οποία ο Ναξάκης φαίνεται να αποδίδει στην ‘ανθρώπινη φύση’ και όχι στον τρόπο παραγωγής και διανομής του πλούτου.

    Στη συνέχεια φαίνεται να αμφισβητεί ότι «οι προεγγράμματες τροφοσυλλεκτικές-κυνηγετικές κοινωνίες, στις απαρχές της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζονταν από εξισωτικές δομές και αντιιεραρχικές σχέσεις», ειρωνευόμενος τον Μαρξ και τον Ρουσώ και παραγνωρίζοντας ή αγνοώντας διαγράφει με μια μονοκονδυλιά τα συμπεράσματα επιστημών όπως η ανθρωπολογία, παλαιοανθρωπολογία, αρχαιολογία, η κοινωνιολογία, η ιστορία κ.λπ. που τεκμηριώνουν την για πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ύπαρξη των κοινωνιών της ισοκατανομής που δεν είχαν, γιατί δεν χρειάζονταν, θεούς και εξουσίες. Μάλιστα για να συνηγορήσει υπέρ του «θρησκευτικού φαινόμενου και της θρησκευτικής ανάγκης των ανθρώπων» επιστρατεύει το επιχείρημα ότι αυτές οι κοινωνίες «πίστευαν στα πνεύματα», ταυτίζοντας τις όποιες υπαρξιακές ανησυχίες, τους φόβους από άγνοια και τους εφιάλτες των πρωτόγονων με τους σύγχρονους βίαιους και απατηλούς εξουσιαστικούς θρησκευτικούς μύθους που τους αποκαλεί ‘θρησκευτικό φαινόμενο’, παραγνωρίζοντας ή αγνοώντας τις στατιστικές ‘θεοσεβούμενων’ και μη σε σχέση με την δυστυχία, την αγραμματοσύνη και την ανέχεια, ή την ευημερία των κοινωνιών και των ανθρώπων που υπάρχουν άφθονες στο βιβλίο και τεκμηριώνουν τη σχέση ευθείας αναλογίας μεταξύ της άγνοιας, του φόβου, της δυστυχίας και της βίας με την ‘θρησκευτικότητα’ ή μη των ανθρώπων και των κοινωνιών.

    Θα αρκεστώ σ’ αυτές τις λίγες παρατηρήσεις του Χάρη Ναξάκη, γιατί όλα τα άλλα, περί ‘αναγγελίας θανάτου χωρίς να υπάρχει πτώμα’, περί ‘εφτάψυχου θεού’, περί ‘δύναμης ή αδυναμίας του Λόγου’, περί ‘φόβου του θανάτου’ και περί Νίτσε που αναφέρει δεν έχουν καμιά σχέση με το βιβλίο το οποίο υποτίθεται ότι μελέτησε και κρίνει και θα περίμενε κανείς από έναν ‘καθηγητή οικονομικών’ να αναφερθεί ιδιαίτερα στα τμήματα του βιβλίου που πραγματεύονται τη σχέση μεταξύ της έννοιας του ‘θεού’-φετίχ και της πραγματικότητας του κεφαλαίου, στον πυρήνα, δηλαδή, της σχέσης μεταξύ θρησκείας και εξουσίας. Κι αυτό γιατί η ανθρώπινη τραγωδία, για την Πολιτική Οικονομία, δεν είναι αποτέλεσμα των όποιων υπαρξιακών, έστω και των αυστηρά προσωπικών μεταφυσικών ανησυχιών των ανθρώπων, αλλά της δράσης των οργανωμένων θρησκευτικών και εξουσιαστικών συμμοριών που ευνουχίζουν πνευματικά, λεηλατούν και καταδυναστεύουν την εργαζόμενη ανθρωπότητα. Οπότε το ζητούμενο παραμένει η ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου με όπλο την επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη Γνώση που οδηγεί στην Αυτογνωσία, στην Επίγνωση και τελικά στην συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη συνέχιση του διαχρονικού αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού με στόχο την κοινωνική αυτοθέσμιση, την κοινωνική αυτοδιαχείριση της οικονομίας και την αμεσοδημοκρατική αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο. Αλλά για να συμβεί αυτό οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας για να μην σκιαμαχούμε με ανεμόμυλους, πράγμα που προσπαθεί να κάνει το βιβλίο ‘Θεός και Κεφάλαιο’, το οποίο ο Ναξάκης κατά έναν ιεροεξεταστικό τρόπο το ρίχνει με ιδιαίτερη ευκολία ως άχρηστο στην πυρά του σκοταδισμού.

    Αναμφίβολα η κριτική ενός βιβλίου είναι χρήσιμη για τον συγγραφέα και τους αναγνώστες του βιβλίου όταν είναι ουσιαστική, πλήρης και υπεύθυνη, διαφορετικά αδικεί το βιβλίο και τον κριτή και παραπλανά το αναγνωστικό κοινό όταν είναι ‘ξεπέτα’ από καθέδρας, επιπόλαιη και μηδενιστική ή/και υποταγμένη σε προκρούστιες και μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ