Απαντήσεις του Κώστα Παπαδάκη: Τα ψέμματα του κ.Χρυσοχοΐδη τελειώνουν.

ΤΑ ΨΕΜΜΑΤΑ ΤΟΥ  κ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΑΛΛΟΙ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ !

Λίγο πολύ έχει δημοσιοποιηθεί το ιστορικό της χθεσινής σύλληψης και κράτησής μου μαζί με τον Θανάση Καμπαγιάννη. Για την πληρότητα της καταγραφής και για κάποιες επιβαλλόμενες απαντήσεις σε προκλήσεις και ψέμματα και εκστομίστηκαν σήμερα από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη στη Βουλή για όσα έγιναν χθες σημειώνω τα ακόλουθα :

Την Κυριακή 6/12/2020 βρέθηκα στις 11.30 π.μ. περίπου στην διασταύρωση των οδών Ναυαρίνου και Χαριλάου Τρικούπη στην Αθήνα προσπαθώντας μόνος μου με ένα λουλούδι στο χέρι να φτάσω στο χώρο του μνημείου του Αλέξη Γρηγορόπουλου, προκειμένου να το καταθέσω. Ο αστυνομικός κλοιός που είχε παραταχθεί κατά μήκος της Χαριλάου Τρικούπη εμπόδιζε την πρόσβαση προς τα κάτω (προς την οδό Ζωοδόχου Πηγής) και μου δήλωσαν ότι απαγορεύεται ακόμα και η μεμονωμένη κατάθεση λουλουδιού και προσπέλαση στο μνημείο, παρά το γεγονός ότι η απαγόρευση αυτή δεν συμπεριλαμβανόταν στην απαγορευτική για τις συναθροίσεις απόφαση αρχηγού ΕΛ.ΑΣ. την προηγούμενη ημέρα.

Δέχτηκα αναγκαστικά την απόφαση αυτή και παρέμεινα στο σημείο, προκειμένου να συνδράμω με τις νομικές μου υπηρεσίες σε ομάδα, η οποία επρόκειτο να προσέλθει για να πραγματοποιήσει ολιγομελή συγκέντρωση με απόλυτη τήρηση των μέτρων ασφαλείας (μάσκες και αποστάσεις), όπως και έγινε μετά από λίγα λεπτά. Αντικείμενο της συνδρομής μου ήταν η διαμεσολάβηση μου προς την αστυνομία, προκειμένου να επιτραπεί η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης αυτής, καθώς και να επιτραπεί σε αντιπροσωπεία των συγκεντρωμένων, σχεδόν όλων μελών του Σ.Ε.Κ., να καταθέσουν λουλούδια στο μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στην σχετική προσπάθεια συμμετείχε υπό την ιδιότητα του και αυτός ως δικηγόρος ο Θανάσης Καμπαγιάννης.

Στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων και ενώ το κλίμα συζήτησης με τον επί τόπου επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων ήταν άριστο χωρίς καμία ένταση και μάλιστα καθώς ο ίδιος αναγνώριζε ότι η τήρηση των μέτρων από τους συγκεντρωμένους ήταν πλήρης, μας ανακοίνωσε ότι δυστυχώς για αυτόν έχει άνωθεν εντολές να συλλάβει όλους τους παρευρισκομένους, μεταξύ των οποίων και τους δικηγόρους. Ευτυχώς εξαίρεσε τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους. Και τούτο παρά το γεγονός, ότι ο ίδιος γνώριζε και μετέφερε στα ανώτερα κλιμάκια, ότι βρισκόμαστε υπό την ιδιότητα μας ως δικηγόρων, πλην όμως η εντολή ήταν σαφής ότι πρέπει να συλληφθούμε και εμείς.

Επιβιβαστήκαμε στα τρία μισθωμένα λεωφορεία που χρησιμοποιεί η ΕΛ.ΑΣ., με τα οποία μεταφερθήκαμε στην οδό Πέτρου Ράλλη, στο κτίριο της Διεύθυνσης Αλλοδαπών. Εκεί, αφού αποβιβαστήκαμε, κρατηθήκαμε σε ένα κοινό χώρο κράτησης, μία κλειστή αίθουσα με ελλιπή αερισμό 62 κρατούμενοι και περί τους 20 αστυνομικούς. Αργότερα προσήχθησαν εκεί και αρκετοί άλλοι κρατούμενοι.

Κατά την διάρκεια, μετά την αποβίβασή μας και μέχρι την κράτηση μας ελεγχθήκαμε κατά τα προβλεπόμενα όσον αφορά τα προσωπικά μας αντικείμενα από αστυνομικούς, που με τα ίδια γάντια ερευνούσαν τα αντικείμενα δεκάδων ανθρώπων.

Περί τη μιάμιση ώρα μετά, οι δύο συνήγοροι Παπαδάκης και Καμπαγιάννης, κληθήκαμε προκειμένου κατά προτεραιότητα να υποβληθούμε στις περαιτέρω διαδικασίες που ήταν η διενέργεια της σήμανσης αλλά και η κλήση μας σε απολογία στην προανάκριση, όπως και έγινε. Κατά την κλήση μας σε απολογία μας αποδόθηκε το αδίκημα της παραβίασης του Π.Κ. 285 (Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών). Απολογηθήκαμε αμέσως, αφού ρίξαμε μία πρόχειρη ματιά στην ελλιπέστατη δικογραφία, αρνηθήκαμε τις κατηγορίες και ζητήσαμε την ποινική και πειθαρχική δίωξη κάθε υπευθύνου α) για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος Π.Κ. 259 συνιστάμενο στην από μέρους εκείνων που διέταξαν την παραπομπή και σύλληψη μας παραβίαση του καθήκοντος των δημοσίων αρχών να σέβονται το δικηγορικό λειτούργημα (άρθρο 34 παρ. 1 Κώδικα περί Δικηγόρων), καθώς επίσης β) και για το ίδιο το αδίκημα το Π.Κ. 285, αφού οι συνθήκες κράτησης μας εμπεριείχαν πολλαπλάσια μεγαλύτερη παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών και κινδύνους για την δημόσια υγεία, από ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μας συνέλαβαν σε υπαίθριο χώρο.

Στα έγγραφα της προφορικής μας απολογίας ανεγράφη καθ’ υπόδειξη του διευθυντή της αστυνομικής προανάκρισης, ότι η σχετική συνεννόηση για την απολογία μας και στην συνέχεια την μη  υπαγωγή μας στην αυτόφωρη διαδικασία έγινε με συγκεκριμένο κατονομαζόμενο εισαγγελικό λειτουργό της Ποινικής Δίωξης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Στην συνέχεια, αφεθήκαμε ελεύθεροι.

Τότε διαπιστώσαμε την προσέλευση συνεργείου διενέργειας COVID – TEST, που είχε μόλις εγκατασταθεί στον διάδρομο του ισογείου, για το οποίο τουλάχιστον εμείς δεν είχαμε ενημερωθεί προηγουμένως, ότι πρόκειται να συμβεί από την αστυνομία και δεν γνωρίζω αν ενημερώθηκαν και οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Χωρίς να μου το υποδείξει κανένας, εντελώς αυθόρμητα και με μεγάλη προθυμία επωφελήθηκα της ευκαιρίας και έκανα το τεστ. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, αλλά  η διαγνωστική του αξία περιορίζεται σε τέσσερις ημέρες πριν. Το αν κολλήσαμε χθές θα διαγνωσθεί με νέο τεστ σε τέσσερις μέρες. Για αυτό και ο Καμπαγιάννης, που είχε υποβληθεί σε μοριακό τεστ στις θεώρησε περιττό να υποβληθεί και χθες σε αυτό. Όπως σημειώνει ο ίδιος σε σχετική του ανάρτηση : «Ένα rapid test λίγη ώρα μετά τον συγχρωτισμό δεν θα είχε καμία απολύτως διαγνωστική αξία για τα γεγονότα της ίδιας ημέρας, μιας και η ανακάλυψη τυχόν θετικού κρούσματος από τον συνωστισμό που δημιούργησε η Αστυνομία στις 6/12 θα είναι δυνατή μόνον μετά την παρέλευση κάποιων ημερών. Όσο δε με αφορά, ενημερώνω τον Υπουργό ότι είχα ήδη προ ημερών προχωρήσει σε μοριακό τεστ κατόπιν επαφής μου με θετικό κρούσμα, συγκεκριμένα με αστυνομικό που κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων και τον οποίο εξέτασα ως συνήγορος στις 19/11, για τον οποίο η ΕΛΑΣ ενημέρωσε το δικαστήριο ότι βρέθηκε θετικός την 24/11. Μετά από ολιγοήμερη καραντίνα στην οποία υποβλήθηκα, βρέθηκα αρνητικός στο τεστ στο οποίο υπεβλήθην με δικά μου έξοδα (60 ευρώ, προ διατίμησης). Αυτά τα λίγα για το ποιός ενδιαφέρεται για τη δημόσια υγεία και ποιός την θέτει σε διακινδύνευση, υπέχοντας μάλιστα και ποινικές ευθύνες οι οποίες θα αναζητηθούν μέχρι τέλους».

Κατά συνέπεια, η απερίσκεπτη δήλωση του Υπουργού κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ότι «και αυτοί που αρνήθηκαν το τεστ έκαναν και μήνυση στον Αττικάρχη, ότι τάχα οι αστυνομικοί δεν άλλαζαν γάντια, ο παραλογισμός δεν έχει πια όρια» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και θα έκανε καλά ο Υπουργός πριν διατυπώνει τις εξυπνάδες του δημόσια να συμβουλεύεται τα σχετικά αρχεία, τα οποία τον διαψεύδουν, δεδομένου ότι τα στοιχεία μου έχουν καταγραφεί στα έγγραφα του συνεργείου που διενήργησε το τεστ.

Ακόμα, η επιχειρούμενη σύνδεση από την πλευρά του Υπουργού «των χιλίων κακομαθημένων», που κατά τα λεγόμενα του καίνε τις πόλεις με όσους εκπροσωπούν, πάλι κατά την άποψη του, μία ευυπόληπτη στο παρελθόν υπερευαισθησία δικαιωμάτων, είναι προβοκατόρικη και προσπαθεί να συνδέσει διαφορετικές και συχνά αντίπαλες μεταξύ τους πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές αποδίδοντας στην μία το περιεχόμενο της άλλης. Όπως επίσης και η ευτελής έκφραση, ότι «η ασυλία των παιδιών με τις μολότοφ και κάποιων φωνακλάδων επώνυμων δεν υπάρχει.». Προφανώς και δεν ζητήθηκε από κανέναν μας προνομιακή μεταχείριση λόγω της δικηγορικής ιδιότητας και ουδείς θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω των νόμων.

Όταν όμως αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από την δικηγορική ιδιότητα καθίσταται αντικείμενο ποινικοποίησης ή ακόμα και προσαγωγής, τότε είναι προφανής η παρεμπόδιση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος και έμμεσα, αλλά σαφέστατα κατ’ απάντηση και απαξίωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, τις οποίες υπερασπίζουν οι δικηγόροι στο πρόσωπο των πολιτών. Εύλογα οι τελευταίοι αισθάνονται έλλειψη ασφάλειας δικαίου και αυτοπεποίθησης ότι μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, όταν βλέπουν ότι ο υπερασπιστικός τους λειτουργός συλλαμβάνεται και προσάγεται και γίνεται και εκείνος αντικείμενο της καταστολής παρότι δεν τελεί τίποτε άλλο από τα θεσμικά του καθήκοντα.

Συλλήψεις δικηγόρων κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν έχουν γίνει ποτέ σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν επί των ημερών της κυβέρνησης αυτής και έχει μεγάλο ενδιαφέρον ποια θα είναι η πρόοδος της όλης διαδικασίας, όταν η σχετική δικογραφία θα φτάσει στα χέρια του αρμόδιου Εισαγγελέα. Ήδη, στην όλη εξέλιξη της μεθόδευσης της αυτόφωρης διαδικασίας χτες σημειώθηκε ένα σοβαρό ρήγμα. Μετά τον Καμπαγιάννη και εμένα, κανένας από τους υπολοίπους 60 και πλέον κατηγορουμένους δεν κλήθηκε σε απολογία. Συνεπώς, ματαιώθηκε εν τω γενέσθαι η προσπάθεια δημιουργίας πλήρως προανακριτικής δικογραφίας, η οποία θα οδηγούσε ώριμα σε αυτόφωρη διαδικασία.

Αντικείμενο της πολύωρης και αναίτιας κράτησης των λοιπών 70 και πάνω κατηγορουμένων ήταν η υποβολή τους στην σήμανση, η λήψη των στοιχείων τους και η γνωστοποίηση της έκθεσης σύλληψης και βεβαίωσης πλημμελήματος, την οποία περισσότεροι από τους μισούς ούτε καν κλήθηκαν να την υπογράψουν. Έτσι, η αυτόφωρη διαδικασία εκφυλίστηκε σε ελλιπή αστυνομική προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, αφού προφανώς από κάποιο χρονικό σημείο και μετά η εισαγγελική παραγγελία εξέλιπε και η αστυνομία αφέθηκε να αναλάβει μόνη της την ευθύνη όσων διατάχθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης να επιχειρήσει χθες. Ήταν άλλο ένα ρήγμα στην αξιοπιστία των χθεσινών συλλήψεων.

Κλείνοντας την απάντηση στις ειρωνείες και τις αιτιάσεις του Υπουργού να θυμίσουμε ότι δεν είμαστε «φωνακλάδες» όταν δεν χρειάζεται. Και αν γίναμε «επώνυμοι», το οφείλουμε στη μακρόχρονη καθημερινή και συνεπή δράση μας στη μαχόμενη δικηγορία, τον συνδικαλισμό και την πολιτική. Ούτε στη βράβευση από το FBI, ούτε στον πολιτικό αμοραλισμό της εναλλαγής από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο, ούτε στην ψήφιση νομοσχεδίων που δεν διαβάζουμε, ούτε στην αποδοχή δοτών κυβερνητικών εξουσιών. Είχαμε και εμείς τα προσόντα για να γίνουμε καρριερίστες της δημόσιας ζωής, αλλά δεν το καταδεχθήκαμε. Και η στάση μας επιβραβεύεται κάθε μέρα όλο και από μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Ένα μικρό δείγμα είναι η χθεσινή καθολική συμπαράσταση από το σύνολο του νομικού κόσμου και μεγάλη μερίδα πολιτικών και κοινωνικών φορέων και προσωπικοτήτων, μακράν πέραν της στενής πολιτικής εμβέλειας του χώρου μας. Και θα υπάρχουμε όπως τώρα όταν ο κ. Χρυσοχοίδης θα έχει περάσει στα απορρίμματα της ιστορίας. Διαισθάνομαι ότι διόλου δεν αργεί η ώρα, καθώς όλο και λιγότερες φωνές, ακόμα και μέσα από την κυβέρνηση (μόνο οι ακροδεξιές) υψώνονται για να τον στηρίξουν. Χθες τον άδειασε και η Εισαγγελία. Η ανάλωσή του ωριμάζει. Αν μέχρι τότε ο Υπουργός θεωρεί ότι η ποινικοποίηση της δράσης μας υπηρετεί τις κατασταλτικές του φιλοδοξίες, ας την επιχειρήσει ξανά. Δεν την φοβόμαστε. Και καμμία ασυλία δεν του ζητάμε. Η παράδοση του χώρου μας περιλαμβάνει πολλές ιερές μορφές δικηγόρων (ένας από αυτούς αναφέρεται στο τέλος του κειμένου) που συνέβαλαν στην πεποίθηση ότι «οι δίκες δεν λυγίζουν τους αγωνιστές». Να ένας τίτλος που μάταια θα ψάξει κανείς να βρεί δίπλα στο όνομά του.

Να λοιπόν γιατί είναι εύλογο το μίσος του Υπουργού για εμάς. Λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη λήξη της δίκης της Χρυσής Αυγής, τον υπαρχηγό της οποίας το Υπουργείο του είναι ανίκανο να συλλάβει παρά τις μεγαλοστομίες με τις οποίες έκλεβε μερίδιο της καθημερινής τηλεοπτικής της δημοσιότητας και απρόθυμο να επικηρύξει. Πρόθυμο και ικανό είναι μόνο να καταστέλλει και να συλλαμβάνει διαδηλωτές και να απαγορεύει συναθροίσεις με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας. Και όταν δεν τολμά να το κάνει, τότε να τις διαλύει απροσχημάτιστα, όπως τη μεγαλειώδη συγκέντρωση της 7/10/2020 με δικαιολογίες που διαψεύδονται από τα βίντεο που εκείνος δημοσιοποίησε.

Τέλος, η χθεσινή μέρα, όπως και η κάθε έκτη Δεκεμβρίου θα έπρεπε να είναι μία ημέρα συστολής και αυτοπεριορισμού αν όχι και ντροπής της αστυνομίας, γιατί είναι η μέρα της επετείου μίας αστυνομικής δολοφονίας, που έχει κριθεί σαν τέτοια από τα αρμόδια δικαστήρια. Αντί αυτού, η αστυνομία αφέθηκε ελεύθερη (δια των 4.999 μελών της που είχαν διατεθεί σχετικά) να αυθαιρετεί, να προσαγάγει, να συλλαμβάνει, να προσαγάγει, να ρίχνει χημικά πολυκατοικίες, να εγκλείει κάτω από άθλιες συνθήκες κράτησης και χωρίς παροχή στοιχειωδών μέτρων υγείας (αναφέρομαι σε όσα συνέβησαν στην Γ.Α.Δ.Α.) εκατοντάδες πολίτες, να παρεμποδίζει ακόμα και την προσπέλαση στο μνημείο του Γρηγορόπουλου, και ένας ακόμα να παίζει πιγκ – πογκ με τα λουλούδια τα οποία βρήκε αφημένα για το σημείο.

Μία ημέρα πριν, η από 5/12/2020 απόφαση αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας που απαγόρευε τις συναθροίσεις για άλλη μία φορά δεν συνοδεύτηκε από δημοσιοποίηση της από 2/12/2020 εισήγησης της «Επιτροπής προστασίας για την δημόσια υγεία», την οποία επικαλείται ως νομοθετικό έρεισμα, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά, ότι το περιεχόμενο της είναι παντελώς άσχετο προς εκείνα, τα οποία προφασίζεται ο Αρχηγός της Αστυνομίας υποκαθιστώντας και τους γιατρούς. Είναι νωπή άλλωστε, η διάψευση από τον κ. Μαγιορκίνη στις 16/11/2020 της επικαλούμενης από την τότε απαγόρευση των μετέπειτα συναθροίσεων για το Πολυτεχνείο από τις 14/11/2020 σχετικής απόφασης αρχηγού ΕΛ.ΑΣ, ότι ουδέποτε η από 4/11/2020 γνωμοδότηση της επιτροπής προστασίας για την δημόσια υγεία έκανε λόγο για απαγόρευση συναθροίσεων.

Αλλά ακόμα και σήμερα, ενώ έχει λήξει η ισχύς της, η αστυνομία και πάλι απαγορεύει συναθροίσεις. Καμμία νομική συνέπεια δεν έχουν οι πράξεις της.

Όσον αφορά τέλος τη χρήση καμερών από τα Μ.Α.Τ. θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον εάν το δικαίωμα αυτό παρεχόταν με αμοιβαιότητα, δηλαδή με το δικαίωμα και του πολίτη να βιντεοσκοπεί και να ηχογραφεί την συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων κατά την άσκηση της εξουσίας τους, αντί το δικαίωμα αυτό να παρεμποδίζεται συστηματικά, με απειλή βίας και να κρύβεται πίσω από δήθεν προσωπικά δεδομένα των εκάστοτε αστυνομικών, οι οποίοι με κρυμμένα τα διακριτικά προβαίνουν πάντοτε στα κατασταλτικά τους έργα. Τα έχετε τα κότσια κ. Υπουργέ για να το δεχθείτε ; Αν όχι αφήστε τα μαθήματα !

Δικηγόροι και πολίτες θα δώσουμε την μάχη ενάντια στην κρατική αυθαιρεσία και σε κάθε προσχηματική επίκληση της πανδημίας, προκειμένου να επιχειρείται η νομιμοποίηση προειλημμένων πολιτικών αποφάσεων, που ως μόνο σκοπό έχουν την καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, γιατί δεν θέλουν κόσμο να διαδηλώνει, να εξεγείρεται, να διεκδικεί και ιδίως να πετυχαίνει. Το δοκίμασαν στο Πολυτεχνείο, το δοκίμασαν στην επέτειο του Γρηγορόπουλου, το δοκίμασαν και στην πανεργατική στις 26/11/2020, θα το δοκιμάσουν και στην επόμενη 15/12/2020. Την ημέρα εκείνη κατατίθεται ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους, από τον οποίο περικόπτονται 572 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με τον τρέχοντα από τις δαπάνες για την δημόσια υγεία. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να καταδείξει την προσχηματικότητα του ενδιαφέροντος της κυβέρνησης για την πανδημία. Πριν η κατάσταση που ζούμε εξελιχθεί σε μία πανδημία κυριολεκτικά για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, οφείλουμε να τα υπερασπίσουμε και θα το πετύχουμε.

Ας μου επιτραπεί να κλείσω με δύο τιμητικές αναφορές για ήθη ευτυχώς αντίθετα από τον κ. Υπουργό :

1) Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσους με κάθε τρόπο εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους, θεσμικά και προσωπικά χθες για τις συλλήψεις μας : τον Δ.Σ.Α., τον Δ.Σ.Π., τον πρόεδρο της Ε.Δ.Ε., την Ενωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, βουλευτές, συνδικαλιστές, δικηγόρους, αγωνιστές, φορείς και οργανώσεις  που στάθηκαν δίπλα μας.

2) Μια ολόψυχη αφιέρωση στη μνήμη του Γιώργου Παριανού, ενός μοναδικού δικηγόρου αγωνιστή, που έφυγε χθες 6.12.2020 από τη ζωή. Συνιδρυτής της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας το 1990, εκπρόσωπός της στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. την περίοδο 1991 – 1992, υποψήφιος πρόεδρός της το 2014. Και τα προηγούμενα χρόνια αγωνιστής της Αντι – Ε.Φ.Ε.Ε. και υποχρεωτικά στρατευμένος  στη χούντα, με δράση στο Πολυτεχνείο και σπουδαία προσφορά στο Κ.Κ.Ε. μέχρι το 1989 και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά στη συνέχεια. Δεν ενσωματώθηκε, δεν εξαργυρώθηκε. Το ήθος και η υποδειγματική ανιδιοτέλειά του θα μας διδάσκει για πάντα. Κρίμα που δεν έζησε τη χθεσινή μέρα. Θα ήταν περήφανος για την παράταξή του : Ο νυν και ό πρώην εκπρόσωπός της κρατούμενοι επειδή υπεράσπισαν διαδηλωτές και δεκάδες μέλη της δίπλα σε όλους τους συλληφθέντες στην Π. Ράλλη, στη Γ.Α.Δ.Α. κ.α. Μακάρι να σταθούμε άξιοι να συνεχίσουμε στο δρόμο του.

Αθήνα, 7/12/2020

Κώστας Παπαδάκης

 

 

 

 

 




Η επανάσταση στη Ροζάβα και η καταστολή στα Εξάρχεια | Εκπομπή Βαβυλωνία (audio)

Εκπομπή ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ στο Ραδιόφωνο του The PressProject.

Οι συντάκτες του περιοδικού Γιάβορ Ταρίνσκι και Νίκος Ιωάννου συζητούν για τη δημοκρατική επανάσταση στη Ροζάβα με αφορμή την παγκόσμια ημέρα υπεράσπισής της (07/09). Η πράσινη Ροζάβα, η φεμινιστική Ροζάβα, η homo anti-economicus Ροζάβα σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον, και υπό την απειλή της Τουρκίας, ζητά την αλληλεγγύη μας.

Στο δεύτερο μέρος της εκπομπής οι δύο συντάκτες συζητούν με τον Κωνσταντίνο Πουλή για τα Εξάρχεια με αφορμή τις πρόσφατες επιχειρήσεις της αστυνομίας.




Αστέρι Εξαρχείων

Γιώργος Καραθανάσης

Αντί ταυτότητας

Ο Νταουντά είναι 18 χρονών, γεννήθηκε στη μεγαλύτερη πόλη και οικονομική πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού, το Αμπιτζάν και μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του σκοτώθηκε στην πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου (2002-2006), που ταλαιπώρησε τη χώρα για περίπου μια δεκαετία. Στη δεύτερη φάση του πολέμου (2010-2011) έχασε και τη μητέρα του, κι έτσι σε ηλικία 11 χρονών αναγκάστηκε να φύγει για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή κάπου στην Ευρώπη. Η περιπλάνησή του κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, ώσπου έφτασε τελικά στην Ελλάδα. Από την πλευρά μας δε θα ασχοληθούμε καθόλου μ’ αυτό το κεφάλαιο της ζωής του, άλλωστε κι ο ίδιος δεν αισθάνεται άνετα να μιλάει γι’ αυτό.

Σκοπός μας είναι μέσα από την ιστορία του  να θαυμάσουμε τι πετυχαίνει αυτός ο άνθρωπος μέρα με τη μέρα, αλλά και να ψηλαφίσουμε μέσα σε λίγες γραμμές τη σχέση των κινημάτων αλληλεγγύης και του αθλητισμού -του αυτοοργανωμένου αθλητισμού στην περίπτωσή μας- με την προσπάθεια ένταξης και αφομοίωσης των προσφύγων και των μεταναστών στον ιστό της πόλης. Όλα αυτά έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας τις κοινές αναφορές και τις νοηματικές συνδέσεις που παρουσιάζονται στην προηγούμενη δημοσίευσή μας στη Β (Συνέντευξη St. Ambroeus FC: Η Ομάδα των Μεταναστών στο Μιλάνο).

Παρ’ όλο που για ένα μικρό χρονικό διάστημα έτυχε να συμμετέχουμε από διαφορετικά πόστα στο ίδιο εγχείρημα με τον Νταουντά, δεν αναπτύξαμε ποτέ κάποια προσωπική σχέση. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τη Μαριέττα. Η Μαριέττα είναι συνεργάτιδα του περιοδικού Βαβυλωνία και συμμετέχει εδώ και κάποια χρόνια στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Nosotros. Γνώρισε τον Νταουντά στην κατάληψη στέγης προσφύγων Νοταρά 26 και από τότε έχουν γίνει αχώριστοι. Με τον σύντροφό της Γιάννη και τον γιο τους Λευτέρη έχουν σταθεί με όλες τους τις δυνάμεις δίπλα του, προκειμένου να τον βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια του. Η Μαριέττα ήταν λοιπόν και ο άνθρωπος που μας έφερε σε επαφή, ώστε να μάθουμε την ιστορία του. Σημαντικό να πούμε ότι οι μεταφραστικές της ικανότητες δεν χρειάστηκαν, καθώς ο μικρός μιλάει τέλεια ελληνικά.

“Έχει ζήσει πολύ μόνος και πολύ ανεξάρτητος, φυσικά όμως υπήρξε και αρκετός κόσμος που του άπλωσε το χέρι. Με την ευγένειά του κερδίζει τη συμπάθεια όλων. Σ’ όλο του το ταξίδι υπήρξαν άνθρωποι που τον βοήθησαν μόνο και μόνο γι’ αυτό”, θέλει να επισημάνει η Μαριέττα πριν από όλα τα υπόλοιπα.

Η νέα αρχή

Η ιστορία της ζωής του ξαναξεκίνησε στον αριθμό 26 της οδού Νοταρά στα Εξάρχεια, όταν ο Νταουντά τον Ιανουάριο του ‘16 πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι της πενταόροφης, αυτοοργανωμένης δομής φιλοξενίας. Λίγες μέρες πριν, όταν έφτασε στην Αθήνα, κάποιοι μετανάστες που είχαν ήδη κάποιο καιρό στην Ελλάδα, τον συμβούλεψαν να κατευθυνθεί προς την πλατεία Αμερικής αν θέλει να βρει στέγη. “Αφού είσαι μαύρος, πρέπει να πας να βρεις τους δικούς σου” του είπαν. Παρ’ όλα αυτά, αναγκάστηκε να κοιμηθεί στον δρόμο εκείνο το βράδυ, καθώς χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα δεν προβλέπονταν φιλοξενία.

Το επόμενο πρωί ένας ηλικιωμένος τον συμβούλεψε να κατευθυνθεί προς τα Εξάρχεια, καθώς είχε ακούσει πως εκεί υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Κάποια στερεότυπα καλό είναι να επιβεβαιώνονται. Έτσι κι έκανε λοιπόν. Πήρε τα πράγματά του και χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει και πού ακριβώς πρέπει να απευθυνθεί, κατευθύνθηκε προς τη γειτονιά. Πέριξ της πλατείας μια γυναίκα που μιλούσε καλά γαλλικά τον πληροφόρησε για το εγχείρημα που στεγάζονταν στο 26 της Νοταρά, μια κατάληψη στέγασης προσφύγων που δημιουργήθηκε από αλληλέγγυους τον Σεπτέμβρη του ‘15, κάτω από την πίεση των προσφυγικών ροών, με σκοπό την κάλυψη των άμεσων αναγκών των προσφύγων, κυρίως ευπαθών ομάδων, που στοιβάζονταν καθημερινά κατά εκατοντάδες στην πλατεία Βικτωρίας.

Το εγχείρημα διένυε τους πρώτους του μήνες και φυσικά η πληρότητά του χτυπούσε κόκκινο.Ήταν ανήλικος, ασυνόδευτος και ορφανός! Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουμε να φύγει!”, τονίζει η Μαριέττα.

Για κάποιες μέρες ο Νταουντά χρειάστηκε να κοιμηθεί στους διαδρόμους, όμως σύντομα θα έβρισκε το δικό του κρεβάτι και τη θέση του μέσα στο εγχείρημα. Οι μήνες περνούσαν, ο Νταουντά είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου έχοντας ως σκοπό να μείνει στη χώρα, και η Νοταρά 26 που λειτουργούσε κυρίως ως χώρος transit, δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για ένα παιδί που ήθελε να ενταχθεί σιγά σιγά σε μια κανονική ζωή. Η Μαριέττα ανέλαβε να βρει μια πιο μόνιμη κατοικία σε κάποιους ανθρώπους που το είχαν ανάγκη και απευθύνθηκε στον κόσμο που ήξερε καλύτερα, στον κόσμο της αλληλεγγύης, στον κόσμο που σίγουρα θα βοηθούσε. Η κοινότητα των προσφυγικών της Λ. Αλεξάνδρας παραχώρησε ένα δωμάτιο στον Νταουντά και τον κ. Μπατινί, που διέμενε προσωρινά κι αυτός στη Νοταρά 26 και κατάγονταν από την Μπουρκίνα Φάσο, γειτονική χώρα και με πολιτιστικές συγγένειες με την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά και χώρα καταγωγής της μητέρας του Νταουντά. Οι δυο τους τα βρήκαν και η ζωή τους απέκτησε την απαιτούμενη ηρεμία. Με τον καιρό, η πορεία προς την ένταξη και την αφομοίωση γίνοταν με γοργούς ρυθμούς. Συμμετείχε στις δουλειές της κοινότητας, ξεκίνησε το μπάσκετ και δρομολόγησε όλες τις διαδικασίες, ώστε να ξεκινήσει να πηγαίνει στο σχολείο από τον Σεπτέμβρη του ‘16.

Έχει κέφια ο Ντρογκμπά

“Να παίξω μπάσκετ”, ήταν το πρώτο πράγμα που απάντησε ο μικρός στην ερώτηση της Μαριέττας σχετικά με το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Το άθλημα το γνώρισε στην Ακτή Ελεφαντοστού από τις εφημερίδες, καθώς στο σπίτι δεν είχαν ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο. Ζητούσε συνεχώς από τη μητέρα του να τον γράψει σε κάποια ακαδημία, αλλά εκείνη δεν είχε τη δυνατότητα να του παρέχει κάτι τέτοιο. Τα Σάββατα πήγαινε στο πανεπιστήμιο της πόλης, όπου οργανώνονταν αγώνες των φοιτητών σε ανοιχτά γήπεδα. Άλλες φορές πήγαινε μόνο για να παρακολουθήσει και άλλες φορές κατάφερνε με τον τσαμπουκά του να αγωνιστεί λίγα λεπτά με τους “μεγάλους”.

Τον Μάιο του ‘16 ο Νώντας Σκυφτούλης, επί χρόνια έφορος στο μπάσκετ και γενικότερα ενεργό μέλος του Αστέρα Εξαρχείων, γνώρισε τον Νταουντά και τον έφερε σε επαφή με τον Ανδρέα, προπονητή της ομάδας μπάσκετ. “Δεν περίμενα τέτοια υποδοχή από την ομάδα. Ξεκινήσαμε την επόμενη κιόλας μέρα, αυτοί μου έδωσαν παπούτσια και φόρμα, δεν είχα τίποτα”, μας λέει, ενώ θεωρεί πως εκεί έμαθε πραγματικά πώς παίζεται το άθλημα.

Όπως υπογραμμίζει ο Νώντας: “Ο Αστέρας υπήρξε πάντοτε η ομάδα των Εξαρχείων κι όταν λέμε των Εξαρχείων εννοούμε πως ήταν η ομάδα που εξέφραζε το κοινωνικό περιεχόμενο και την γειτονιά, συνοπτικά τον κόσμο των Εξαρχείων. Και πώς συντίθεται αυτός ο κόσμος; Συντίθεται σε σχέση με το μητροπολιτικό κέντρο, που αναδύει τα αντίστοιχα μητροπολιτικά φαινόμενα και χαρακτηρίζεται από την πολυμορφία και την ανοιχτότητα. Για να το κάνω φραγκοδίφραγκα, η εντεκάδα του Αστέρα Εξαρχείων συγκροτούνταν από τους Εξαρχειώτες. Εξαρχειώτης είναι αυτός που ζει στα Εξάρχεια, στο έδαφος αυτό και συγκροτεί ένα κόσμο. Έναν κόσμο που δε συνδέεται με βάση το έθνος ή το αίμα, αλλά συνδέεται με βάση την τοπικότητα. Μια τοπικότητα πολυεθνική. Αν υπάρχει στη γειτονιά, στις οικογένειες και τα σχολεία μια μεγάλη πλειοψηφία Αλβανών, Πολωνών (αναφορά στον Μέγα Σεμπάστιαν πρώην παίκτη του ποδοσφαιρικού τμήματος) κ.ά., το αντίστοιχο ποσοστό θα εκφράζεται στην ενδεκάδα του Αστέρα. Είναι αναρχικοί; Aριστεριστές; Το ίδιο. Με μια λέξη, πανσπερμία.”

Υπ’ αυτό το πρίσμα, όταν έφτασε το μεταναστευτικό ρεύμα στην Ελλάδα και τα Εξάρχεια υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες, φυσικό και επόμενο ήταν ο Αστέρας να υποδεχτεί κόσμο απ’ αυτήν την κοινωνική ομάδα. Βέβαια, όπως μας εξηγεί ο Νώντας, αυτό κρίνονταν. “Πέρασαν αρκετοί. Δεν έπαιζαν όλοι, δεν ήταν αυτοσκοπός. Βέβαια από την πρώτη στιγμή που είδα τον Νταουντά που πλησίαζε τα δύο μέτρα, λέω εδώ είμαστε. Αμέσως σκέφτηκα να του προτείνουμε τον Αστέρα. Στην αρχή τον βοήθησε πολύς κόσμος, μάλιστα κάποια εστιατόρια της γειτονιάς προσφέρθηκαν να του παράσχουν φαγητό.”

Το σύνθημα “Να ζήσουμε μαζί”, που έβλεπε κανείς σε διάσπαρτες αφίσες, σε πανό και σε τρικάκια από τη Χαριλάου Τρικούπη μέχρι την Πατησίων και από τη Σόλωνος μέχρι την Αλεξάνδρας, δεν ήταν τελικά ένα κενό σημαίνον. Ως κάτοικος αυτής της κοινότητας αλληλεγγύης, ο Νταουντά πήρε αυτόματα το χρίσμα του πολίτη των Εξαρχείων με ισότητα και ισονομία. Όπως επισημαίνει ο Νώντας: “Η συνέλευση που διαχειρίζεται τον Αστέρα έχει ένα αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό πλαίσιο. Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για όποιον θέλει να παίξει μπάσκετ ή ποδόσφαιρο κλπ στην περιοχή. Ο Αστέρας ήταν πάντα καθρέφτης των Εξαρχείων, εξέφραζε πάντα τον κόσμο του, ασχέτως αν η διοίκηση απαρτίζονταν πολλές φορές από δεξιούς. Όλοι ενδιαφέρονταν να πάει μπροστά ο Αστέρας, κι αν δεν έπαιρνε τα νέα παιδιά των Εξαρχείων από πού θα έπαιρνε;”.

Τα τελευταία δυόμιση χρόνια που αγωνίστηκε στον Αστέρα-Υπεροχή Εξαρχείων αγαπήθηκε από όλους, τόσο προπονητές, όσο και συμπαίκτες. Τόσο στο εφηβικό, όσο και στο ανδρικό είχε γίνει πολλές φορές σύνθημα στα χείλη των οπαδών του Αστέρα, οι οποίοι του έβγαλαν το παρατσούκλι Ντρογκμπά, όπως μας λέει ο ίδιος γελώντας. Το παρατσούκλι αυτό ήταν όντως αρκετά ευφάνταστο, κρύβει μάλιστα κι έναν μεγάλο συμβολισμό. Δε γνωρίζουμε βέβαια αν το club της Τσαμαδού το έκανε επί τούτου, όπως και να έχει η ιστορία θέλει τον σπουδαίο Ιβοριανό φορ να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στην προσπάθεια για ανακωχή που μεσολάβησε μεταξύ των δύο εμφυλίων πολέμων. Μετά την πρόκριση των “Ελεφάντων” στο Μουντιάλ του ‘06, o Nτιντιέ Ντρογκμπά κάλεσε μέσω του αθλητικού καναλιού τις αντιμαχόμενες πλευρές να αφήσουν τα όπλα και να τερματίσουν τον πόλεμο που ξεκλήρισε την οικογένεια του Νταουντά.

Η φανέλα με το 26

Ο Νταουντά έχει ύψος 1,94 και αγωνίζεται κυρίως στις θέσεις 4 ή 5, αλλά πιστεύει πως λόγω σωματοδομής θα πρέπει σταδιακά να μετακινηθεί στις θέσεις 3 ή 2. Αγαπημένος του παίκτης από το ΝΒΑ είναι ο Kevin Durant, ενώ από την Α1 θαυμάζει τον James Gist. Μάλιστα σ’ ένα διαπολιτισμικό τουρνουά 3×3 που διοργάνωσε το Genaration 2.0 στους Αμπελόκηπους και πήρε μέρος ο Νταουντά, ο ψηλός του Παναθηναϊκού τον πλησίασε και ζήτησε να μάθει την ιστορία του. Η στιγμή αυτή είναι πολύ σημαντική για εκείνον, μιας και η πορτοκαλί μπάλα με τα σπυράκια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Προπονείται καθημερινά μετά το σχολείο, και μετά την προπόνηση συνεχίζει σε πιο χαλαρούς ρυθμούς στο ανοιχτό γηπεδάκι του Στρέφη, ενώ τις Δευτέρες εκτελεί καθήκοντα προπονητή σε μαθητές σχολείου, χάρη σ’ ένα πρόγραμμα που υλοποιεί το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Ωστόσο, για αυτόν τίποτα δεν έχει τελειώσει. Συνεχίζει να αγωνίζεται και να προσπαθεί κάθε μέρα. Τα χρόνια πέρασαν κι ακόμα περιμένει να γίνει δεκτή η αίτηση χορήγησης ασύλου, ενώ άλλαξε άλλα δύο σπίτια μετά τη σύντομη διαμονή του στα προσφυγικά. Μετακόμισε σε μια δομή φιλοξενίας ανηλίκων, την οποία έπρεπε να εγκαταλείψει μόλις έκλεισε τα 18, κι από τότε εγκαταστάθηκε στο σπίτι δύο αλληλέγγυων που του παραχωρούν ένα μικρό δωμάτιο. Σ’ όλη αυτή την περίοδο, από τότε που χτύπησε για πρώτη φορά το τζάμι της γραμματείας έως τώρα, η “καμπάνα” της Νοταρά 26 ήχησε για περίπου 8.000 ξεχασμένους από 15 διαφορετικές χώρες. Εν τω μεταξύ, η γειτονιά βρίσκεται προσωρινά σε αποδιάρθρωση μέχρι να ανακάμψει ξανά.

Την ερχόμενη σεζόν θα φοράει τα κυανέρυθρα μιας ιστορικής αθηναϊκής ομάδας με μεγάλες πορείες στην Α1 και μεγάλη παραγωγή παικτών, που τώρα αγωνίζεται στις πιο κάτω κατηγορίες, του Α.Ο. Σπόρτινγκ. Η μέχρι τώρα πορεία της ζωής του και η εξέλιξή του στο άθλημα θα μπορούσε να είναι ένας οιωνός, πως θα διαπρέψει στο παρκέ ως ένας άλλος Giannis ή ως ένας άλλος Serge Ibaka, η προσωπική Οδύσσεια των οποίων έχει αρκετές κοινές αναφορές με αυτή του Νταουντά.

Ευχή όλων, όσοι τον ξέρουν αλλά και όσοι τον μαθαίνουν τώρα, είναι να καταφέρει να γίνει επαγγελματίας μπασκεμπολίστας και να φοράει το 26 στην πλάτη. Είτε γίνει μεγάλο αστέρι, είτε καταφέρει απλώς να βιοπορίζεται από το αγαπημένο του άθλημα, σε σωματεία που ίσως δεν έχουν στραμένους του προβολείς πάνω τους αλλά έχουν την αγάπη του κόσμου τους. Δεν είναι και λίγο. Λίγο δεν είναι επίσης ό,τι κατάφερε μέχρι τώρα, αποδεικνύοντας τι μπορεί να πετύχει κάποιος όταν προσπαθεί τόσο μόνος του, όσο και με τη βοήθεια της κοινότητας.

Απέδειξε ότι φυσικά και μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Φυσικά και οι αυτοργανωμένες δομές μπορούν να παρέχουν μια δυνατότητα ένταξης, φυσικά και ο αθλητισμός και δη ο αυτοοργανωμένος μπορεί να δώσει μια ευκαιρία ενσωμάτωσης, αλλά και μια προοπτική ζωής.




Χρήστος Ζυγομαλάς (1951-2019): Ένας πλην-θέτης εξομολογείται

«Στην Αθήνα δεν μπορείς μια στιγμή να την βρεις.
Σου τα πρήζουν οι οπαδοί, σου τα πρήζουν οι αρχηγοί.
Σου τα πρήζουν οι ειδικοί και οι κρατικοί φορείς.
Σε μια πόλη σαν κι αυτή είναι όλοι τους χαζοί.
Ποιος τα παίρνει όλα αυτά τα καταναλωτικά σκατά.
Σε γουστάρω βρε μουρλή κι απ’ το κόμμα πιο πολύ.
Χτες τη βρίσκαμε κι οι δυό και μας φέραν το εκατό».
«Στην Αθήνα δε μπορείς»
Χρήστος Ζυγομαλάς (Εξάρχεια, 1979)

Την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 68 ετών, ο Χρήστος Ζυγομαλάς. Πρώτος τροβαδούρος των Εξαρχείων, συνοδοιπόρος του Νικόλα Άσιμου, γλύπτης, ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας και τραγουδοποιός. Το καλοκαίρι του 2008 είχε μιλήσει για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, με αφορμή την επιστροφή του μετά από χρόνια, στην εφημερίδα «ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ» (Ιούλιος-Αύγουστος, τχ. 46). Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι εμφανίσεις του στο διεθνές αντιεξουσιαστικό φεστιβάλ B-FEST και η έκδοση του βιβλίου του «Η Μπαλάντα της Πλατείας»). Τη συνέντευξη πήρε ο Τάκης Άκος:

«Β»: Συστήνοντας το Χρήστο Ζυγομαλά στους νεώτερους, να ξεκινήσουμε από το τι γινόταν τότε;

Όλα ξεκίνησαν από τις πρώτες παρέες που σύχναζαν στο Octapus Press του Τεό Ρόμβου, στην Κωλέττη. Το 1976 ανάψαμε μια φωτιά στου Στρέφη και μετά η φωτιά έγινε «πυρκαγιά» στην πλατεία το χειμώνα του ’76 προς ’77 όπου και οι πρώτες συλλήψεις και η πρώτη δίκη αναρχικών που τελικά αθωώθηκαν.

Το ’78 προς ’79 στέκι γίνεται η υπόγα του Άσιμου, στην οδό Αραχώβης 41, όπου εκεί δημιουργήθηκε η Exarcheia Square Band. Εγώ τη βάφτισα έτσι από ένα κάντρυ ροκ τραγουδάκι της εποχής, το Washington Square. Οι δύο πόλοι της μπάντας ήμασταν ο Νικόλας κι εγώ με τους υπόλοιπους μουσικούς να εναλλάσσονται. Ο χαρακτήρας της μπάντας ήταν μια μουσική κολλεκτίβα. Ακολούθησε η πρώτη συναυλία στο θέατρο Αλάμπρα. Σκηνές ροκ με βρισίδια, αβγά και καυγάδες. Η μπάντα με μένα και τον Άσιμο -οι άλλοι είχαν αποχωρήσει- κράτησε έξι χρόνια.

Το ’79 παίξαμε στο «Σούσουρο» στην Πλάκα με πολλά ευτράπελα, ξεροκόμματα επί σκηνής κλπ. Το 1981 μας βρήκε να παίζουμε, να ξενυχτάμε και να κάνουμε φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη και τον Γιώργο Γαβαλά στην υπόγα του Νικόλα προσπαθώντας να τον συνεφέρουμε από τη δεύτερή του κατάπτωση, η πρώτη ήταν πριν το ’78 και η τελευταία η μοιραία.

Το χειμώνα του ’82-’83 συνεχίσαμε στο «Τάδε Έφη» της οδού Λυσσίου, επίσης στην Πλάκα, από όπου και η σπάνια αφίσα η οποία είναι η παρακαταθήκη μας ως δυο πλην-θέτες που αποτυπώνει τη θέση μας έναντι όλων. Ήμασταν αναρχοατομιστές, είχα γοητευτεί από τον Στίρνερ και παραμένω αναρχοατομιστής ως ξεχωριστός άνθρωπος -άτομο στη μοναδικότητά του που συνεργάζεται με άλλους ανθρώπους- άτομα χωρίς μικροαστικούς ανταγωνισμούς, άναρχος και όχι πολτοποιημένος αριθμός. Ακολουθούν απλές καταγραφές σε δυο κασέτες των τραγουδιών μου, το 1981, «Το ξενέρωμα» και «Η πολιτεία».

«Β»: Πάμε στο σήμερα. Τώρα μπορείς «στην Αθήνα να τη βρεις»;

Επ’ ουδενί. Στην επαρχία όπου ζούσα υπάρχει κατινιά, κουτσομπολιό και ρουφιανιά. Μόνο εδώ στα Εξάρχεια που σήμερα είναι ο τελευταίος θύλακας ελευθερίας, δεν έχεις τον στιγματισμό της διαφορετικότητας, ούτε και τον ρατσισμό που επικρατεί στις άλλες γειτονιές κι έτσι όλο φεύγουμε από τα Εξάρχεια και πάλι εδώ γυρνάμε. Στο χώρο πιο παλιά τα πράγματα ήταν πιο πλατειά, μοιάζουν περιορισμένα σε μια πολιτική πλευρά, ενώ θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες απόψεις. Το μότο μου είναι όχι στη βία, ναι στην κοροϊδία, κατά το γνωστό σύνθημα «ένα γέλιο θα σας θάψει».

«Β»: Πέρα από τα δικά σου τραγούδια παίζεις τα ρεμπέτικα σαν μπλουζ…

Δεν άλλαξα τις κλίμακες των ρεμπέτικων αλλά έκανα τη «γραφή» τους πιο ροκ. Απλά τσιμπάω λίγο τη χορδή και γίνεται μπλουζιά.

«Δεν είναι αυτό που σούχουν μάθει
Έξω απ’ τα σίδερα όλος ο κόσμος είναι κελί
Όταν τον τρόπο της ζωής σου πας ν’ αλλάξεις
Κάθε στιγμή ένας υπόδικος θάσαι κι εσύ»

«Β»: Τελικά είμαστε όλοι φυλακισμένοι;

Η φυλακή είναι η ίδια η κοινωνία μας. Ο μέγας αδελφός που μας επιτηρεί, στην επαρχία το μάτι, στην πόλη οι κάμερες κι ας επικαλούνται την εγκληματικότητα που δεν έχει φυσικά μειωθεί. Το κυριότερο είναι ότι όταν μυρίζουν ότι ένας άνθρωπος είναι ελεύθερος, τον προπηλακίζουν. Προσωπικά, υφίσταμαι εγώ και τα παιδιά μου τον ρατσισμό των παλιανθρώπων. Όσο περνάνε τα χρόνια βλέπω πόση φοβερή αλήθεια έχουν αυτοί οι στίχοι. Τελικά, όλοι είναι χωμένοι στα καταναλωτικά σκατά. Πολλοί ηλίθιοι καμαρώνουν για τα καινούρια αμαξάκια τους, ενώ δίπλα τους τα δάση καίγονται, οι παραλίες τσιμεντάρονται, παριστάνοντας τους σπουδαίους. Για να προστατευτούν αυτοί προληπτικά, φτιάχνονται «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι που δεν θα τους σώσουν όμως όταν τελειώσουν οι πιστωτικές τους κάρτες, δεδομένου ότι η φτώχεια ριζοσπαστικοποιεί τις μάζες.

«Β»: Υπάρχει αντίδοτο σε όλα αυτά;

Τα καταναλωτικά σκατά είναι η διαχωριστική γραμμή. Ο καθένας μας στην μικροκλίμακά του μπορεί να επηρεάσει τους δίπλα του με το παράδειγμα και το λόγο του. Εμείς σαν καλλιτέχνες έχουμε τη δύναμη της μουσικής μας, εξάλλου έχει ειπωθεί ότι η μουσική μπορεί να ξεκινήσει μια επανάσταση. Οι μουσικοί αλλοτριώνονται και ηττώνται μόνο από τον εαυτό τους, το έργο τους παραμένει αλώβητο όσο κι αν κυνηγιέται από μακαρθισμούς. Τα κόμματα έχουν τα μέλη τους και ενδιαφέρονται μόνο για αυτά, εμείς έχουμε τον έρωτα και την αλληλεγγύη και γι’ αυτό γουστάρουμε κι απ’ το κόμμα πιο πολύ. Ως εναπομείνας πλην-θέτης έχω το χρέος απέναντι στον εαυτό μου, σαν αναρχικός-ατομιστής κι αμεσοδημοκράτης να διατηρήσω την ακεραιότητά μου παραμένοντας μέσα στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, να φυλάγω Θερμοπύλες κατά τη ρήση του Καβάφη.

«Β»: Ποια είναι, λοιπόν, τα πλάνα του πλην-θέτη Χρήστου Ζυγομαλά;

Να συνεχίσω να εργάζομαι σαν γλύπτης και εικαστικός πέρα από τα γκλαμουρέ κυκλώματα, χωρίς να προσδοκώ υπεραξία παρά μόνο καταθέτοντας τον ιδρώτα και την ψυχή μου. Σαν πλην-θέτης. Θα ξαναφτιάξω τα παλιά μου τραγούδια με τα νέα τεχνολογικά μέσα αφού όλα είναι σε κασσέτες. Υπάρχουν και μερικά καινούρια, μάλιστα έχω στα σκαριά και ένα τραγούδι για τα Εξάρχεια τα οποία τελευταία έχουν χαρακτηριστικά Δυτικής Όχθης, κατεχόμενη ζώνη όπου μπαινοβγαίνει ο εισβολέας.


-Το κανάλι του Χρήστου Ζυγομαλά www.youtube.com/zygomalas

* Φωτογραφία κειμένου (Μανώλης Νταλούκας, 2012): Ο Χρήστος Ζυγομαλάς, δίπλα από το κολάζ που απεικονίζει τα μέλη του Exarchia Square Band (1978-79) σε παιδική ή νηπιακή ηλικία.




Notes and Premonitions of a Coming Storm | Athens Log

Victor Stransky*

Wednesday September 19, 2018 –
Koukaki, Athens, Greece
@ 14:45

I was awoken by the alarming dark of comrade Andonis’ living room, I have become accustomed to the past few days since arriving in my beloved Athens. There hasn’t been a day when my utter exhaustion hasn’t sedated me, leaving me comatose until early afternoon. The cool darkness of his apartment with its closed shutters recall the peculiar sensation of a bunker, or of the primordial serenity of the womb, or perhaps even the vacuum of quantized space.

The shower — now a dreary ritual, the jerk-off — a profane machination, the cigarette –an unpleasant yet irresistible indulgence. Clothes and shoes on, wallet, phone, keys and cigarettes. Lock the door down the stairs, onto the street and turn right towards Attiki metro station.

The sun was shining and the balmy heat of the city stuck into my skin while the rumba and cumbiaesque flow of the city remind me of a place I have never been to, of a song I have never heard before, but which I somehow knew intimately. I wove a hesitant path through the small, indistinguishable side streets, clinging to the shade like a lizard to a rock, crossed the train tracks much as I had done that now distant Sunday morning when I had arrived and had proceeded to find a party in Kerameikos, only today with the intent of finally visiting the old town of Athens.

On the surface level around the station, there was no obvious multitude of people, but upon entering the caverns below, I was abruptly awash in a river of motion and excited particles – a hive, a collective mind, channeled the form and function of the urban landscape. The train was on the platform and the doors closed just as I shot in.

The train sped down the tracks, through the underground tube, until we eventually reached my destination and I got off at FIX station, where I was immediately engulfed in an urban landscape decidedly different from the ones I had grown accustomed to during my short stay in Athens. Yet it was disturbingly familiar. One could quickly absorb the subtle marks of the neighborhood – the nicely paved streets, the well-kept sidewalks, the trendy cafés, restaurants and knick-knack stores lined on the ground floor, nestled among tall trees and fine greenery abounding. I, of course, being as addicted to coffee and cigarettes as I am, searched in vain for a good 10 minutes before I could find a place with reasonably priced tiropita and coffee.

As I walked about the neighborhood my mind was quietly searching for people who were different from me in appearance, whereas in the other parts of the city I had been, the presence of different people and cultures was a staunch fact of life. That is not to say that there aren’t people on the streets in this neighborhood. It seems to me that those I have seen dress similarly, have a similar anxious or arrogant air about them as they walk or talk and have the same skin color as me. What’s more, my eyes have yet to catch the graffiti or the political posters upon the walls and façades of buildings. Instead, at each turn I am greeted by clean, sterile and recently renovated plaster, brick and cement – nice and pristine like the streets which lock them geometrically, which are obviously cleaned regularly by the municipal cleaning service.

Should all this mean that people in this neighborhood are happy and taken care of? Or that all is suddenly well with the world and that there are no more grievances among people?

I seriously doubt it.

There is another public ‘service’ which caught my attention very quickly, catching me quite off guard in fact, seeing how I had become happily accustomed to its utter absence. As I sit on this glitzy IKEA stool, consuming my over-priced coffee and pastry which I purchased from two markedly unfriendly workers (or perhaps they were the owners?) and as I write this cute little diary entry, there are not 1, not 2, but 3 police patrol cars parked on the street and sidewalk to my immediate right, only a few meters away.

 

Hill of Diateichisma, ancient Athens
@17:07

I left the café on Koukaki heading towards the Acropolis museum, planning to pass through the old quarter, circle around the citadel and find my way to the Pnyx, from where I would go on my way back to our beloved Exarchia.

A little way down up the road, the elite neighborhood of Koukaki gave way to the bustle of the touristic foothills of the Acropolis with its impressive southeastern fortification towering above the modern city and a huge Greek flag raised to the heavens from its bastion. Now the urban design was even more refined and maintained. The tramline and cobblestone streets, the marble, granite and limestone, white façades and the expensive souvenir shops, restaurants and cafés became ever more chic and bourgeois with each passing step and the human currents became more mixed, now with faces and voices from all corners of the world – most dressed crisply and smart, while others, those working cleaning the streets, cooking in the kitchens, minding the stalls, begging for money and so forth had an air that was in particularly stark contrast with the transient guests who flowed through the streets of the capital of the Greeks, whom on their part can be seen chatting idly, going about their daily routines, well at ease in their urban domain.

The fine esplanade then gave way to the tight alleyways of an old merchant quarter, with one- or two-story buildings whose parterres brimmed with the commercial activity of luxury souvenirs dealers, gold jewelers, cosmetics dealers and fine restauranteurs. Faces of every color and voices of every continent can be seen and heard as one meanders about the channeled veins of this human organism – the neighborhood, all the while appearing eerily similar, despite a deceptive diversity. The style, the accessories, the contrived manner, the content of their conversations, the anxious walk, the uneasy glance over the shoulder all paint a picture of a people who to my mind seem ubiquitously out-of-place.

I eventually wound up at the Roman forum, whose ruins were less than spectacular, as I have come to recognize is the case for most of those found in the ancient city of King Thyssius, mere shadows of their former glory. Walking through shoddy enclosures, archeological digs and along dirt paths in the archeological park reserve, I couldn’t help but wonder at the fleeting nature of all things, just as many before me have surely contemplated, without finding much comfort.

The stone columns and foundations strewn about the sloping hillside, I feel, stare remorselessly into my soul, intent on reminding all mortal fools such as myself of the violent and unyielding passage of time, that lays waste to and renders even the greatest of cities unrecognizable. As one goes through the trees, up and down the hills, one catches glimpses of stone temples and pine and olive woods, all to the spectacular backdrop of today’s sprawling metropolis, in all of its arrogant and unapologetic modernity, stretching as far as the mountains and the sea will allow.

I now sit on a stone bench atop a terrace outcrop of the Hill of Diateichisma with a daunting frontal view of the Acropolis as the sky makes its slow descent into the Western horizon. I will now make my way to the Pnyx, as I have resolved to confront a certain Socrates. There are questions I burn to know the answers to.

I fear our time and space to maneuver may be running out.

 

The Hill of the Pnyx, ancient Athens
@18:20

I now sit upon the stone incline of the Pnyx, the hill where Athenian democracy’s experiment ran its course during its tumultuous first years in the time of Socrates. I find it fitting that I myself should be atop this rocky hill, pondering similar questions as the ancients might have. There was an infamous moment in history when the demos, despite its exclusion of women, slaves and migrants – the vast majority of the poor citizenry, managed to seize power from the autocrats, the oligarchs and the aristocrats of old and establish a new order – an order and an idea which would change the course of human history.

I do not mean to fetishize or glorify the achievements of antiquity or ages past but I have lately been unable to shake off a feeling of despair that has drowned me, my comrades and the movement at large, I feel. Athens was a democracy for a time, yet Athens was also an empire at this time, too – an empire of the mind, of the ship, of the merchant and of the sword. It was an empire of brutal patriarchy, of despicable slavery and exploitation, of exclusion and conquest, of divide et imperia, and it was run democratically no less. The Acropolis at which I now gaze for the final time before my departure bears testimony to this legacy of contradiction, of harmony and antagonism.

What are we to do today, in my time, in the age of global corporate capitalism? What are we to do in an age of empire and oligarchy? What are we to do in an age of reckless, human abandon and environmental catastrophe? What are we to do to not only prevent our impending doom but to push towards a promising project of peace, prosperity, brotherhood, equality, discovery, sustainability and abundance? How may we topple the gods, our lords and masters and seize power from tyrants and oligarchs just as the people of Athens did nearly two and a half millennia ago? Will we, the people of the human race, succeed in changing the course of history? Will we succeed in bringing about a new age or will we succumb to darkness, violence, death, cruelty, stupidity, all-consuming wrath, waste and self-destruction? ‘What are we to do?’, I have asked, every day for as long as I can remember now.

And if we are to achieve a new, radical, local, regional and international democracy, what is to become of it? Will we once again succumb to the folly of empire building? Or to the despicable tragedy and waste that is human warfare? Will we succumb to the idiocy of the ill-informed, superstitious and vengeful mob, such as the one which unjustly sentenced the greatest mind of Athens to his death?

O, Socrates, how much you must know of the folly of human existence! How little must we have changed over the many thousands of years! Behold! See through my eyes how different the world is and how very little has changed! I gaze upon the time-ravaged ruins of your city and I gaze up at the same Moon in the clear September sky as you surely once did!

It is 19:00 and the church bells once again ring through the city, casting a lulling spell upon my restless mind.

 

Bar Karagiozis, Exarcheia, Athens
@20:43

A chilly breeze swept the Pnyx as the light began to fade and flushed the mountains, the valley and the sprawling city with rose and pastel tones. My flight down the hill from the ancient gathering place brought me further and further into the old town, with ever more merchant stalls and restaurants lining the sloping gradient of the cobblestone road.

The road eventually brought me Thyseio station, an unassumingly small, surface level train station. It was there that the tracks run between the wooded archeological complex and the urbanized central city districts on their way to Monastiraki and the pulsating heart of modern Athens. Nothing but overpriced restaurants, tacky or trendy, lined the ground floors of the low buildings along the train tracks and the tourists stumbled along, verbally prodded from time to time by zealous maître-d’s. They coaxed us to come sit in their establishment, much as any rancher would try to corral his unruly cattle after a day’s grazing, while dozens of sly cats lie about, perched idly like spirit world sentinels upon marble columns and epitaphs, almost as if preying patiently upon the tourists as well.

It didn’t take long before this rolling, open-air shopping mall of a street lead to Monastiraki square and what’s left of Hadrian’s majestic library jutted out from below us behind a wrought iron fence. This glorious building gave way to the left to an open plaza, blazing with the harmonious chaos of an ant colony.

It was the third time in my life I had found myself in that boiling cauldron of a public square and I couldn’t help but remember my previous visit, as well as the precarious and protracted personal and mental breakdown I had been going through at the time. I was swept with the urge to go down the road to the left and end up around the gay bars in Kerameikos. I managed to keep course and sail straight through the stormy urban nexus and then I caught a southerly wind up the forbidding and dark avenue that led up to Omonoia Square. My ultimate destination being the anarchist stronghold of Exarcheia, which I had come to call home for the past days and nights.

I met with comrade Ioanna and Andonis at one of the neighborhood cooperative bars and I was greeted with the usual warmth, casual gossip and political chit-chat that I’ve grown so fond of. We also talked about what had happened to comrade Yavor in the train after yesterday’s demonstration, still somewhat flabbergasted at the idiocy of overly-eager Antifa youngsters to get into trouble and use violence against their enemies, even at the expense of mistaking a fellow comrade for a right-wing provocateur.

I cannot help but be overwhelmed with conflicting thoughts and feelings these past few months, as the daily drudgery of life and the complexities of revolutionary struggle under capitalist society have been ever more prone to taking their toll on my mortal body. I think again of Socrates, of those that came before him, of those that came after him. I think of the revolutions and the bloodshed and of the brutal repression of the State, of Capital, the barbaric tendencies of our societies. At the same time, I think of the noble and courageous struggles of everyday people through the ages, striving for life, freedom, equality and in pursuit of a fleeting happiness in a tomorrow that may never come.

Yesterday, as our large and diverse group spent our final night together at the bar, I couldn’t help but stare out at nowhere in particular as my comrades danced frenetically around me, the music blasting favorite songs from times gone by, and I couldn’t help but wonder about the future of Exarcheia neighborhood with all its problems and promising prospects. Will the enemies of revolution ultimately succeed once again in destroying any hope for an alternative to this slow, rolling, dystopian nightmare we are living in, or will we ourselves succumb to the dark abyss by virtue of our spectacular and all-too-human imperfections? What will become of all the people and places I have come to know and love and what is our place in these times of historic importance? What decisions, what actions, what sacrifices and what bloody price must we pay on the day of reckoning?

I feel for those that I love and cherish. I feel for the untold masses whose only crime was being born into this world. This beautiful, beautiful world, bestowed with lives so precious that the folly of human avarice only makes their loss a tragedy all the more grotesque and unbearable.

I have met people from three continents during my stay here and I feel blessed to have been able to connect with each one, from the vendors on the street, to the beggar I gave some coins to, to the many inspiring comrades and everyday people who aspire to great change and sacrifice. But perhaps what struck me most was my acquaintance yesterday with a young, handsome man from Afghanistan named Kazem. We talked during the whole ride on the fully packed and sweltering bus to Keratsini for the demonstration marking the five-year anniversary of the murder of Pablo’s Fissas by members of the neo-nazi Golden Dawn party.

Kazem was one of the great number of migrant comrades attending the demonstration, who risk deportation and thus their lives by attending such marches together with their brothers and sisters from other parts of the world. I was much impressed by a similar situation at this year’s radical pride march in Madrid where a similar context can be observed. Comrade Kazem had had an utterly different life compared to my own and he has gone through so much hardship. The war, the poverty, the discrimination and racism, the hardship of crossing borders, the brutality of the State, the cruelty of society and finally the torture and humiliation of imprisonment – solely guilty for the crime of being born as he is and in his homeland. He is half a year younger than me, at the age of 22.

 

On the train to Thessaloniki
@00:03

The train glides with a soft rumble through the heart of Athens, passing by empty platforms through deserted stations. This time around I’ve been allocated a seat in a newer coach and I hope the 11-hour trip to Sofia will be less harrowing and unpleasant than the one on the way over.

I will miss Athens and the people I have met terribly. Exarcheia is a peculiar case. I don’t think I can recall ever feeling so… comfortable, for lack of a better word, in any particular neighborhood in the world; not even in my beloved Madrid nor even in my hometown Sofia. It is truly one of the most remarkable places in the world at the moment, even with all its problematic tendencies, its troubled past and its uncertain future.

It would be beside the point to relay a list of all the occupied squats, the social centers, the migrant assistance centers, the communal garden, the anarchist bars, restaurants, shops, cafés, libraries, the assembly halls and public spaces, almost all of which are collectivized or at least run to high democratic standards. I am sure there are many stories and much data that have been dedicated to this amazing place. It is, however, the distinct feeling as one walks the streets – be it by day, or by night. It is the unique social contracts at play, known or unbeknownst to me. It is the dizzying kaleidoscope of cultural, social, ethnic and political diversity. It is the staunchness of a collective resistance so profound and it is a revolutionary fervor that permeates the air. It is the diligence and the consistency in people’s behavior, a state of constant mobilization where every word, spoken or written and every action can be rich with meaning and can be a token of the power of one’s will and the will of an entire community.

Exarcheia is a powder keg.

It is a black cat waiting to pounce on the poor fools who dare disturb the hornets’ nest and it will never go down without a bitter fight to the finish. Exarcheia is a neighborhood where the State’s repression agents such as the police do not formally or usually step foot in and it is where raids on their part have been met with riots, mass civil disobedience and militant resistance. It has been a stain on the vanity and arrogance of capitalist society and it has been a thorn in the side of the ruling class for a great many years now.

Thus, it has been subjected to the hybrid warfare of the capitalist State, where key services and infrastructure have been purposefully scaled down or outright neglected and where opportunistic drug dealers (most often undocumented migrants) find comfortable refuge from the many facets of repression they face from the State and society, bringing with their work a complex plethora of issues and social ills. Undercover cops, snitches and foreign agents abound in this revolutionary community under siege from within and from without, itself being not a fortress, but a porous ecosystem without physical barriers in the heart of central Athens, a mere stone’s throw away from Greece’s parliament, with its more-than-tarnished reputation and its even shakier political foundation. The people I had the honor to be alongside these past few days and nights, and whose names I have spared for the most part, are exceptional people.

That feeling of kinship, regardless of skin color, of ethnicity, of sex, of age, of gender, of orientation, of ability, of mind, that feeling of knowing and seeing the person in front of you and knowing what you are both about, will stay with me for the longest time, even if death should come to each of us personally, or to our comrades, or to our projects, or to the idea of a global eco-social, democratic, and anti-authoritarian revolution itself.

Should I happen to not live through a revolution or a crisis, God forbid, and I didn’t get the chance to visit Exarcheia again, it wouldn’t be an exaggeration to think of it as a fraction of a glimpse into what human society could look like and how it could be organized, were it not for the fascistic exploitation of private Capital or the repression and domination of the State. Not to mention the tyranny, indentured servitude and environmental catastrophe that they imply.

What say you then, o, Socrates, patriarch of Western thought?!

What say you, who has no kind words for democracy nor for the stupidity and destructiveness of the masses, such as those who sentenced you to be murdered? What say you to the enlightened gods and emperors, to the tyrants, oligarchs and autocrats who rule this world? What say you to their faithful followers? What say you to these modern philosopher Kings of ours?

They and their children sit atop mountains of gold stacked upon mountains of corpses while rivers of blood gush down the slopes and the stench of misery and suffering drench the foul, polluted air of the entire globe! This is our day and age!

O, Socrates! What good is a life of reason if humanity should by chance make life on this planet no longer possible? What good are philosopher kings if even the greatest philosophers have led painfully imperfect, oh-so-painfully human lives?

To all of this, Socrates, I do not have the answers, nor, I think, do you. But there is, perhaps, one thing we can count on – the folly of mankind. Therefore, we must take appropriate action and we must plan accordingly.

Finished September 20, 2018
near Lamía, Greece
@ 02:09am

 


*Bulgarian activist, member of free social space “Fabrika Avtonomia” in Sofia




Χρήστος Ζυγομαλάς: Η Μπαλάντα της Πλατείας

Tάκης Άκος

Mε αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Η μπαλάντα της πλατείας» (εκδόσεις Comicon-shop) από τον Χρήστο Ζυγομαλά (ΧΖ) και την «επίσημη πρώτη» παρουσίασή του στον ΕΚΧ Nosotros, την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018, κάποιες σκέψεις στο παρόν, αντίλαλοι ενός όχι τόσο μακρινού παρελθόντος.

Η πλατεία (μια είναι) των Εξαρχείων. Όπως ήταν, κι όχι όπως την αντικρίζουμε τώρα. «Το κέντρο του κόσμου» για τους παλιούς, τα ύστερά του, για τη συντηρητικούρα…

Και οι εναπομείναντες, λίγοι, όπως ο ΧΖ, οι λοιποί χάθηκαν στον αμείλικτο χρόνο. Όχι, το βιβλίο δεν πρέπει να ειδωθεί νοσταλγικά. Ποτέ δεν υπήρξαν «Άγιοι» στα Εξάρχεια. Ρεμάλια με την τρέλα των Provos –σε βαλκανική εκδοχή– υπήρχαν και αλώνιζαν λάθρα βιών, άλλοι πιο πολιτικοποιημένοι, άλλοι άγριοι φρηκο-ηδονιστές και οι υπόλοιποι απλά «τουρίστες». Σε παραγωγή του συγγραφέα, μια “ταινία” που στα καρέ της ξετυλίγονται στιγμές ενός μικρόκοσμου που μέσα στην υπερβολή του, «θέλει να μπουκάρει στην ιστορία και να τα κάνει όλα λίμπα».

Η αξία του βιβλίου έγκειται στη προσπάθεια να διασώσει ένα σημαντικό κομμάτι μνήμης κόντρα στη λήθη. Να διασώσουμε ό,τι μπορούμε ακόμα, από τα Εξάρχεια του στυλ και του φολκλόρ και όσων δεν θα μπουν ποτέ στους εναλλακτικούς τουριστικούς οδηγούς της πόλης…

«Πέρασαν πολλά όμορφα παιδιά / που πολλά χάθηκαν στα σκοτάδια / ποιός τα θυμάται τώρα αυτά;»… Ο ΧΖ είναι ο πρώτος χρονικά περιπλανώμενος τροβαδούρος των Εξαρχείων από το 1976 και δυστυχώς ο μόνος επιζών από τη γενιά του… Ο Νικόλας Άσιμος κατεβαίνει από Θεσ/νικη αργότερα. Έτερος αλλά πιο αθέατος, ο Ικαριώτης αριστερός Περικλής Χαρβάς, κινείται στις παρυφές του χώρου. Υπήρχαν και άλλοι, όπως οι πρόσφατα εκλιπόντες Γιώργος Γαβαλάς, Άγγελος Σκορδίλης κ.α. Δεν συγκαταλέγονται εδώ όσοι έπαιζαν σε ροκ γκρουπ της εποχής. Μιλάμε για μοναδικούς ή μοναχικούς που πλασάρουν τις περσόνες τους κι όχι μέλη συγκροτημάτων.

Στο βιβλίο υπάρχει διάχυτη η καταγραφή του λεγόμενου «πανηγυριού» της πλατείας και των Εξαρχείων εν γένει. Όλα μοιάζουν να ξεκινούν από το «Χταπόδι» του Τέο Ρόμβου. Από αυτό το ορμητήριο ελευθεριακής νησίδας, έστω και βραχύβιας, ξεπήδησε ο ανθός του αθηναϊκού underground που «εξέθρεψε» στους κόλπους της όλα εκείνα τα ανήσυχα πλάσματα. Μαζί με άλλες εμβληματικές προσωπικότητες του «χώρου», κυρίως με σημαντικές εκδοτικές απόπειρες, έβαλαν τα θεμέλια της ανάπτυξης του εγχώριου αναρχικού κινήματος.

Ο ΧΖ παραθέτει πρόσωπα και πράγματα –συχνά με γλαφυρό τρόπο– πάντα όμως με σεβασμό στη μνήμη αλλά και στην αποκατάστασή τους, τώρα πλέον που η σκόνη έχει κατακαθίσει για τα καλά. Εδώ, φαίνονται ξεκάθαρα οι σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των «φυλών» όχι για την κατάκτηση της πλατείας και των πέριξ χώρων, αλλά για ένα “χαζό καβούκι” –  αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Άλλωστε, αυτή η γενιά έδωσε, λίγο μετά, τη σκυτάλη σε άλλους τρελούς και ευτυχισμένους, που τα έβαλαν με το θηρίο της κρατικής καταστολής με ό,τι συνεπαγόταν αυτό.

Ο ΧΖ ακροβατούσε πολλές φορές επικινδύνως ανάμεσα στην επίκληση της μούσας του και στους έμπρακτους αγωνιστές που έβαζαν το κεφάλι τους στον ντορβά και που εύλογα μισούσαν την για αυτούς περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αλλά και μέσα στον πυρήνα του πανηγυριού γινόταν το «μάλε-βράσε». Τα αλληλοφαγώματα του ΧΖ με τον άσπονδο εταίρο Ν. Άσιμο από το ’77, στις μέρες της σύμπραξής τους στη θρυλική Exarchia Square Band. Αποκορύφωμα, το συμβάν ΚΡΩΚ, η απόλυτη σουρεάλ απεικόνιση/σύγκρουση –όλοι εναντίον όλων– με αφορμή μια συναυλία του ίδιου του ΧΖ (υπάρχει σαν ηχητικό ντοκουμέντο από τον ίδιο, καλό θα ήταν να αναρτηθεί ξανά). Αλλά και η μετέπειτα εμπλοκή του ΧΖ σε αχαρτογράφητα νερά των πρωτο-πανκ κύκλων, με κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα.

Όλα αυτά κάτω από το αμυδρό φως μιας πολιτείας που όλα τα ισοπεδώνει, τα αφομοιώνει, τα σκοτώνει. Εκεί που δεν μπορείς μια στιγμή για να τη βρεις, κι αν το καταφέρεις …σου στέλνουν το 100. Και άντε πάλι στην αναζήτηση κι οδύνη στην παγωμένη επιφάνεια που ζεις. Με κάτι τέτοια, παίρνεις τους δρόμους. Εντός και εκτός συνόρων. Αναζητώντας αγάπη και λύτρωση. Πολλοί δεν τα κατάφεραν. Χάθηκαν σε ουσίες και γκουρού. Στο βιβλίο καταγράφονται πρόσωπα, χώροι, τόποι που σύνδεσαν γεγονότα, με προσωπική μαρτυρία μια εποχής ασκιαγράφητης. Δεν υπάρχουν άλλα τέτοια πονήματα που να εστιάζουν στο επίκεντρο που είναι η πλατεία με τους ομόκεντρους της κύκλους. Αναφέρω πρόχειρα, του Τ. Ρόμβου «Δύο φεγγάρια στην πλατεία» ή τις ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Γώγου και πολλών άλλων.

Κι αυτό είναι η αξία του βιβλίου αυτού. Κάποιοι μπορούν να δουν τον εαυτό τους μέσα από τις σελίδες του, άλλοι νεότεροι ίσως να πάρουν μια γεύση για το τι γινόταν τότε. Η αφήγηση του ΧΖ, όσο υποκειμενική και να είναι, αφήνει ένα θετικό πρόσημο. Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι άδολες και αγνές. Όπως και τα τραγούδια του, που δεν έχουν βρει ακόμα τη θέση που τους αξίζει. Ανακαλύψτε τον, λοιπόν.

*Με πλάγια στο κείμενο, στιχάκια από τραγούδια του ΧΖ.




Περί Εξαρχείων ο λόγος

Νίκος Κατσιαούνης

Τελικά ποιος φταίει για την κατάσταση σήμερα στα Εξάρχεια;

Μήπως φταίνε οι ατάλαντοι δημοσιογραφίσκοι φυλλάδων και σοβαροφανών εφημερίδων που λιβελογραφούν ανοήτως εναντίον των Εξαρχείων; Μήπως φταίνε οι φαντασμένοι συγγραφείς της λογοτεχνικής μπουρδολογίας που από τους λόφους του Κολωνακίου βλέπουν, ως άλλοι λεγεωνάριοι του ’44, να τους απειλεί η οργή των άξεστων επαναστατών; Μήπως φταίνε οι επηρμένοι φορείς της εξουσίας που δεν μπορούν να απολαύσουν το μυρωδικό τους τσάϊ και το ταρτάρ σολομού με μους μελιτζάνας στα Εξάρχεια, προσπαθώντας να μην ξεχάσουν ότι υπήρξαν κάποτε οργισμένα νιάτα απέναντι στην κρατική καταπίεση και κατά βάθος λαϊκά παιδιά προλεταριακής ιδιοσυγκρασίας που η άτιμη η ζωή τούς έριξε σε υπουργικούς θώκους; Μήπως φταίνε οι επαναστάτες του πετροπολέμου κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, εκεί που η επανάσταση εξαντλείται στις πέτρες, στους καμένους κάδους και στις μπύρες μέσα στην πλατεία και στα πεζοδρομημένα στενά της αντιεμπορευματοποιημένης (εκτός από μπύρα Άμστελ, τσιγάρα Μάλμπορο, και τα τζιν Λιβάις φυσικά) και εναλλακτικά βαπτιζόμενης νυχτερινής ζωής;

Μήπως φταίει η απολιτικοποίηση και η ανωριμότητα των κινηματικών φορέων και ατόμων που στο όνομα της διαρκούς εξέγερσης εναντίων όλων (το μόνο που αφήνουν είναι η σιγουριά για τον εαυτό τους) κάνουν τα στραβά μάτια, θέλοντας να έχουν και οι ίδιοι τις δικές τους στρατιές των, κατά Λένιν, χρήσιμων ηλιθίων για την έφοδο στα ανάκτορα τη μεγάλη νύχτα, αλλά και την εξυπηρέτηση των ιδιοτελών τους βλέψεων που την καλύπτουν με επαναστατική φρασεολογία. Μήπως φταίνε τα καλέσματα των ιδεαλιστών μηδενιστών που νομίζουν ότι ο κόσμος είναι ένα κόμικ με καλούς και κακούς και οι ίδιοι οι σούπερ ήρωες που θα τον σώσουν και θα επιβάλουν δια της βίας την ελευθερία (!); Μήπως φταίνε τα καλέσματα για το μπογιάτισμα, σε χρώμα της αρεσκείας μας, του Δεκέμβρη, που από μήνας μιας εξέγερσης κατήντησε η μίζερη πεζοπορία των πολιτικών γκρουπούσκουλων;

Η ζωή εν μύθοις επενεργεί στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία δίνοντας νόημα και ένα μαντήλι για τα δάκρυα των παροντικών και μελλοντικών ματαιώσεων και ονειρώξεων, ατομικών και συλλογικών. Τα Εξάρχεια, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και πέρα, ήταν πάντα ένας χώρος που είτε έβραζε από ζωή είτε έβραζε στο ζουμί του. Επαναστάτες, ποιητές, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, φρικιά, νεοχίπηδες, πάνκηδες, ροκάδες, μεταλάδες, τρανσάδες, πρεζάκια, λογοτέχνες, τρομοκράτες, εκδότες, σκηνοθέτες, λαϊκοί, σκυλάδες, όλοι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν για τα Εξάρχεια στην παρέα τους και πριν πέσουν το βράδυ για ύπνο.

Ένας από τους διανοούμενους, τουλάχιστον αυτούς που ήξεραν τι έγραφαν, σημείωσε κάπου στα τέλη του 1980 ότι «η πλατεία Εξαρχείων έγινε η προέκταση της πλατείας Κολωνακίου». Τι να εννοούσε άραγε; Γιατί αυτή η ταύτιση ειδικά για μια περίοδο των Εξαρχείων που καλύπτεται από την πραγματικότητα του μύθου της δημιουργικής αναζήτησης, του δημιουργικού αναστοχασμού και του ανατρεπτικού πράττειν, που κατέληξε στην καταναλωτική μανία τόσο των εμπορευμάτων όσο και των σημασιών που συγκροτούσαν άτομα και κοινωνία, πλατεία και πλατειακούς.

Τα Εξάρχεια έχουν γίνει το άλλοθι της εξουσίας για την επιβολή της ασφάλειας και για την αναζήτηση του εσωτερικού εχθρού, το άλλοθι των νοικοκυραίων για να έχουν να βρίζουν επειδή η νιότη τούς έταξε πως θα γινόταν άλλοι, και το άλλοθι των επαναστατημένων για κοινωνική απεύθυνση και μητρική φωλιά. Για την εξουσία είναι το γαλατικό χωριό που πρέπει να εξαφανιστεί ενώ για τους «μύστες» της εξεγερσιακής μανιοκατάθλιψης ο χώρος που οι ίδιοι και άλλος κανείς δεν πρέπει να έχει τον λόγο μιας και «το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι κι όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι». Μόνο που μπορεί να προσκυνάμε εύκολα τα ομοιώματα και τις φαντασιώσεις μπροστά από τον καθρέφτη μας. Ειδικά όταν φεύγουμε από την καταπίεση της οικογενειακής θαλπωρής ή άμα τη επιστροφή από τη μισθωτή εργασία, όπου εκεί θα πρέπει να είμαστε τύπος και υπογραμμός.

Τι θα γίνει τελικά με τα Εξάρχεια; Πολλοί αναρωτιούνται τις τελευταίες ημέρες, είτε για λόγους αγωνίας είτε για λόγους διατεταγμένης υπηρεσίας. Μόνο που αυτή η συζήτηση κρατάει καλά εδώ και 40 χρόνια και τα ερωτήματα παραμένουν στη ρητορική τους διάσταση. Αυτό που προς το παρόν μπορεί να γίνει είναι τα Εξάρχεια να εξακολουθήσουν να αποτελούν το μητροπολιτικό χωνευτήρι των κάθε λογής επιλογών (εξουσιαστικών και μη) και η κολυμπήθρα του Σιλωάμ της δημιουργικότητας και της βλακείας. Εξάλλου, ποιος να αναρωτηθεί και να πράξει σοβαρά σε μια περίοδο που η κρίση έχει απογυμνώσει τα πάντα φτάνοντας έως και τα βάθη της ύπαρξης;

Ας το παίξουμε και εμείς κουλτουριάρηδες ποιητές της πλατείας Εξαρχείων και ας κλείσουμε το κείμενο δαύτο, όχι με μια πρόταση (εξάλλου οι συνταγογράφοι της κοινωνικής εξέγερσης μάς έχουν πνίξει το τελευταίο διάστημα) αλλά με ένα ποίημα:

Ο πόλεμος δεν μου πήρε τίποτα
Έχασα τη ζωή μου εν ειρήνη
Αλλάζοντας καταφύγια
Έμαθα τον αποχαιρετισμό σ’ όλες τις γλώσσες
 
Ξέρω
Τη λευτεριά δεν την κερδίζεις φεύγοντας
Ούτε γυρίζοντας τον διακόπτη σβήνοντας το μυαλό
Τα δάση που κρυβόμαστε αύριο θα πιάσουνε φωτιά
Και μεις θα βγούμε κλαίγοντας έξω από τούτες τις σελίδες
Όσοι θα ζήσουν θα ζήσουν έξω από τις σπηλιές

Υ.Γ.: Το ποίημα είναι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου




Μια κριτική υπεράσπιση του δημόσιου χώρου των Εξαρχείων

…Η φαντασιακή συγκρότηση του χώρου και τα όρια της

Δημήτρης Πέττας

Ο αστικός χώρος αποτελεί κοινωνική κατασκευή και ως τέτοια ενσωματώνει αξίες, συμβολισμούς και νοήματα, τόσο ιστορικά όσο και σύγχρονα. Σε μία περίοδο που η κοινωνικές λειτουργίες του χώρου συνεχώς υποβαθμίζονται προς όφελος των οικονομικών, σηματοδοτώντας την κατακυριάρχηση της χρηστικής από την ανταλλακτική αξία (Lefebvre, 1968; Debord, 1968) και η κανονικότητα όπως αυτή καθορίζεται από τις εκάστοτε οικονομικές “αναγκαιότητες” οδηγεί τους δημόσιους χώρους στην ομογενοποίηση και την απογύμνωση από ουσιαστικές κοινωνικές λειτουργίες, η ανάδειξη και στήριξη χώρων οι οποίοι λειτουργούν ως αστικά κοινά (Harvey, 2012) είναι κρίσιμη.

Στη γειτονιά των Εξαρχείων, μια γειτονιά που από το 1973 αποτελεί κρίσιμο και προνομιακό χώρο για τη ριζοσπαστική αφήγηση στην Ελλάδα, κάτοικοι, επισκέπτες και εργαζόμενοι έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με τον δημόσιο χώρο η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό οικειοποίησης, χρήση του για εναλλακτική και μη καταναλωτική ψυχαγωγία και σε αρκετές περιπτώσεις διαμόρφωση του μέσα από αυτοδιαχειριστικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, η γειτονιά των Εξαρχείων- και λόγω των πολιτικών χαρακτηριστικών της- αποτελεί ταυτόχρονα έναν χώρο όπου οι άνθρωποι του υπογείου (βλ. Ηλίας Πετρόπουλος) βρίσκουν στοιχεία αποδοχής και ένταξης. Τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου των Εξαρχείων συνδέονται με δύο αντιθετικές προσεγγίσεις της ευρύτερης περιοχής: στη μία πλευρά εμφανίζονται αναφορές σε “γκέτο” και απαγορευμένες ζώνες και στην άλλη σε έναν χώρο ελευθερίας και δημιουργίας.

Σε κάθε χωρική ενότητα αναπτύσσονται σχέσεις εξουσίας οι οποίες σε σημαντικό βαθμό διαμορφώνουν το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και τον ίδιο τον χώρο. Οι σχέσεις αυτές αφενός λαμβάνουν διαφορετικές μορφές και αφετέρου αναπτύσσονται σε διαφορετικά επίπεδα. Οι σχέσεις εξουσίας, σύμφωνα με τον Foucault (1975; 1980; 1991; 1994), δεν αποτελούνται αποκλειστικά από πρακτικές οι οποίες λαμβάνουν τη μορφή απευθείας αντιπαράθεσης. Ταυτόχρονα με τις παραπάνω, κρίσιμη θεωρείται η διαμόρφωση του πεδίου πιθανών δράσεων αντίπαλων ομάδων και μηχανισμών μέσω της εισαγωγής πρακτικών, χρήσεων και λειτουργιών οι οποίες περιορίζουν εμμέσως το πεδίο δράσης τους. Επιπλέον, ειδικά σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια όπου εμφανίζεται υψηλή συγκέντρωση συμβολικού κεφαλαίου το οποίο συγκροτείται όπως αναφέρει ο Bourdieu (1994) στην “κοινή αναγνώριση της αξίας του”, οι σχέσεις εξουσίας οι οποίες συγκροτούνται στο επίπεδο των συμβολισμών και των νοημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η κοινή συμμετοχή κατοίκων, επισκεπτών, πολιτκών και κοινωνικών ομαδων αλλά και μέρους των καταστηματαρχών της περιοχής σε ένα αρκετά ενιαίο συμβολικό σύστημα έχει οδηγήσει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τους μετέχοντες στη ριζοσπαστική αφήγηση στις σχέσεις εξουσίας, οι οποίες αναπτύσσονται στο φαντασιακό επίπεδο και μεταφράζονται σε χωρικές συνθήκες και πρακτικές: διάδοση ριζοσπαστικών αφηγήσεων στο αστικό περιβάλλον, δράσεις αλληλεγγύης και αντίστασης, υψηλά επίπεδα ανεκτικότητας και αποδοχής κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων.

Εντούτοις, η κυριαρχία των ριζοσπαστικών αφηγήσεων στο φαντασιακό επίπεδο εμφανίζει αδυναμία στο να μεταφραστεί σε αντίστοιχες πρακτικές στο επίπεδο της καθημερινότητας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά συνθήκες αποκλεισμού οι οποίες πράγματι εμφανίζονται στα Εξάρχεια. Στον κεντρικό δημόσιο χώρο της γειτονιάς, στην πλατεία Εξαρχείων, υπάρχουν σημαντικές ομάδες (παιδιά, ηλικιωμένοι, οικογένειες) οι οποίες είτε υποεκπροσωπούνται είτε απουσιάζουν ολοκληρωτικά. Αιτία του αποκλεισμού τους αποτελεί σε σημαντικό βαθμό η μαζική κατανάλωση κάναββης και η παρουσία επιθετικών ομάδων χωρίς ιδεολογική/ πολιτική συγκρότηση οι οποίες είτε σχετίζονται με το εμπόριο ουσιών είτε προβαίνουν σε πρακτικές αποκλεισμού παρουσιαζόμενοι ως ελεγκτές του πλήθους και των δρατηριοτήτων στη πλατεία.

Με το πρώτο σκέλος δεν επιθυμώ να μπω σε μία κριτική της κάνναβης ή στη κατάταξη της στις ναρκωτικές ουσίες. Αποτελεί όμως γεγονός ότι όταν σε έναν δημόσιο χώρο υπάρχουν σε καθημερινή βάση πολυάριθμοι καταναλωτές της, έχουμε μία πρακτική η οποία αποκλείει την παρουσία παιδιών, ηλικιωμένων και οικογενειών. Θεωρώ εδώ δεδομένο ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική προσέγγιση του χώρου θέτει ως κύριο στόχο την άρση των αποκλεισμών και την ένταξη. Η οπτική αυτή υιοθετείται και από πολιτκές ομάδες και κατοίκους οι οποίοι προχώρησαν στην ίδρυση της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων με σκοπό την ανατροπή των συνθηκών αποκλεισμού. Η απόσταση μεταξύ των σχέσεων εξουσίας στο φαντασιακό επίπεδο και στο επίπεδο της καθημερινότητας οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην απόπειρα εκμετάλλευσης και οικειοποίησης κυρίαρχων εννοιών της πρώτης κατηγορίας από τις ομάδες οι οποίες αποτελούν παράγοντες αποκλεισμόυ. Η μαζική κατανάλωση κάνναβης συμβαίνει στο όνομα της ελευθερίας και οι αναίτιες βίαιες επιθέσεις στο όνομα της αναρχίας.

Φυσικά, οι φορείς των παραπάνω καμία σχέση δεν έχουν με οποιαδήποτε συλλογικότητα και συγκροτημένη ομάδα της περιοχής. Η επίκληση των κυρίαρχων εννοιών και συμβολισμών της γειτονιάς συμβαίνει με μοναδικό στόχο τη “νομιμοποίηση” της παρουσίας και των πρακτικών τους και το γεγονός αυτό- η ανάγκη ένταξης και άντλησης στοιχείων από το συλλογικό φαντασιακό της περιοχής- υπογραμμίζει τη σημασία των σχέσεων εξουσίας στο φαντασιακό επίπεδο. Οι πραγματικοί μέτοχοι και στυλοβάτες των εννοιών αυτών και των συνεπαγόμενων πρακτικών- πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι, κάτοικοι και κάποιοι καταστηματάρχες- έχουν σε σημαντικό βαθμό αντιληφθεί την απόπειρα των φορέων του αποκλεισμού να ισχυροποιηθούν μέσω της ένταξης τους στο συλλογικό φαντασιακό. Χαρακτηριστική είναι η ανάπτυξη και χρήση του όρου “κοινωνικός κανιβαλισμός” η οποία έρχεται να οριοθετήσει τη μετάφραση των κυρίαρχων νοημάτων σε πρακτικές. Εντούτοις, η ελευθερία της περιστασιακής χρήσης της πλατείας για εκδηλώσεις και δράσεις είχει δώσει στα ριζοσπαστικά συλλογικά υποκείμενα της περιοχής μία ψευδαίσθηση ηγεμονίας η οποία όμως γκρεμίζεται καθημερινά από τις πρακτικές αποκλεισμού.

Η Λαική Συνέλευση Εξαρχείων και η αυτόνομη δράση πολιτκών ομάδων και οργανώσεων κατοίκων ωστόσο, έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια να επεμβαίνει ουσιαστικά και αποτελεσματικά στις σχέσεις εξουσίας στο επίπεδο της καθημερινότητας αντλώντας εργαλεία και από τους δύο τρόπους που αναφέρθηκαν πριν. Στο επίπεδο της απευθείας αντιπαράθεσης δημιουργήθηκαν ομάδες αποτροπής του εμπορίου ενώ στο επίπεδο της δημιουργίας αποτρεπτικών συνθηκών διοργανώθηκαν πορείες, εκδηλώσεις και δραστηριότητες οι οποίες έχουν ως στόχο την επανένταξη των αποκλεισμένων ομάδων. Το γεγονός ότι η κυριαρχία στο επίπεδο των νοημάτων δεν μεταφράζεται απευθείας σε αντίστοιχες συνθήκες στο επίπεδο της καθημερινότητας έχει γίνει πεποίθηση στα ενεργά συλλογικά υποκείμενα της περιοχής και μέσα από αυτή τη παραδοχή πραγματοποιούνται ουσιαστικές δράσεις, παρά τις προσπάθειες του κράτους και των μηχανισμών τους να κατευθύνουν το εμπόριο και τη χρήση στη γειτονιά των Εξαρχείων, έχοντας την αντίστοιχη υποστήριξη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τους οπαδούς της κανονικότητας.

Δυστυχώς για αυτούς, τα Εξάρχεια λειτουργούν σύμφωνα με μια διαφορετική κανονικότητα, της οποίας φορείς είναι οι πολιτικοί χώροι και οι ενεργοί κάτοικοι.