Το Παράδοξο του Μπέρνι Σάντερς
Ή Όταν ο Σοσιαλισμός Γερνάει
Το παρακάτω άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1986, στο Socialistic Review, με τίτλο “The Bernie Sanders Paradox. When Socialism Grows Old”, την εποχή της οριστικής ρήξης ανάμεσα στον Μπέρναρντ Σάντερς και τον Μάρρεϋ Μπούκτσιν αλλά και γενικότερο την ριζοσπαστική Αριστερά. Το κείμενο αυτό ανήκει στην χορεία εκείνων των άρθρων που προορίζονται για την καθημερινή πολιτική πρακτική και δεν φιλοδοξεί να εμβαθύνει σε θεωρητικά ζητήματα, εξ ου και ο βιτριολικός του τόνος ως προς το πρόσωπο του Σάντερς. Ωστόσο, η κριτική του Μπούκτσιν είναι ιδιαίτερα διεισδυτική, εξετάζοντας την υφή του περίφημου “Σοσιαλισμού” του Σάντερς τόσο στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής όσο και αυτό της θεωρίας. Ο Μπούκτσιν πέραν της οξύτατης κριτικής που ασκεί ως προς το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στην διακυβέρνηση και τον συγκεντρωτισμό που στην πραγματικότητα εκπροσωπεί ο Σάντερς, αναδεικνύει το αδιέξοδο του οικονομισμού αυτού του μοντέλου αλλά και την πραγματική υφή των πολιτικών επιλογών Σάντερς, που κάθε άλλο παρά ευνοούν τελικά την εργατική τάξη έναντι του Κεφαλαίου. Η αναδημοσίευση έγινε από τον ιστότοπο The Anarchist Library, το εισαγωγικό σημείωμα της οποίας επίσης μεταφράσαμε.
Μετάφραση της Μαριλένας Ευσταθιάδη
Σημείωση: Αυτή είναι μια πολεμική που έγραψε ο Μπούκτσιν, όταν μαζί με τον Μπέρνι Σάντερς δραστηριοποιούνταν πολιτικά στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ. Ενώ άλλοι συγγραφείς, όπως ο αείμνηστος Αλεξάντερ Κόκμπερν και άλλοι συνεισφέροντες στο Counterpunch, έχουν εδώ και καιρό καταγράψει την καριέρα του Σάντερς και το πώς ενστερνίστηκε τον ιμπεριαλισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, την πτώση των συνδικάτων και την κακομεταχείριση των πληττόμενων κοινοτήτων, η ανάλυση του Μπούκτσιν είναι μοναδική επειδή πιάνει την πολιτική του Σάντερς τόσο από μια σκοπιά τακτικής όσο και από οικονομική άποψη.
Οι αφίσες που εμφανίστηκαν σε όλο το Μπέρλινγκτον -τη μεγαλύτερη πόλη του Βερμόντ (πληθ.: 37.000) – το χειμώνα του 1980-81 ήταν εντυπωσιακές και προκλητικές. Έδειχναν ένα παλιό χάρτη της πόλης με ένα αυτοκόλλητο που έγραφε: «Πωλείται». Ένα ωμό σύνθημα στο πάνω μέρος της αφίσας, διακήρυττε με τη σειρά του ότι «Το Μπέρλινγκτον δεν πωλείται», και χαμογελώντας φιλικά στη δεξιά γωνία ήταν το νεαρό, αρκετά γνωστό, πρόσωπο του Μπέρναρντ Σάντερς, χωρίς γραβάτα, ξεκούμπωτο γιακά, σχεδόν επιδέξια ντροπαλό και ανεπιτήδευτο. Η αφίσα πρόσταζε τον περαστικό να σώσει το Μπέρλινγκτον, ψηφίζοντας τον “Μπέρνι” Σάντερς για δήμαρχο. Ο Σάντερς, επί χρόνια υποψήφιος Κυβερνήτης του αντικομφορμιστικού Liberty Union Party (LUP) του Βερμόντ, προκαλούσε τώρα τον “Γκόρντι” Πακέτ, ένα σταθερό, αδρανή Δημοκράτη του Δήμου, που πετυχημένα απέκρουε εξίσου αδρανείς Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους επί σχεδόν μια δεκαετία.
Το γεγονός ότι ο Σάντερς κέρδισε αυτές τις εκλογές στις 3 Μαρτίου του 1981 μόνο με δέκα ψήφους διαφορά, είναι ένας ένας μύθος του Βερμόντ που έχει διαδοθεί σε όλη τη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό που δίνει στον Σάντερς σχεδόν θρυλικές ιδιότητες δημάρχου και πολιτικού είναι ότι προσδιορίζει τον εαυτό του ως σοσιαλιστή – και σε πολλούς θαυμαστές ακόλουθους, ως μαρξιστή – διανύοντας τώρα μια τρίτη θητεία, αφού κέρδισε με τεράστια διάφορά στις δύο προηγούμενες εκλογές. Φτάνοντας από μια νίκη με δέκα ψήφους διαφορά στο 52% του εκλογικού σώματος, η φήμη του Σάντερς εξαπλώθηκε εκτός του Μπέρλινγκτον μέσα από ένα κύμα δημόσιων διαπληκτισμών που τον κατέτασσαν εναλλάξ ως ήρωα της εργατικής τάξης ή έναν δαιμονικό «Μπολσεβίκο». Οι νίκες του τώρα φτάνουν στη New York Times και τα ταξίδια του έξω από το Μπέρλιγκτον τον φέρνουν σε μακρινά μέρη όπως η Μανάγουα[1], όπου συναντήθηκε με τον Ντανιέλ Ορτέγα[2], και σε εράνους του Monthly Review[3] όπου συναναστρέφεται τη ριζοσπαστική ελίτ της Νέας Υόρκης. Ο Σάντερς έχει μάλιστα προσκληθεί στο Συνέδριο του Socialist Scholar’s Conference, μια προσφορά που σοφά αρνήθηκε. Ούτε η μελέτη ούτε η θεωρία είναι τα φόρτε του Σάντερς. Αν είναι σοσιαλιστής, είναι του «Ψωμιού και του Βουτύρου» και η προτίμησή του για «ρεαλισμό» σε σχέση με τα ιδανικά, του έχει εξασφαλίσει κακή φήμη ακόμη και ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του στο Δημαρχείο.
Η πολυπλοκότητα που αχρηστεύει σχεδόν κάθε σοβαρή προσπάθεια να σκιαγραφηθεί με κατανοητό τρόπο η διακυβέρνηση του Σάντερς και η σημασία αυτής για τους ριζοσπάστες προκύπτει από ένα βαθύτατο παράδοξο στον ίδιο το σοσιαλισμό του «ψωμιού και βουτύρου». Υποβαθμίζει το σημαντικότερο ζήτημα για να ασχοληθεί με τον Σάντερς μόνο ως προσωπικότητα ή για να αξιολογήσει τα επιτεύγματά του με πλούσιους επαίνους ή ενοχοποιητικές καταγγελίες. Ένα ανώριμο αφιέρωμα στα κατορθώματα του Σάντερς στο Monthly Review του προηγούμενου έτους ήταν εξίσου αδέξιο με τις βαρύγδουπες επιστολές καταγγελίας που εμφανίζονται στην Burlington Free Press. Ο Σάντερς δεν ταιριάζει ούτε στον χαρακτηρισμό του θεόσταλτου που του αποδίδεται από ριζοσπαστικές μηνιαίες εφημερίδες, ούτε σε αυτόν του δαιμονικού που αποκτά σε συντηρητικές επιστολές προς μετριοπαθείς εφημερίδες.
Εστιάζοντας υπερβολικά στη γνωστή του παράνοια και τις τάσεις απομόνωσης, συγκαλύπτεται το σημαντικότερο γεγονός: ότι είναι ένας συγκεντρωτικός άνθρωπος, ένας που τον ενδιαφέρει περισσότερο να συγκεντρώσει μεγαλύτερη εξουσία στο γραφείο του δημάρχου παρά να την μοιραστεί με τον κόσμο. Το να τον διακωμωδεί κανείς για την κοφτή ομιλία του και τους “μάτσο” τρόπους του είναι σα να αδιαφορεί για το γεγονός ότι οι αντιλήψεις του σχετικά με την «ταξική ανάλυση» είναι μυωπικά εστιασμένες στην παραγωγικότητα και θα ντρόπιαζαν έναν Λένιν, πόσο μάλλον έναν Μαρξ. Κοροϊδεύοντας την απαθή συμπεριφορά του και την απροσδόκητη συμβατικότητα των αξιών του, είναι σα να αποκρύπτεται η προσκόλλησή του στις ιδέες του ‘30 για την τεχνολογική πρόοδο, την επιχειρηματική αποδοτικότητα και την αφελή αφοσίωσή του στα οφέλη της «ανάπτυξης».
Η λογική όλων αυτών των ιδεών είναι ότι η δημοκρατική πρακτική θεωρείται δευτερεύουσα για μια γεμάτη κοιλιά. το γήινο προλεταριάτο τείνει να ευλογείται σε σχέση με τους «θηλυπρεπείς» διανοούμενους και τα περιβαλλοντικά, φεμινιστικά και κοινοτικά ζητήματα θεωρούνται ως «μικροαστικές» υπερευαισθησίες σε σύγκριση με τις υλικές ανάγκες «εργαζόμενου κόσμου».
Το αν οι δύο πλευρές αυτού του “ισολογισμού” πρέπει αντιπαρατεθούν μεταξύ τους είναι ένα πρόβλημα που ούτε ο Σάντερς ούτε πολλοί ριζοσπάστες αυτού του είδους έχουν επιλύσει πλήρως. Η τραγωδία είναι ότι ο Σάντερς δεν έζησε τη ζωή του ανάμεσα στο 1870 και το 1940 και το παράδοξο που εκπροσωπεί είναι το εξής: Πώς ένα σύνολο ιδεών που πριν μισό αιώνα έμοιαζε τόσο επαναστατικό, φαίνεται τόσο συντηρητικό σήμερα; Αυτό, ας σημειωθεί, δεν είναι πρόβλημα μόνο του Σάντερς. Είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ένα πολύ μεγάλο μέρος της Αριστεράς.
Ο Σάντερς δεν είναι καθόλου το επίκεντρο αυτού του παράδοξου. Το γεγονός είναι ότι τα προβλήματα του Σάντερς, όσο ατομικά και να φαίνονται, αντικατοπτρίζουν πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στο Μπέρλινγκτον. Σε αντίθεση με την ιδέα ότι το Βερμόντ είναι αυτό που κάποτε ήταν η Αμερική, η Πολιτεία – και ειδικά το Μπέρλινγκτον – μοιάζει περισσότερο με αυτό στο οποίο η Αμερική μετατρέπεται παρά με αυτό που η Αμερική ήταν. Οι μεγάλες εταιρείες στην πόλη και τα περίχωρα είναι η IBM (International Business Machines Corporation) και η GE (General Electric) – και το εργοστάσιο της GE στο Μπέρλινγκτον κατασκευάζει το μοναδικό πυροβόλο όπλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα φρικτό γεγονός που θα έπρεπε οπωσδήποτε να προβληματίσει οποιοδήποτε σοσιαλιστή δήμαρχο. Το Old North End[4] – τα «Αβράκωτα» (sans-culottes) εκλογικά διαμερίσματα του Σάντερς- αποτελείται σε μεγάλο μέρος από νοικοκύρηδες του Βερμόντ που εργάζονται στους τομείς των υπηρεσιών, των επισκευών και της συντήρησης, όταν τυχαίνει να έχουν δουλειές. Τα υπόλοιπα τέσσερα εκλογικά κέντρα είναι γεμάτα με νεοφερμένους στην πόλη και ηλικιωμένους που έχουν την τύχη να έχουν δικά τους σπίτια.
Βασικά η μεσαία τάξη στις δουλειές και τις αξίες σχηματίζεται από ένα μείγμα παλιών κατοίκων του Βερμόντ και “νέων επαγγελματιών”, ένας όρος που περιλαμβάνει οποιονδήποτε από ασφαλιστές, μεσίτες και εμπόρους, μέχρι γιατρούς, δικηγόρους και καθηγητές. Οι χίπηδες εξακολουθούν να συναναστρέφονται ελεύθερα με τους γιάπηδες. Πράγματι, στο Βερμόντ της ισότητας, υπάρχει σε φυσιολογικό μέτρο ένα “πάρε-δώσε” των πλουσίων, των καλοβαλμένων και των φτωχών. Το πιο σημαντικό: το Μπέρλινγκτον είναι μια πόλη σε ξέφρενη μετάβαση. Από ένα νυσταλέο μικρό μέρος γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν, με μπέικον και αυγά για δείπνο, καταστήματα εργαλείων, μαγαζιά με ρούχα, μέχρι και ένα οπλοπωλείο στο κέντρο της πόλης, γίνεται ένα κέντρο δραστηριότητας. Η τεχνολογία σε όλες τις μορφές της μετακινείται μέσα στο Βερμόντ μαζί με μπουτίκ, πανδοχεία, ξενοδοχεία, γραφεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα – και στο Μπέρλινγκτον, ιδιαίτερα, ένα ακμάζον ακαδημαϊκό ίδρυμα που προσελκύει χιλιάδες σπουδαστές και τους γονείς τους στην εμπορική του αγκαλιά.
Τα προβλήματα “εκσυγχρονισμού” που αντιμετωπίζει η πόλη προκαλούν ανάμεικτες αντιδράσεις – όχι μόνο στους κατοίκους της αλλά και στον Σάντερς. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αισθάνεται καταληστευμένος, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους ληστές, αν θέλετε να τους πιστέψετε. Το Μπέρλινγκτον είναι ζωντανή απόδειξη ότι ο μύθος μπορεί να είναι πραγματικός, ακόμα πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα. Αντίστοιχα, ο μύθος θεωρεί ότι το Μπέρλινγκτον είναι μικρό, φιλόξενο, στοργικό, ασφαλές, ανεξάρτητο, κέντρο αμοιβαιότητας, φιλελεύθερο και αθώα Αμερικανικό, στην άποψή του ότι όλα τα καλά μπορούν να συμβούν αν το επιθυμεί κανείς. Αυτή η λαμπερή αμερικανική αισιοδοξία – κατά την άποψή μου, ένα από τα εθνικά μας ατού – συχνά ζει σε λυπηρή αντίφαση με το γεγονός ότι αν όλα τα καλά μπορούν να συμβούν, όλα τα κακά όντως συμβαίνουν – όπως το κλείσιμο των συνδικάτων, οι αυξανόμενες αντιθέσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, οι στεγαστικές ελλείψεις, η αύξηση των ενοικίων, ο “εξευγενισμός” (gentrification) των φτωχών γειτονιών, η ρύπανση, τα προβλήματα στάθμευσης, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η αύξηση της εγκληματικότητας, η ανομία και η ανάπτυξη, κι η περαιτέρω ανάπτυξη κι η ακόμα περισσότερη ανάπτυξη – προς τα πάνω, προς τα μέσα και προς τα έξω.
Η ένταση μεταξύ του μύθου και της αλήθειας είναι τόσο δυνατή όσο αυτή που υπάρχει ανάμεσα σε δύο αλήθειες. Στους κατοίκους του Μπέρλινγκτον γενικά δεν αρέσει αυτό που συμβαίνει, αν και υπάρχουν πάρα πολλοί από αυτούς που το εκμεταλλεύονται πλήρως. Ακόμη και τα υποτιθέμενα “οφέλη” της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού είναι γεμάτα με δικές τους εσωτερικές αντιφάσεις. Εάν υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας και λιγότερη ανεργία, μειώνεται η αμοιβή και αυξάνεται το κόστος διαβίωσης. Αν υπάρχουν περισσότεροι τουρίστες και φιλικότατοι πολίτες που τους υποδέχονται, υπάρχει λιγότερη επέκταση του εισοδήματος στα κοινωνικά στρώματα και περισσότερες ληστείες. Εάν υπάρχουν περισσότερες οικοδομές και λιγότερες περικοπές εργατικού δυναμικού, λιγοστεύουν τα σπίτια και αυξάνονται οι νεοφερμένοι. Οι κατασκευές γραφείων και η εξευγενισμός πηγαίνουν χέρι-χέρι με την μείωση των μικροεπιχειρήσεων και με αμέτρητους ανθρώπους που χρειάζονται μια φθηνή στέγη.
Πολύ σημαντικό σε όλα αυτά είναι η σύγκρουση αξιών και πολιτισμών που παράγει ο «εκσυγχρονισμός». Βασικά, οι κάτοικοι του Μπέρλινγκτον θέλουν να κρατήσουν το περιβάλλον της πόλης τους οικείο, στοργικό και φιλελεύθερο. Τους αρέσει να πιστεύουν ότι ζουν με έναν παλιότερο τρόπο ζωής, αλλά με τις σύγχρονες ανέσεις και σύμφωνα με έντονα ανεξάρτητες αξίες που έχουν τις ρίζες τους σε ένα πολύχρωμο παρελθόν. Είναι αυτή η υποβόσκουσα ανεξαρτησία των κατοίκων του Βερμόντ γενικά, συμπεριλαμβανομένων και των νεοφερμένων που ενσωματώνονται στο Μπέρλινγκτον, που φέρνει σε σύγκρουση μια επίμονη ελευθεριακή γιάνκικη παράδοση με μια διαβρωτική, αυταρχική, εταιρική πραγματικότητα τόσο εγγενώς εκρηκτική. Ειρωνικά, ο Μπέρναρντ Σάντερς οφείλει τη σημερινή πολιτική του καριέρα στην οξύθυμη δημόσια συμπεριφορά που παράγει αυτή η ελευθεριακή παράδοση, όμως ελάχιστα την κατανοεί. Για το Σάντερς, το Μπέρλινγκτον είναι βασικά το Ντιτρόιτ, όπως ήταν πριν από δύο γενιές και το γεγονός ότι η πόλη δεν ήταν προς πώληση το 1981 έφερε μικτά μηνύματα σε αυτόν και το εκλογικό του σώμα.
Για το εκλογικό σώμα, το σύνθημα σήμαινε ότι η πόλη και οι αξίες της ήταν ανεκτίμητες κι επομένως έπρεπε να φυλάσσονται και να διατηρούνται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για τον Σάντερς, πέρα από τα όσα διήγγειλε, αυτό σήμαινε ότι η πόλη, αν και δεν ήταν σε δημοπρασία, είχε μια πραγματικά υψηλή τιμή.
Το κατά πόσο οι ψηφοφόροι που τον ψήφισαν ήταν λιγότερο ρεαλιστές απ’ ό, τι ο Σάντερς δεν έχει σημασία: το γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές είδαν την «πώληση» της πόλης από διαφορετικές, αν όχι ριζικά αντιτιθέμενες, σκοπιές. Και οι δύο, στην πραγματικότητα, καθοδηγήθηκαν από ποικίλες ρεαλιστικές αρχές. Το εκλογικό σώμα ήθελε να έχει μεγαλύτερο λόγο στο μέλλον της πόλης. Ο Σάντερς ήθελε να τη δώσει με μεγαλύτερη τιμή. Το εκλογικό σώμα ήθελε να διατηρήσει την ανθρώπινη διάσταση της πόλης και την ποιότητα ζωής. Ο Σάντερς ήθελε να αναπτυχθεί σύμφωνα με ένα καλά οργανωμένο σχέδιο και λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους. Το εκλογικό σώμα, στην πραγματικότητα, είδε το Μπέρλινγκτον σαν ένα σπίτι και θέλησε να διατηρήσει την έμφαση του στις ζωντανές παλιές αξίες. Ο Σάντερς, μαζί με πολλούς από τους αντιπάλους του, το είδαν ως «μπίζνες”»και θέλησαν να είναι επωφελής η «ανάπτυξη» του, υποτίθεται, για τους «εργαζόμενους».
Αυτό δεν αναιρεί ότι το Μπέρλινγκτον έχει μια καλή δόση οικονομικών αρπακτικών και πολιτικών φορέων ή ότι οι φόροι ιδιοκτησίας είναι πολύ σημαντικοί και τα υλικά προβλήματα, από τη στέγη έως το κόστος των τροφίμων είναι πολύ αληθινά. Αλλά αυτή η πόλη έχει επίσης μια βαθιά αίσθηση δημοτικής υπερηφάνειας και ο άκρως ανεξάρτητος, ακόμη και ιδιόμορφος, πληθυσμός της αποπνέει μια μορφή τοπικού πατριωτισμού που εξασθενεί όσο πλησιάζουμε μεγαλύτερες, λιγότερο ιστορικά συνειδητές και λιγότερο περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένες κοινότητες. Ο Σάντερς δεν θα παραδεχόταν ποτέ στους κατοίκους του Μπέρλινγκτον ότι η ανεξαρτησία των ψηφοφόρων άρχισε να συγκρούεται με την εξασθενημένη εκτίμησή του ως προς τις δημοκρατικές πρακτικές. ότι η τεχνολογική “πρόοδος” και η οικοδομική “ανάπτυξη” μπορεί να προκαλέσει περισσότερη καχυποψία απ’ ό,τι ενθουσιασμό. ότι η ποιότητα ζωής είναι εξίσου σημαντικό ζήτημα με τα υλικά οφέλη. Πράγματι, για τον Σάντερς και τη διακυβέρνησή του (αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται πάντα), ο σοσιαλισμός του ’30 είναι αξιοσημείωτος επειδή γλιτώνει την αγορά από την «αναρχία», όχι αναγκαστικά επειδή αμφισβητεί το σύστημα της αγοράς ως τέτοιο, ή την επίδρασή που έχει αυτό στην πόλη. Στην εκδοχή του σοσιαλισμού όπως τον βλέπει ο Σάντερς, υπάρχει ένας έντονος “επιχειρηματικός” προσανατολισμός προς το Μπέρλινγκτον ως μια καλά διοικούμενη επιχείρηση.
Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη ειρωνεία: πέρα από τα όσα λέει, ο σοσιαλισμός του Μπέρναρντ Σάντερς αποδεικνύεται ότι δεν είναι παρά ένα ήπιο εργαλείο για τον εξορθολογισμό της αγοράς – ένα εργαλείο που ούτε την ελέγχει και ακόμα λιγότερο την απειλεί. Ο ριζοσπαστισμός τύπου δεκαετίας του ‘30, σαν το “τέρας” του Φρανκεστάιν, έρχεται να αμφισβητήσει τον δημιουργό του. Από αυτή την άποψη, ο Σάντερς δε γράφει ιστορία. Περισσότερο είναι ένα από τα θύματά της. Ως εκ τούτου, για να κατανοήσουμε την κατεύθυνση που ακολουθεί και τα προβλήματα που εγείρει γενικά για τους ριζοσπάστες, είναι σημαντικό να μην επικεντρωθούμε στη ρητορική του, η οποία καθιστά τη διακυβέρνησή του τόσο ελκυστική για τους σοσιαλιστές μέσα και έξω από το Βερμόντ, αλλά να εξετάσουμε ψυχρά τις αλήθειες της πρακτικής του.
Το ιστορικό του Σάντερς
Οι ισχυρισμοί του Σάντερς ότι έχει στήσει μια “ανοιχτή κυβέρνηση” στο Μπέρλινγκτον βασίζεται σε μια πολύ ελαστική εικασία για τη σημασία της “ανοιχτότητας” ως όρου. Το ότι ο Σάντερς υπερηφανεύεται πως “ανταποκρίνεται γρήγορα” σε αιτήματα παραγκωνισμένων ανθρώπων στο Μπέρλινγκτον, οι οποίοι αντιμετωπίζουν εξώσεις, έλλειψη θέρμανσης, άθλιες συνθήκες στέγασης και τα δεινά της φτώχειας δεν αποτελεί ένδειξη “ανοιχτότητας” – δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι ο όρος σημαίνει μεγαλύτερη δημοκρατία στο δήμο και συμμετοχή των πολιτών. Αυτό που συχνά περνιέται για «ανοικτή κυβέρνηση» στο σύμπαν του Σάντερς είναι η προθυμία του δημάρχου να ακούσει τις καταγγελίες και τα απελπισμένα μηνύματα των πελατών και των αυλικών του κι όχι η υπευθυνότητα να τους δώσει ένα αξιόλογο μερίδιο στην κυβέρνηση της πόλης. Αυτό που πουλάει ο Σάντερς με το όνομα της «ανοικτής κυβέρνησης» είναι ο προσωπικός πατερναλισμός και όχι η δημοκρατία. Μετά από έξι χρόνια πατερναλισμού του Σάντερς, δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει με το περίπλοκο δίκτυο τοπικών οργανώσεων λαϊκής βάσης του Μπέρκλεϋ που διαιωνίζεται στο Δημαρχείο.
Όταν θίγεται η δημοκρατία του Δήμου, ο Σάντερς είναι εκπληκτικά τσιγκούνης και παίζει τα χαρτιά του πολύ επιφυλακτικά.
Ερωτηθείς λίγο μετά τις εκλογές του 1981 σε μια τοπική εκπομπή (“You can quote me”), ο Σάντερς ρωτήθηκε έντονα αν προτιμάει το σύστημα των “δημοτικών συνελεύσεων” (town- meeting system), μια πολύ παραδοσιακή μορφή συνελεύσεων πολιτών που έχει βαθιές ρίζες στις πόλεις του Βερμόντ. Η απάντηση του Σάντερς ήταν εξίσου έντονη με την ερώτηση. Ήταν ένα εμφατικό “Όχι”.
Έχοντας εκφράσει τη δική του κλίση προς το σημερινό σύστημα των δημοτικών συμβουλίων (aldermanic system), ο δήμαρχος θα έμπαινε σε μια μακροχρόνια μάχη με το διοικητικό συμβούλιο των “Ρεπουμπλικρατών”[5] για τους διορισμούς και τα αιτήματα που θα απορρίπτονταν πεισματικά από το ίδιο το σύστημα κυβέρνησης που είχε την προηγούμενη έγκρισή του.
Οι διαμάχες του Σάντερς με τη διοίκηση των δημοτικών συμβούλων δεν άλλαξαν ιδιαίτερα την ταύτιση της «ανοικτής κυβέρνησης» με τον προσωπικό πατερναλισμό. Ως μια αποδεκτή σταθερά στην δημοτική πολιτική του Μπέρλινγκτον, διοικεί τώρα την πόλη με χαλαρή αυτοπεποίθηση, περιβαλλόμενος από μια μικρή ομάδα βοηθών, οι οποίοι διατυπώνουν τις καλύτερες ιδέες του και περιστασιακά δέχονται απ’ αυτόν την πιο οξεία εξύβριση. Το Δημοτικό Συμβούλιο για τις Τέχνες είναι μια υπόθεση προσεκτικά επιλεγμένη, είτε άμεσα από τον δήμαρχο είτε από πλήρως αφοσιωμένους σε αυτόν ακόλουθους. ομοίως, το Γραφείο Νεολαίας του Δημάρχου. Είναι δύσκολο να πούμε πότε ο Σάντερς θα δημιουργήσει ένα νέο «συμβούλιο» – ή, ορθότερα, ένα «γραφείο» – εκτός κι αν σημειώσουμε ότι υπάρχουν κοινότητες ειρηνιστών, οικολόγων ή ομοφυλόφιλων, για να μην μιλήσουμε για τις κοινότητες των ανέργων, των ηλικιωμένων, της πρόνοιας και πολλών παρόμοιων ψηφοφόρων που δεν έχουν “Δημοτικά Συμβούλια” στο Δημαρχείο. Ούτε είναι σαφές σε ποιο βαθμό κάποιο από τα υπάρχοντα συμβούλια αντιπροσωπεύει πραγματικά τοπικές οργανώσεις ή / και τάσεις που υπάρχουν στις υποκουλτούρες και τις περιθωριοποιημένες κοινότητες του Μπέρλινγκτον.
Ο Σάντερς είναι συγκεντρωτικός και η διοίκησή του, παρά τις δημοκρατικές της τάσεις, τείνει να μοιάζει περισσότερο με μια δημοτική ολιγαρχία παρά με μια δημοτική δημοκρατία. Οι Συνελεύσεις Σχεδιασμού Γειτονίας (Neighborhood Planning Assemblies) που εισήχθησαν στα έξι διαμερίσματα του Μπέρλινγκτον το φθινόπωρο του 1982 και έχουν πλασαριστεί ευρέως ως απόδειξη της «δημοκρατίας λαϊκής βάσης» δεν ήταν θεσμοί που προήλθαν από το κεφάλι του Σάντερς. Η προέλευσή τους είναι αρκετά σύνθετη και προέρχεται από ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων που αιωρούνταν γύρω από το Μπέρλινγκτον στις οργανώσεις γειτονιάς που συγκεντρώθηκαν λίγο μετά την εκλογή του Σάντερς το 1981 για να αναπτύξουν ιδέες για ευρύτερη συμμετοχή των δημοτών στην πόλη και τις υποθέσεις της. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι άνθρωποι της διοίκησης έπαιξαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση συνελεύσεων, το ίδιο, όμως, έκαναν και άλλοι που έκτοτε έχουν έρθει αντιμέτωποι με το Σάντερς λόγω τοποθετήσεών του που έρχονται σε σύγκρουση με τις υποσχέσεις του προς το εκλογικό σώμα.
Η άποψη του Μπέρναρντ Σάντερς για την κυβέρνηση εμφανίζεται με την πιο έντονα χαραγμένη μορφή της σε μια συνέντευξη που έδωσε ο δήμαρχος σε έναν αρκετά ευνοϊκά διακείμενο δημοσιογράφο στην Burlington Free Press, τον Ιούνιο του 1984. Με τίτλο “Ο Σάντερς δουλεύει για να διευρύνει τον ρόλο του δημάρχου“, το κείμενο συνόδευε ένα πορτρέτο του δημάρχου σε μία από τις πιο σκεπτικές πόζες του με τη λεζάντα: «Ξαναγράφουμε το ρόλο που μια δημοτική κυβέρνηση πρέπει να έχει στην πολιτεία του Βερμόντ». Το άρθρο παρέθεσε άμεσα την εκδοχή του Σάντερς για τη δημοτική κυβέρνηση: «να διευρυνθεί και να ενισχυθεί ο ρόλος του γραφείου [του δημάρχου] στη δημοτική κυβέρνηση». Αυτή η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από μια «διεύρυνση του προσωπικού του Δημαρχείου», έναν αυξημένο «ρόλο στην επιλογή του νέου διοικητή της Πυροσβεστικής», έναν «παρόμοιο ρόλο στην Αστυνομία» και «σε αναπτυξιακά ζητήματα, όπως το προτεινόμενο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης». Ως απάντηση στην κριτική ότι ο Σάντερς συγκεντρώνει την εξουσία και περιορίζει τους ελέγχους και την αμεροληψία στην κυβέρνηση, οι υποστηρικτές του «υπογραμμίζουν ότι η συμμετοχή των πολιτών, τόσο μέσω των Συνελεύσεων Σχεδιασμού Γειτονίας όσο και μέσω της αύξησης του αριθμού των συμμετεχόντων στις εκλογές, έχει ενισχυθεί σημαντικά». Το γεγονός ότι οι Συνελεύσεις Σχεδιασμού Γειτονίας έχουν ουσιαστικά αφεθεί να εξασθενίσουν σε μια ατμόσφαιρα αβλαβούς αμέλειας και ότι η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στα ζητήματα του δήμου, άφησε τον δήμαρχο εντελώς ατάραχο.
Ένας απλός απολογισμός των αποτελεσμάτων που είχε ο αυξημένος ρόλος του Σάντερς στις δημοτικές υποθέσεις αποτελεί ένα καλό τεστ για την πολιτική στρατηγική που απειλεί να θεσμοθετήσει μια “βερμοντιανή” εκδοχή του δημάρχου Κότς της Ν. Υόρκης. Η καλύτερη περίπτωση για τον δήμαρχο εμφανίζεται στο Monthly Review του Μαΐου του 1984, όπου ένα παιδιάστικο άρθρο της Μπέθ Μπέιτς, «συγγραφέως και αγρότισσας», διακηρύσσει τις αρετές της προσπάθειας του Σάντερς ως «Σοσιαλισμού σε τοπικό επίπεδο» – συνοδευόμενο, θα μπορούσα να προσθέσω, από ένα συνετό ερωτηματικό. Όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος ο Σάντερς, ο κύριος άξονας του άρθρου είναι ότι η «σοσιαλιστική» διακυβέρνηση είναι «αποτελεσματική». Ο Σάντερς έδειξε ότι «και οι ριζοσπάστες μπορούν να είναι οικονομικά συντηρητικοί [fiscal conservatives], ακόμη και αν ανησυχούν ότι η κυβέρνηση πρέπει και να κάνει τα μικρά πράγματα που κάνουν τη ζωή πιο άνετη», όπως οι επισκευές των δρόμων, η εθελοντική βοήθεια για να σκάβονται μονοπάτια για τους ηλικιωμένους μετά από χιονοθύελλες, και να εξοικονομεί χρήματα. Η διοίκηση φέρνει μεγαλύτερα έσοδα στο ταμείο της πόλης, εκσυγχρονίζοντας τη προϋπολογιστική διαδικασία, κυρίως επενδύοντας τα χρήματά της σε ιδρύματα υψηλών αποδόσεων, βάζοντας δημοτικές συμβάσεις σε ανταγωνιστικές δημοπρασίες, ελέγχοντας τις αγορές και βάζοντας τέλη σε διάφορα πράγματα όπως οικοδομικές άδειες, ανασκαφές, ιδιωτικούς συναγερμούς πυροσβεστικής και αστυνομίας κι άλλα παρόμοια.
Το γεγονός πως ο Σάντερς έχει ξεπεράσει τους Ρεπουμπλικάνους δεν πρέπει να το παίρνουμε ελαφριά. Εξετάζοντας στο σύνολο την οικονομική του πολιτική, η διακυβέρνηση του Σάντερς παρουσιάζει ορισμένες συναρπαστικές ομοιότητες με τη διακυβέρνηση του Ρήγκαν. Αυτό που υιοθέτησε ο Σάντερς εκδικητικά είναι το σύστημα “trickle-down economics”[6] – η φιλοσοφία ότι η «ανάπτυξη» για το κέρδος έχει ως επακόλουθο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το 1984, η Ετήσια Έκθεση του Κοινοτικού και Οικονομικού Γραφείου Ανάπτυξης του Δημαρχείου (μια δημιουργία του Σάντερς) ξεκινάει με μια χοντροκομμένη ενότητα για την «UDAG Spur Development». Οι UDAGs είναι επιχορηγήσεις αστικής ανάπτυξης που στοχεύουν να «μοχλεύσουν» δεσμεύσεις από τον ιδιωτικό τομέα για αναπτυξιακά σχέδια. Η Υπηρεσία διαδίδει ότι αυτά τα αιτήματα επιχορήγησης προς την Ουάσινγκτον θα αποφέρουν 25 εκατομμύρια δολάρια από τον «ιδιωτικό τομέα» και «θα δημιουργήσουν περίπου 556 νέες μόνιμες θέσεις πλήρους απασχόλησης και θα αποφέρουν 332.638 επιπλέον δολάρια ετησίως σε επιχορηγήσεις ιδιοκτησίας». Ανάμεσα στα πολλά επιτεύγματά της, η επιχορήγηση θα βοηθήσει τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου Ράντισον στο Μπέρλινγκτον (ένα έκτρωμα που κόβει μέρος της υπέροχης θέας στη λίμνη του Μπέρλινγκτον και μια εταιρική παιδική χαρά που δεν ξέρουμε αν υπήρξε ποτέ) να επεκτείνουν την ιδιοκτησίας τους κατά «57 δωμάτια και 1000 τ.μ. επιπλέον χώρου δεξιώσεων. Θα κατασκευαστεί ένα νέο γκαράζ 505 θέσεων με στεγασμένη πρόσβαση στο ξενοδοχείο. Το Ξενοδοχείο Ράντισον θα είναι πλέον σε θέση να φιλοξενεί περιφερειακά συνέδρια και συνέδρια συλλόγων. Το έργο περιλαμβάνει επίσης την επέκταση του εμπορικού χώρου (κατά 3019 τ.μ.) του Burlington Square Mall. Η κατασκευή έχει αρχίσει και το έργο έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί στα τέλη του 1985». Οι άλλες επιχορηγήσεις είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες, αλλά ασχολούνται πάντοτε με σχέδια είτε για την κατασκευή είτε για την αποκατάσταση της κατασκευής γραφείων, εμπορικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων και πολυκαταστημάτων – εκτός του σχεδίου του Σάντερς για την παρόχθια ζώνη, για την οποία περισσότερα παρακάτω.
Αναρωτιέται κανείς, ποιόν θέλει να ικανοποιήσει ένα τέτοιου τύπου περιγραφικό υλικό. Υποψήφιους εργαζόμενους που διαθέτουν συνήθως την εργατική τους δύναμη με κατώτατους μισθούς σε μια πόλη που είναι γνωστό ότι είναι κλειστή στα συνδικάτα; Τους κατοίκους του Old North End, που είναι οι αποδέκτες πενιχρών κονδυλίων αποκατάστασης και ενός αποταμιευτικού προγράμματος για την αγορά ακινήτων, μιας καινοτόμου ιδέας που απομένει να φανεί η αξία της; Μερικοί μικροί επιχειρηματίες που πήραν δάνεια για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους ή άλλοι που έφτιαξαν τις προσόψεις τους σε αυτό που ο Σάντερς διατυμπανίζει ως μια προσπάθεια να «αναζωογονήσει» το Old North End, μια περιοχή που είναι ακόμα μία από τις πιο θλιβερές και καταθλιπτικές στο Βερμόντ; Οι κακοστεγασμένοι και οι ηλικιωμένοι, για τους οποίους το όργιο κατασκευής γραφείων κάνει το κόστος κατασκευής των λαϊκών κατοικιών να μοιάζει με χλευασμό των αναγκών τους; Εκτός από τα συγκροτήματα κατοικιών και τα λεγόμενα σπίτια «χαμηλού εισοδήματος» που εμφανίστηκαν σε μέρος της πόλης, η στέγαση για τους άπορους δεν είναι ένα σταθερό θέμα στις ομιλίες του Σάντερς, εκτός εάν ο δήμαρχος βρίσκεται σε προεκλογική εκστρατεία. Μετά από ένα διστακτικό πείραμα για κάποιου είδους «έλεγχο ενοικίων», το οποίο ηττήθηκε στις δημοσκοπήσεις μετά από μια τεράστια προπαγάνδα από τους εύπορους ιδιοκτήτες ακινήτων, η διοίκηση φάνηκε απρόθυμη να θέσει ζητήματα ελέγχου των ενοικίων, πόσο μάλλον να καταβάλει συντονισμένη προσπάθεια για να ενημερώσει τους πολίτες γι’ αυτά. Το Μπέρλινγκτον, μάλιστα, βιώνει αυτό που ένας δημοσιογράφος κατήγγειλε εύστοχα ως «εξευγενισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Πράγματι, τέτοια κρίσιμα ζητήματα όπως η στέγαση για τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους, ο συνδικαλισμός των κατάφωρα κακοπληρωμένων, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η ταχεία φθορά των παλαιών, κοινωνικά χρήσιμων, μικρών επιχειρήσεων που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά τα αυξανόμενα ενοίκια στο κέντρο της πόλης – όλα παραμερίστηκαν κατά το περασμένο έτος μπροστά στα μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια όπως αυτό για την παρόχθια ζώνη. Περισσότερο από κάθε άλλη πρόταση του Σάντερς, το σχέδιο αυτό προκάλεσε ένα μακρόχρονο σχίσμα μεταξύ του δημάρχου και των γνωστών υποστηρικτών του στο Old North End, την πιο ριζοσπαστική εκλογική περιφέρεια στο Μπέρλινγκτον.
Το παρόχθιο σχέδιο του Σάντερς κουβαλάει ένα πολύ περίπλοκο ιστορικό που θα απαιτούσε ένα άρθρο από μόνο του για να εξηγηθεί. Το ακίνητο 24,5 στρεμμάτων, το οποίο ανήκει εν μέρει στον Κεντρικό Σιδηρόδρομο του Βερμόντ, στην Alden Corporation (μια κοινοπραξία πλούσιων κατοίκων) και στην ίδια την πόλη, έχει θέα σε μια από τις πιο γραφικές λίμνες και ορεινές περιοχές στα βορειοανατολικά. Ο Πακέτ, ο «πρόγονος» του Σάντερς, σχεδίαζε να «αναπτύξει» αυτό το εκπληκτικό τοπίο με συγκροτήματα ουρανοξυστών. Ο Σάντερς είχε κάνει έκκληση για μια «όχθη για το λαό», ένα βασικό ζήτημα σε όλες τις εκστρατείες του. Η δημοκρατία εξυπηρετήθηκε φαινομενικά όταν η κυβέρνηση διοργάνωσε μια ανοιχτή συνάντηση τον Φεβρουάριο του 1983 για να σχηματίσει τις προτεραιότητες που οι πολίτες θεωρούσαν ότι πρέπει να αντανακλώνται σε οποιοδήποτε σχέδιο. Οι προτεραιότητες της συνάντησης, χωρισμένες ανά εκλογικό διαμέρισμα, σε στυλ συνέλευσης γειτονιάς, επικεντρώθηκαν γύρω από πεζοδρόμια, υπαίθριους χώρους, προσβασιμότητα, εστιατόρια και καταστήματα, ακόμη και ένα μουσείο και καταφύγιο άγριων ζώων – και, μαζί παρόμοιες δημόσιες υποδομές, τις κατοικίες «μεικτού εισοδήματος»8. Το κατά πόσο οι προτεραιότητες αυτές θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς μια Αστική Επιχορήγηση Αναπτυξιακής Δραστηριότητας (UDAG) είναι εξαιρετικά προβληματικό. Το συναρπαστικό στην απάντηση του Σάντερς, ακόμη και πριν από την απόρριψη της επιδότησης, ήταν το χάος των δομών που περιόριζαν εντελώς την ώθηση των δημοτικών προτεραιοτήτων: μια δεύτερη έκδοση ενός ξενοδοχείου τύπου Radisson, ένα εμπορικό υπόστεγο που κάλυψε το μισό μήκος του πεζόδρομου της πόλης, ένα πάρκινγκ 1200 θέσεων, ένα κτίριο γραφείων, ένα στενό δημόσιο μονοπάτι κατά μήκος της λίμνης – και μια διφορούμενη υπόσχεση για την παροχή τριακοσίων μικτών κατοικιών, πιθανότατα «διαθέσιμα για χαμηλά και μεσαία εισοδήματα ή / και άτομα με ειδικές ανάγκες». Ακόμα κι έτσι, αυτή η πρόταση στέγασης μετριάστηκε από περιορισμούς όπως «στο μέτρο του εφικτού» και υπό την προϋπόθεση να βρεθούν «χρηματοδοτήσεις με χαμηλά επιτόκια» και «επιδοτήσεις» που να καλύπτουν τα ενοίκια.
Μετά την απόρριψη της επιδότησης, το σχέδιο επανεμφανίστηκε από το Δημαρχείο με δύο αξιοσημείωτες αλλαγές. Τα σχέδιο μικτών κατοικιών εξαφανίστηκε τελείως, ακόμη και ως υπόσχεση – και αντικαταστάθηκε από ένα σχέδιο για 150 με 300 συγκροτήματα κατοικιών κόστους 175 έως 300.000 δολάρια το καθένα (ένα φυσιολογικό σπίτι στο Μπέρλινγκτον πωλείται στα $ 70-80.000) και ο δημόσιος χώρος, πενιχρός ήδη, περιορίστηκε περαιτέρω. Από οικιστικής απόψεως, η “όχθη για τον λαό” είχε γίνει ακριβώς ένας «θύλακας για τους πλούσιους», για να χρησιμοποιήσουμε μια από τις λεκτικές επιθέσεις που είχε απευθύνει ο Σάντερς στο σχέδιο του προκατόχου του, Πακέτ.
Τα προνόμια που παρέχονται από το παρόχθιο σχέδιο για τους εύπορους ανθρώπους είναι μια υπενθύμιση ότι μόνο συμβολική βοήθεια έχει παρασχεθεί στους φτωχούς. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Σάντερς για να πετύχει τη δημόσια συγκατάθεση για το σχέδιο ήταν ιδιαίτερα προσβλητικές: ο βομβαρδισμός των διαφημίσεων που προωθούσαν την εκδοχή του προγράμματος του δημάρχου και της Alden Corporation, στις οποίες οι “Σαντερίστας” βρήκαν τα ονόματά τους δίπλα σε αυτά των πιο διάσημων αντι-συνδικαλιστών, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις αναλογικά αδύναμες εκστρατείες που ξεκίνησε το Δημαρχείο σχετικά με τον έλεγχο ενοικίων και τη βελτίωση της στέγασης.
Η δημόσια αντίδραση εξελίχθηκε σε κρίση όταν το εκλογικό σώμα, όταν κλήθηκε να ψηφίσει ένα ομολογιακό δάνειο που θα κάλυπτε τη συμβολή της πόλης στο σχέδιο, έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Παρά την απόλυτη φρενίτιδα που χαρακτήρισε την εκστρατεία του δημάρχου για να επικρατήσει το «ναι», οι απαντήσεις από το ένα εκλογικό διαμέρισμα στο άλλο αποκάλυψε μια αξιοσημείωτη αλλαγή της κοινωνικής στάσης απέναντι στον Σάντερς. Αν και απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων για την έκδοση ομολογιακού δανείου στο Μπέρλινγκτον, τα διαμερίσματα 2 και 3 του Old North End καταψήφισαν κατηγορηματικά το ζήτημα των ομολόγων. Αυτή ήταν η αντίδραση της «εργατικής τάξης» του Σάντερς, η οποία είχε δώσει στον δήμαρχο τις μεγαλύτερες πλειοψηφίες του στο παρελθόν. Το διαμέρισμα 4, μια παραδοσιακή περιοχή μεσαίας τάξης, δώρισε στον δήμαρχο μια απλή πλειοψηφία μόλις πέντε ψήφων και το διαμέρισμα 5, το πιο ευνοϊκό εκ των διαμερισμάτων της μεσαίας τάξης, μια απόρριψη δεκαπέντε ψήφων. Οι υψηλότερες αποδόσεις του Σάντερς προήλθαν από το διαμέρισμα 6 – «The Hill», όπως ονομάζεται – το οποίο συγκεντρώνει τα υψηλότερα ποσοστά πλούτου στην πόλη και τις πιο ευρύχωρες και ακριβές βίλες.
Για πρώτη φορά, μια πρόταση του Σάντερς, η οποία έθεσε σαφώς τη δημόσια αξιοπιστία του δημάρχου σε κίνδυνο, κατατροπώθηκε βαθιά – όχι από το πλουσιότερο διαμέρισμα στο Μπέρλινγκτον, το οποίο υποστήριξε το ζήτημα των ομολόγων με τα δύο τρίτα των ψήφων, αλλά από το Old North End, το οποίο απέρριψε κατηγορηματικά την πρότασή του. Προέκυψε ένα ταξικό θέμα το οποίο φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια αηδία προς μια ρητορική που δεν οδηγεί σε ορατά αποτελέσματα.
Το ύστατο αποτέλεσμα της γηράσκουσας μορφής «σοσιαλισμού» του Σάντερς είναι να διευκολύνει την άνεση με την οποία τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν να επωφεληθούν από την πόλη. Πέρα από τους κινδύνους ενός ολοένα και πιο συγκεντρωτικού πολιτικού μηχανισμού, τον οποίο πρέπει τελικά να διαδεχθεί μια «ρεπουμπλικρατική» κυβέρνηση, είναι τα εξαιρετικά προνόμια που έχει δώσει ο Σάντερς στις πιο επικίνδυνες επιχειρήσεις στο Μπέρλινγκτον – προνόμια τα οποία έχει δικαιολογήσει ένας «σοσιαλισμός» που έχει δεσμευτεί στην «ανάπτυξη», στο «σχεδιασμό», στην «τάξη» και σε έναν εργατικό «ριζοσπαστισμό» που αποφέρει χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και μη συνδικαλιστικά ιδρύματα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα ζωής και την περιβαλλοντική ευημερία της κοινότητας συνολικά.
Ο Μπέρναρντ Σάντερς θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα παράδειγμα ριζοσπαστικού δημοτισμού, ριζωμένου στην τοπική αμεσοδημοκρατική παράδοση του Βερμόντ, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ζωντανή εκπαιδευτική αρένα για την ανάπτυξη ενεργών πολιτών και μιας λαϊκής πολιτικής κουλτούρας.
Είτε έφταιξε μια ρηχή παραγωγιστική αντίληψης περί «σοσιαλισμού» προσανατολισμένη στην «ανάπτυξη» και την «αποδοτικότητα» είτε απλώς ο προσωπικός καριερισμός, ο δήμαρχος του Μπέρλινγκτον καθοδηγείται από μια στρατηγική που θυσιάζει την παιδεία της κινητοποίησης και τις δημοκρατικές αρχές για να έχει πραγματιστικά αποτελέσματα.
Αυτός ο «διευθυντικός ριζοσπαστισμός» με την τεχνοκρατική του τάση και την επιχειρηματική του ανησυχία για επέκταση είναι μεγαλοαστικός στον πυρήνα του – και μάλιστα θέτει υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητα των παραδοσιακών «σοσιαλιστικών» κανόνων. Μια πρόσφατη επικεφαλίδα της Burlington Free Press που ανακοίνωσε ότι «ο Σάντερς κάνει μπίζνες με το Παρόχθιο Σχέδιο», θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ετυμηγορία από το σύνολο των τοπικών επιχειρήσεων, ότι δεν είναι αυτοί που έχουν συνταχθεί με τον Σάντερς, αλλά ο Σάντερς έχει συνταχθεί με αυτούς. Όταν οι παραγωγικές μορφές του «σοσιαλισμού» αρχίζουν να μοιάζουν με εταιρικές μορφές καπιταλισμού, ίσως είναι καλό να αναρωτιόμαστε πώς προκύπτουν αυτές οι ανατροπές και κατά πόσο είναι τυχαίες. Αυτή η ερώτηση δεν πρέπει να αφορά μόνο τον Σάντερς και τους υποστηρικτές του· είναι ένα ζήτημα πικρής ανησυχίας για την αμερικανική ριζοσπαστική κοινότητα στο σύνολό της.
Πηγή: https://theanarchistlibrary.org/library/bookchin-sanders
Τελευταία ανάκτηση 31/1/2020
Σημειώσεις:
1 Πρωτεύουσα της Νικαράγουα
2 Πρόεδρος της Νικαράγουα την περίοδο 1985-1990 και από το 2007 έως σήμερα
3 Σοσιαλιστικό μηνιαίο περιοδικό της Ν. Υόρκης
4 Γειτονιά στο Μπέρλινγκτον
5 Republicrat – υποτιμητικός όρος, σύνθεση του republican και του democrat
6 Διάχυση του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω