Το Παράδοξο του Μπέρνι Σάντερς

Ή Όταν ο Σοσιαλισμός Γερνάει 

Το παρακάτω άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1986, στο Socialistic Review, με τίτλο “The Bernie Sanders Paradox. When Socialism Grows Old”, την εποχή της οριστικής ρήξης ανάμεσα στον Μπέρναρντ Σάντερς και τον Μάρρεϋ Μπούκτσιν αλλά και γενικότερο την ριζοσπαστική Αριστερά. Το κείμενο αυτό ανήκει στην χορεία εκείνων των άρθρων που προορίζονται για την καθημερινή πολιτική πρακτική και δεν φιλοδοξεί να εμβαθύνει σε θεωρητικά ζητήματα, εξ ου και ο βιτριολικός του τόνος ως προς το πρόσωπο του Σάντερς. Ωστόσο, η κριτική του Μπούκτσιν είναι ιδιαίτερα διεισδυτική, εξετάζοντας την υφή του περίφημου “Σοσιαλισμού” του Σάντερς τόσο στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής όσο και αυτό της θεωρίας. Ο Μπούκτσιν πέραν της οξύτατης κριτικής που ασκεί ως προς το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στην διακυβέρνηση και τον συγκεντρωτισμό που στην πραγματικότητα εκπροσωπεί ο Σάντερς, αναδεικνύει το αδιέξοδο του οικονομισμού αυτού του μοντέλου αλλά και την πραγματική υφή των πολιτικών επιλογών Σάντερς, που κάθε άλλο παρά ευνοούν τελικά την εργατική τάξη έναντι του Κεφαλαίου. Η αναδημοσίευση έγινε από τον ιστότοπο The Anarchist Library, το εισαγωγικό σημείωμα της οποίας επίσης μεταφράσαμε. 

Μετάφραση της Μαριλένας Ευσταθιάδη

Σημείωση: Αυτή είναι μια πολεμική που έγραψε ο Μπούκτσιν, όταν μαζί με τον Μπέρνι Σάντερς δραστηριοποιούνταν πολιτικά στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ. Ενώ άλλοι συγγραφείς, όπως ο αείμνηστος Αλεξάντερ Κόκμπερν και άλλοι συνεισφέροντες στο Counterpunch, έχουν εδώ και καιρό καταγράψει την καριέρα του Σάντερς και το πώς ενστερνίστηκε τον ιμπεριαλισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, την πτώση των συνδικάτων και την κακομεταχείριση των πληττόμενων κοινοτήτων, η ανάλυση του Μπούκτσιν είναι μοναδική επειδή πιάνει την πολιτική του Σάντερς τόσο από  μια σκοπιά τακτικής όσο και από οικονομική άποψη.

Οι αφίσες που εμφανίστηκαν σε όλο το Μπέρλινγκτον -τη μεγαλύτερη πόλη του Βερμόντ (πληθ.: 37.000) – το χειμώνα του 1980-81 ήταν εντυπωσιακές και προκλητικές. Έδειχναν ένα παλιό χάρτη της πόλης με ένα αυτοκόλλητο που έγραφε: «Πωλείται». Ένα ωμό σύνθημα στο πάνω μέρος της αφίσας, διακήρυττε με τη σειρά του ότι «Το Μπέρλινγκτον δεν πωλείται», και χαμογελώντας φιλικά στη δεξιά γωνία ήταν το νεαρό, αρκετά γνωστό, πρόσωπο του Μπέρναρντ Σάντερς, χωρίς γραβάτα, ξεκούμπωτο γιακά, σχεδόν επιδέξια ντροπαλό και ανεπιτήδευτο. Η αφίσα πρόσταζε τον περαστικό να σώσει το Μπέρλινγκτον, ψηφίζοντας τον “Μπέρνι” Σάντερς για δήμαρχο. Ο Σάντερς, επί χρόνια υποψήφιος Κυβερνήτης του αντικομφορμιστικού Liberty Union Party (LUP) του Βερμόντ, προκαλούσε τώρα τον “Γκόρντι” Πακέτ, ένα σταθερό, αδρανή Δημοκράτη του Δήμου, που πετυχημένα απέκρουε εξίσου αδρανείς Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους επί σχεδόν μια δεκαετία.

Το γεγονός ότι ο Σάντερς κέρδισε αυτές τις εκλογές στις 3 Μαρτίου του 1981 μόνο με δέκα ψήφους διαφορά, είναι ένας ένας μύθος του Βερμόντ που έχει διαδοθεί σε όλη τη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό που δίνει στον Σάντερς σχεδόν θρυλικές ιδιότητες  δημάρχου και πολιτικού είναι ότι προσδιορίζει τον εαυτό του ως σοσιαλιστή – και σε πολλούς θαυμαστές ακόλουθους, ως μαρξιστή – διανύοντας τώρα μια τρίτη θητεία, αφού κέρδισε με τεράστια διάφορά στις δύο προηγούμενες εκλογές. Φτάνοντας από μια νίκη με δέκα ψήφους διαφορά στο 52% του εκλογικού σώματος, η φήμη του Σάντερς εξαπλώθηκε εκτός του Μπέρλινγκτον μέσα από ένα κύμα δημόσιων διαπληκτισμών που τον κατέτασσαν εναλλάξ ως ήρωα της εργατικής τάξης ή έναν δαιμονικό «Μπολσεβίκο». Οι νίκες του τώρα φτάνουν στη New York Times και τα ταξίδια του έξω από το Μπέρλιγκτον τον φέρνουν σε μακρινά μέρη όπως η Μανάγουα[1], όπου συναντήθηκε με τον Ντανιέλ Ορτέγα[2], και σε εράνους του Monthly Review[3] όπου συναναστρέφεται τη ριζοσπαστική ελίτ της Νέας Υόρκης. Ο Σάντερς έχει μάλιστα προσκληθεί στο Συνέδριο του Socialist Scholar’s Conference, μια προσφορά που σοφά αρνήθηκε. Ούτε η μελέτη ούτε η θεωρία είναι τα φόρτε του Σάντερς. Αν είναι σοσιαλιστής, είναι του «Ψωμιού και του Βουτύρου» και η προτίμησή του για «ρεαλισμό» σε σχέση με τα ιδανικά, του έχει εξασφαλίσει κακή φήμη ακόμη και ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του στο Δημαρχείο.

Η πολυπλοκότητα  που αχρηστεύει σχεδόν κάθε σοβαρή προσπάθεια να σκιαγραφηθεί με κατανοητό τρόπο η διακυβέρνηση του Σάντερς και η σημασία αυτής για τους ριζοσπάστες προκύπτει από ένα βαθύτατο παράδοξο στον ίδιο το σοσιαλισμό του «ψωμιού και βουτύρου». Υποβαθμίζει το σημαντικότερο ζήτημα για να ασχοληθεί με τον Σάντερς μόνο ως προσωπικότητα ή για να αξιολογήσει τα επιτεύγματά του με πλούσιους επαίνους ή ενοχοποιητικές καταγγελίες. Ένα ανώριμο αφιέρωμα στα κατορθώματα του Σάντερς στο Monthly Review του προηγούμενου έτους ήταν εξίσου αδέξιο με τις βαρύγδουπες επιστολές καταγγελίας που εμφανίζονται στην Burlington Free Press. Ο Σάντερς δεν ταιριάζει ούτε στον χαρακτηρισμό του θεόσταλτου που του αποδίδεται από ριζοσπαστικές μηνιαίες εφημερίδες, ούτε σε αυτόν του δαιμονικού που αποκτά σε συντηρητικές επιστολές προς μετριοπαθείς εφημερίδες.

Εστιάζοντας υπερβολικά στη γνωστή του παράνοια και τις τάσεις απομόνωσης, συγκαλύπτεται το σημαντικότερο γεγονός: ότι είναι ένας συγκεντρωτικός άνθρωπος, ένας που τον ενδιαφέρει περισσότερο να συγκεντρώσει μεγαλύτερη εξουσία στο γραφείο του δημάρχου παρά να την μοιραστεί με τον κόσμο. Το να τον διακωμωδεί κανείς για την κοφτή ομιλία του και τους “μάτσο” τρόπους του είναι σα να αδιαφορεί για το γεγονός ότι οι αντιλήψεις του σχετικά με την «ταξική ανάλυση» είναι μυωπικά εστιασμένες στην παραγωγικότητα και θα ντρόπιαζαν έναν Λένιν, πόσο μάλλον έναν Μαρξ. Κοροϊδεύοντας την απαθή συμπεριφορά του και την απροσδόκητη συμβατικότητα των αξιών του, είναι σα να αποκρύπτεται η προσκόλλησή του στις ιδέες του ‘30 για την τεχνολογική πρόοδο, την επιχειρηματική αποδοτικότητα και την αφελή αφοσίωσή του στα οφέλη της «ανάπτυξης».

Η λογική όλων αυτών των ιδεών είναι ότι η δημοκρατική πρακτική θεωρείται δευτερεύουσα για μια γεμάτη κοιλιά. το γήινο προλεταριάτο τείνει να ευλογείται σε σχέση με τους «θηλυπρεπείς» διανοούμενους και τα περιβαλλοντικά, φεμινιστικά και κοινοτικά ζητήματα θεωρούνται ως «μικροαστικές» υπερευαισθησίες σε σύγκριση με τις υλικές ανάγκες «εργαζόμενου κόσμου».

Το αν οι δύο πλευρές αυτού του “ισολογισμού” πρέπει αντιπαρατεθούν μεταξύ τους είναι ένα πρόβλημα που ούτε ο Σάντερς ούτε πολλοί ριζοσπάστες αυτού του είδους έχουν επιλύσει πλήρως. Η τραγωδία είναι ότι ο Σάντερς δεν έζησε τη ζωή του ανάμεσα στο 1870 και το 1940 και το παράδοξο που εκπροσωπεί είναι το εξής: Πώς ένα σύνολο ιδεών που πριν μισό αιώνα έμοιαζε τόσο επαναστατικό, φαίνεται τόσο συντηρητικό σήμερα; Αυτό, ας σημειωθεί, δεν είναι πρόβλημα μόνο του Σάντερς. Είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ένα πολύ μεγάλο μέρος της Αριστεράς.

Ο Σάντερς δεν είναι καθόλου το επίκεντρο αυτού του παράδοξου. Το γεγονός είναι ότι τα προβλήματα του Σάντερς, όσο ατομικά και να φαίνονται, αντικατοπτρίζουν πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στο Μπέρλινγκτον. Σε αντίθεση με την ιδέα ότι το Βερμόντ είναι αυτό που κάποτε ήταν η Αμερική, η Πολιτεία – και ειδικά το Μπέρλινγκτον – μοιάζει περισσότερο με αυτό στο οποίο η Αμερική μετατρέπεται παρά με αυτό που η Αμερική ήταν. Οι μεγάλες εταιρείες στην πόλη και τα περίχωρα είναι η IBM (International Business Machines Corporation) και η GE (General Electric) – και το εργοστάσιο της GE στο Μπέρλινγκτον κατασκευάζει το μοναδικό πυροβόλο όπλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα φρικτό γεγονός που θα έπρεπε οπωσδήποτε να προβληματίσει οποιοδήποτε σοσιαλιστή δήμαρχο. Το Old North End[4] – τα «Αβράκωτα» (sans-culottes) εκλογικά διαμερίσματα του Σάντερς- αποτελείται σε μεγάλο μέρος από νοικοκύρηδες του Βερμόντ που εργάζονται στους τομείς των υπηρεσιών, των επισκευών και της συντήρησης, όταν τυχαίνει να έχουν δουλειές. Τα υπόλοιπα τέσσερα εκλογικά κέντρα είναι γεμάτα με νεοφερμένους στην πόλη και ηλικιωμένους που έχουν την τύχη να έχουν δικά τους σπίτια.

Βασικά η μεσαία τάξη στις δουλειές και τις αξίες σχηματίζεται από ένα μείγμα παλιών κατοίκων του Βερμόντ και “νέων επαγγελματιών”, ένας όρος που περιλαμβάνει οποιονδήποτε από ασφαλιστές, μεσίτες και εμπόρους, μέχρι γιατρούς, δικηγόρους και καθηγητές. Οι χίπηδες εξακολουθούν να συναναστρέφονται ελεύθερα με τους γιάπηδες. Πράγματι, στο Βερμόντ της ισότητας, υπάρχει σε φυσιολογικό μέτρο ένα “πάρε-δώσε” των πλουσίων, των καλοβαλμένων και των φτωχών. Το πιο σημαντικό: το Μπέρλινγκτον είναι μια πόλη σε ξέφρενη μετάβαση. Από ένα νυσταλέο μικρό μέρος γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν, με μπέικον και αυγά για δείπνο, καταστήματα εργαλείων, μαγαζιά με ρούχα, μέχρι και ένα οπλοπωλείο στο κέντρο της πόλης, γίνεται ένα κέντρο δραστηριότητας. Η τεχνολογία σε όλες τις μορφές της μετακινείται μέσα στο Βερμόντ μαζί με μπουτίκ, πανδοχεία, ξενοδοχεία, γραφεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα – και στο Μπέρλινγκτον, ιδιαίτερα, ένα ακμάζον ακαδημαϊκό ίδρυμα που προσελκύει χιλιάδες σπουδαστές και τους γονείς τους στην εμπορική του αγκαλιά.

Τα προβλήματα “εκσυγχρονισμού” που αντιμετωπίζει η πόλη προκαλούν ανάμεικτες αντιδράσεις – όχι μόνο στους κατοίκους της αλλά και στον Σάντερς. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αισθάνεται καταληστευμένος, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους ληστές, αν θέλετε να τους πιστέψετε. Το Μπέρλινγκτον είναι ζωντανή απόδειξη ότι ο μύθος μπορεί να είναι πραγματικός, ακόμα πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα. Αντίστοιχα, ο μύθος θεωρεί ότι το Μπέρλινγκτον είναι μικρό, φιλόξενο, στοργικό, ασφαλές, ανεξάρτητο, κέντρο αμοιβαιότητας, φιλελεύθερο και αθώα Αμερικανικό, στην άποψή του ότι όλα τα καλά μπορούν να συμβούν αν το επιθυμεί κανείς. Αυτή η λαμπερή αμερικανική αισιοδοξία – κατά την άποψή μου, ένα από τα εθνικά μας ατού – συχνά ζει σε λυπηρή αντίφαση με το γεγονός ότι αν όλα τα καλά μπορούν να συμβούν, όλα τα κακά όντως συμβαίνουν – όπως το κλείσιμο των συνδικάτων, οι αυξανόμενες αντιθέσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, οι στεγαστικές ελλείψεις, η αύξηση των ενοικίων, ο “εξευγενισμός” (gentrification) των φτωχών γειτονιών, η ρύπανση, τα προβλήματα στάθμευσης, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η αύξηση της εγκληματικότητας, η ανομία και η ανάπτυξη, κι η περαιτέρω ανάπτυξη κι η ακόμα περισσότερη ανάπτυξη – προς τα πάνω, προς τα μέσα και προς τα έξω.

Η ένταση μεταξύ του μύθου και της αλήθειας είναι τόσο δυνατή όσο αυτή που υπάρχει ανάμεσα σε δύο αλήθειες. Στους κατοίκους του Μπέρλινγκτον γενικά δεν αρέσει αυτό που συμβαίνει, αν και υπάρχουν πάρα πολλοί από αυτούς που το εκμεταλλεύονται πλήρως. Ακόμη και τα υποτιθέμενα “οφέλη” της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού είναι γεμάτα με δικές τους εσωτερικές αντιφάσεις. Εάν υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας και λιγότερη ανεργία, μειώνεται η αμοιβή και αυξάνεται το κόστος διαβίωσης. Αν υπάρχουν περισσότεροι τουρίστες και φιλικότατοι πολίτες που τους υποδέχονται, υπάρχει λιγότερη επέκταση του εισοδήματος στα κοινωνικά στρώματα και περισσότερες ληστείες. Εάν υπάρχουν περισσότερες οικοδομές και λιγότερες περικοπές εργατικού δυναμικού, λιγοστεύουν τα σπίτια και αυξάνονται οι νεοφερμένοι. Οι κατασκευές γραφείων και η εξευγενισμός πηγαίνουν χέρι-χέρι με την μείωση των μικροεπιχειρήσεων και με αμέτρητους ανθρώπους που χρειάζονται μια φθηνή στέγη.

Πολύ σημαντικό σε όλα αυτά είναι η σύγκρουση αξιών και πολιτισμών που παράγει ο «εκσυγχρονισμός». Βασικά, οι κάτοικοι του Μπέρλινγκτον θέλουν να κρατήσουν το περιβάλλον της πόλης τους οικείο, στοργικό και φιλελεύθερο. Τους αρέσει να πιστεύουν ότι ζουν με έναν παλιότερο τρόπο ζωής, αλλά με τις σύγχρονες ανέσεις και σύμφωνα με έντονα ανεξάρτητες αξίες που έχουν τις ρίζες τους σε ένα πολύχρωμο παρελθόν. Είναι αυτή η υποβόσκουσα ανεξαρτησία των κατοίκων του Βερμόντ γενικά, συμπεριλαμβανομένων και των νεοφερμένων που ενσωματώνονται στο Μπέρλινγκτον, που φέρνει σε σύγκρουση μια επίμονη ελευθεριακή γιάνκικη παράδοση με μια διαβρωτική, αυταρχική, εταιρική πραγματικότητα τόσο εγγενώς εκρηκτική. Ειρωνικά, ο Μπέρναρντ Σάντερς οφείλει τη σημερινή πολιτική του καριέρα στην οξύθυμη δημόσια συμπεριφορά που παράγει αυτή η ελευθεριακή παράδοση, όμως ελάχιστα την κατανοεί. Για το Σάντερς, το Μπέρλινγκτον είναι βασικά το Ντιτρόιτ, όπως ήταν πριν από δύο γενιές και το γεγονός ότι η πόλη δεν ήταν προς πώληση το 1981 έφερε μικτά μηνύματα σε αυτόν και το εκλογικό του σώμα.

Για το εκλογικό σώμα, το σύνθημα σήμαινε ότι η πόλη και οι αξίες της ήταν ανεκτίμητες κι επομένως έπρεπε να φυλάσσονται και να διατηρούνται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για τον Σάντερς, πέρα από τα όσα διήγγειλε, αυτό σήμαινε ότι η πόλη, αν και δεν ήταν σε δημοπρασία, είχε μια πραγματικά υψηλή τιμή.

Το κατά πόσο οι ψηφοφόροι που τον ψήφισαν ήταν λιγότερο ρεαλιστές απ’ ό, τι ο Σάντερς δεν έχει σημασία: το γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές είδαν την «πώληση» της πόλης από διαφορετικές, αν όχι ριζικά αντιτιθέμενες, σκοπιές. Και οι δύο, στην πραγματικότητα, καθοδηγήθηκαν από ποικίλες ρεαλιστικές αρχές. Το εκλογικό σώμα ήθελε να έχει μεγαλύτερο λόγο στο μέλλον της πόλης. Ο Σάντερς ήθελε να τη δώσει με μεγαλύτερη τιμή. Το εκλογικό σώμα ήθελε να διατηρήσει την ανθρώπινη διάσταση της πόλης και την ποιότητα ζωής. Ο Σάντερς ήθελε να αναπτυχθεί σύμφωνα με ένα καλά οργανωμένο σχέδιο και λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους. Το εκλογικό σώμα, στην πραγματικότητα, είδε το Μπέρλινγκτον σαν ένα σπίτι και θέλησε να διατηρήσει την έμφαση του στις ζωντανές παλιές αξίες. Ο Σάντερς, μαζί με πολλούς από τους αντιπάλους του, το είδαν ως «μπίζνες”»και θέλησαν να είναι επωφελής η «ανάπτυξη» του, υποτίθεται, για τους «εργαζόμενους».

Αυτό δεν αναιρεί ότι το Μπέρλινγκτον έχει μια καλή δόση οικονομικών αρπακτικών και πολιτικών φορέων ή ότι οι φόροι ιδιοκτησίας είναι πολύ σημαντικοί και τα υλικά προβλήματα, από τη στέγη έως το κόστος των τροφίμων είναι πολύ αληθινά. Αλλά αυτή η πόλη έχει επίσης μια βαθιά αίσθηση δημοτικής υπερηφάνειας και ο άκρως ανεξάρτητος, ακόμη και ιδιόμορφος, πληθυσμός της αποπνέει μια μορφή τοπικού πατριωτισμού που εξασθενεί όσο πλησιάζουμε μεγαλύτερες, λιγότερο ιστορικά συνειδητές και λιγότερο περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένες κοινότητες. Ο Σάντερς δεν θα παραδεχόταν ποτέ στους κατοίκους του Μπέρλινγκτον ότι η ανεξαρτησία των ψηφοφόρων άρχισε να συγκρούεται με την εξασθενημένη εκτίμησή του ως προς τις δημοκρατικές πρακτικές. ότι η τεχνολογική “πρόοδος” και η οικοδομική “ανάπτυξη” μπορεί να προκαλέσει περισσότερη καχυποψία απ’ ό,τι ενθουσιασμό. ότι η ποιότητα ζωής είναι εξίσου σημαντικό ζήτημα με τα υλικά οφέλη. Πράγματι, για τον Σάντερς και τη διακυβέρνησή του (αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται πάντα), ο σοσιαλισμός του ’30 είναι αξιοσημείωτος επειδή γλιτώνει την αγορά από την «αναρχία», όχι αναγκαστικά επειδή αμφισβητεί το σύστημα της αγοράς ως τέτοιο, ή την επίδρασή που έχει αυτό στην πόλη. Στην εκδοχή του σοσιαλισμού όπως τον βλέπει ο Σάντερς, υπάρχει ένας έντονος “επιχειρηματικός” προσανατολισμός προς το Μπέρλινγκτον ως μια καλά διοικούμενη επιχείρηση.

Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη ειρωνεία: πέρα από τα όσα λέει, ο σοσιαλισμός του Μπέρναρντ Σάντερς αποδεικνύεται ότι δεν είναι παρά ένα ήπιο εργαλείο για τον εξορθολογισμό της αγοράς – ένα εργαλείο που ούτε την ελέγχει και ακόμα λιγότερο την απειλεί. Ο ριζοσπαστισμός τύπου δεκαετίας του ‘30, σαν το “τέρας” του Φρανκεστάιν, έρχεται να αμφισβητήσει τον δημιουργό του. Από αυτή την άποψη, ο Σάντερς δε γράφει ιστορία. Περισσότερο είναι ένα από τα θύματά της. Ως εκ τούτου, για να κατανοήσουμε την κατεύθυνση που ακολουθεί και τα προβλήματα που εγείρει γενικά για τους ριζοσπάστες, είναι σημαντικό να μην επικεντρωθούμε στη ρητορική του, η οποία καθιστά τη διακυβέρνησή του τόσο ελκυστική για τους σοσιαλιστές μέσα και έξω από το Βερμόντ, αλλά να εξετάσουμε ψυχρά τις αλήθειες της πρακτικής του.

Το ιστορικό του Σάντερς 

Οι ισχυρισμοί του Σάντερς ότι έχει στήσει μια “ανοιχτή κυβέρνηση” στο Μπέρλινγκτον βασίζεται σε μια πολύ ελαστική εικασία για τη σημασία της “ανοιχτότητας” ως όρου. Το ότι ο Σάντερς υπερηφανεύεται πως “ανταποκρίνεται γρήγορα” σε αιτήματα παραγκωνισμένων ανθρώπων στο Μπέρλινγκτον, οι οποίοι αντιμετωπίζουν εξώσεις, έλλειψη θέρμανσης, άθλιες συνθήκες στέγασης και τα δεινά της φτώχειας δεν αποτελεί ένδειξη “ανοιχτότητας” – δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι ο όρος σημαίνει μεγαλύτερη δημοκρατία στο δήμο και συμμετοχή των πολιτών. Αυτό που συχνά περνιέται για «ανοικτή κυβέρνηση» στο σύμπαν του Σάντερς είναι η προθυμία του δημάρχου να ακούσει τις καταγγελίες και τα απελπισμένα μηνύματα των πελατών και των αυλικών του κι όχι η υπευθυνότητα να τους δώσει ένα αξιόλογο μερίδιο στην κυβέρνηση της πόλης. Αυτό που πουλάει ο Σάντερς με το όνομα της «ανοικτής κυβέρνησης» είναι ο προσωπικός πατερναλισμός και όχι η δημοκρατία. Μετά από έξι χρόνια πατερναλισμού του Σάντερς, δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει με το περίπλοκο δίκτυο τοπικών οργανώσεων λαϊκής βάσης του Μπέρκλεϋ που διαιωνίζεται στο Δημαρχείο.

Όταν θίγεται η δημοκρατία του Δήμου, ο Σάντερς είναι εκπληκτικά τσιγκούνης και παίζει τα χαρτιά του πολύ επιφυλακτικά.

Ερωτηθείς λίγο μετά τις εκλογές του 1981 σε μια τοπική εκπομπή (“You can quote me”), ο Σάντερς ρωτήθηκε έντονα αν προτιμάει το σύστημα των “δημοτικών συνελεύσεων” (town- meeting system), μια πολύ παραδοσιακή μορφή συνελεύσεων πολιτών που έχει βαθιές ρίζες στις πόλεις του Βερμόντ. Η απάντηση του Σάντερς ήταν εξίσου έντονη με την ερώτηση. Ήταν ένα εμφατικό “Όχι”.

Έχοντας εκφράσει τη δική του κλίση προς το σημερινό σύστημα των δημοτικών συμβουλίων (aldermanic system), ο δήμαρχος θα έμπαινε σε μια μακροχρόνια μάχη με το διοικητικό συμβούλιο των “Ρεπουμπλικρατών”[5] για τους διορισμούς και τα αιτήματα που θα απορρίπτονταν πεισματικά από το ίδιο το σύστημα κυβέρνησης που είχε την προηγούμενη έγκρισή του.

Οι διαμάχες του Σάντερς με τη διοίκηση των δημοτικών συμβούλων δεν άλλαξαν ιδιαίτερα την ταύτιση της «ανοικτής κυβέρνησης» με τον προσωπικό πατερναλισμό. Ως μια αποδεκτή σταθερά στην δημοτική πολιτική του Μπέρλινγκτον, διοικεί τώρα την πόλη με χαλαρή αυτοπεποίθηση, περιβαλλόμενος από μια μικρή ομάδα βοηθών, οι οποίοι διατυπώνουν τις καλύτερες ιδέες του και περιστασιακά δέχονται απ’ αυτόν την πιο οξεία εξύβριση. Το Δημοτικό Συμβούλιο για τις Τέχνες είναι μια υπόθεση προσεκτικά επιλεγμένη, είτε άμεσα από τον δήμαρχο είτε από πλήρως αφοσιωμένους σε αυτόν ακόλουθους. ομοίως, το Γραφείο Νεολαίας του Δημάρχου. Είναι δύσκολο να πούμε πότε ο Σάντερς θα δημιουργήσει ένα νέο «συμβούλιο» – ή, ορθότερα, ένα «γραφείο» – εκτός κι αν σημειώσουμε ότι υπάρχουν κοινότητες ειρηνιστών, οικολόγων ή ομοφυλόφιλων, για να μην μιλήσουμε για τις κοινότητες των ανέργων, των ηλικιωμένων, της πρόνοιας και πολλών παρόμοιων ψηφοφόρων που δεν έχουν “Δημοτικά Συμβούλια” στο Δημαρχείο. Ούτε είναι σαφές σε ποιο βαθμό κάποιο από τα υπάρχοντα συμβούλια αντιπροσωπεύει πραγματικά τοπικές οργανώσεις ή / και τάσεις που υπάρχουν στις υποκουλτούρες και τις περιθωριοποιημένες κοινότητες του Μπέρλινγκτον.

Ο Σάντερς είναι συγκεντρωτικός και η διοίκησή του, παρά τις δημοκρατικές της τάσεις, τείνει να μοιάζει περισσότερο με μια δημοτική ολιγαρχία παρά με μια δημοτική δημοκρατία. Οι Συνελεύσεις Σχεδιασμού Γειτονίας (Neighborhood Planning Assemblies) που εισήχθησαν στα έξι διαμερίσματα του Μπέρλινγκτον το φθινόπωρο του 1982 και έχουν πλασαριστεί ευρέως ως απόδειξη της «δημοκρατίας λαϊκής βάσης» δεν ήταν θεσμοί που προήλθαν από το κεφάλι του Σάντερς. Η προέλευσή τους είναι αρκετά σύνθετη και προέρχεται από ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων που αιωρούνταν γύρω από το Μπέρλινγκτον στις οργανώσεις γειτονιάς που συγκεντρώθηκαν λίγο μετά την εκλογή του Σάντερς το 1981 για να αναπτύξουν ιδέες για ευρύτερη συμμετοχή των δημοτών στην πόλη και τις υποθέσεις της. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι άνθρωποι της διοίκησης έπαιξαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση συνελεύσεων, το ίδιο, όμως, έκαναν και άλλοι που έκτοτε έχουν έρθει αντιμέτωποι με το Σάντερς λόγω τοποθετήσεών του που έρχονται σε σύγκρουση με τις υποσχέσεις του προς το εκλογικό σώμα.

Η άποψη του Μπέρναρντ Σάντερς για την κυβέρνηση εμφανίζεται με την πιο έντονα χαραγμένη μορφή της σε μια συνέντευξη που έδωσε ο δήμαρχος σε έναν αρκετά ευνοϊκά διακείμενο δημοσιογράφο στην Burlington Free Press, τον Ιούνιο του 1984. Με τίτλο “Ο Σάντερς δουλεύει για να διευρύνει τον ρόλο του δημάρχου“, το κείμενο συνόδευε ένα πορτρέτο του δημάρχου σε μία από τις πιο σκεπτικές πόζες του με τη λεζάντα: «Ξαναγράφουμε το ρόλο που μια δημοτική κυβέρνηση πρέπει να έχει στην πολιτεία του Βερμόντ». Το άρθρο παρέθεσε άμεσα την εκδοχή του Σάντερς για τη δημοτική κυβέρνηση: «να διευρυνθεί και να ενισχυθεί ο ρόλος του γραφείου [του δημάρχου] στη δημοτική κυβέρνηση». Αυτή η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από μια «διεύρυνση του προσωπικού του Δημαρχείου», έναν αυξημένο «ρόλο στην επιλογή του νέου διοικητή της Πυροσβεστικής», έναν «παρόμοιο ρόλο στην Αστυνομία» και «σε αναπτυξιακά ζητήματα, όπως το προτεινόμενο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης». Ως απάντηση στην κριτική ότι ο Σάντερς συγκεντρώνει την εξουσία και περιορίζει τους ελέγχους και την αμεροληψία στην κυβέρνηση, οι υποστηρικτές του «υπογραμμίζουν ότι η συμμετοχή των πολιτών, τόσο μέσω των Συνελεύσεων Σχεδιασμού Γειτονίας όσο και μέσω της αύξησης του αριθμού των συμμετεχόντων στις εκλογές, έχει ενισχυθεί σημαντικά». Το γεγονός ότι οι Συνελεύσεις Σχεδιασμού Γειτονίας έχουν ουσιαστικά αφεθεί να εξασθενίσουν σε μια ατμόσφαιρα αβλαβούς αμέλειας και ότι η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στα ζητήματα του δήμου, άφησε τον δήμαρχο εντελώς ατάραχο.

Ένας απλός απολογισμός των αποτελεσμάτων που είχε ο αυξημένος ρόλος του Σάντερς στις δημοτικές υποθέσεις αποτελεί ένα καλό τεστ για την πολιτική στρατηγική που απειλεί να θεσμοθετήσει μια “βερμοντιανή” εκδοχή του δημάρχου Κότς της Ν. Υόρκης. Η καλύτερη περίπτωση για τον δήμαρχο εμφανίζεται στο Monthly Review του Μαΐου του 1984, όπου ένα παιδιάστικο άρθρο της Μπέθ Μπέιτς, «συγγραφέως και αγρότισσας», διακηρύσσει τις αρετές της προσπάθειας του Σάντερς ως «Σοσιαλισμού σε τοπικό επίπεδο» – συνοδευόμενο, θα μπορούσα να προσθέσω, από ένα συνετό ερωτηματικό. Όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος ο Σάντερς, ο κύριος άξονας του άρθρου είναι ότι η «σοσιαλιστική» διακυβέρνηση είναι «αποτελεσματική». Ο Σάντερς έδειξε ότι «και οι ριζοσπάστες μπορούν να είναι οικονομικά συντηρητικοί [fiscal conservatives], ακόμη και αν ανησυχούν ότι η κυβέρνηση πρέπει και να κάνει τα μικρά πράγματα που κάνουν τη ζωή πιο άνετη», όπως οι επισκευές των δρόμων, η εθελοντική βοήθεια για να σκάβονται μονοπάτια για τους ηλικιωμένους μετά από χιονοθύελλες, και να εξοικονομεί χρήματα. Η διοίκηση φέρνει μεγαλύτερα έσοδα στο ταμείο της πόλης, εκσυγχρονίζοντας τη προϋπολογιστική διαδικασία, κυρίως επενδύοντας τα χρήματά της σε ιδρύματα υψηλών αποδόσεων, βάζοντας δημοτικές συμβάσεις σε ανταγωνιστικές δημοπρασίες, ελέγχοντας τις αγορές και βάζοντας τέλη σε διάφορα πράγματα όπως οικοδομικές άδειες, ανασκαφές, ιδιωτικούς συναγερμούς πυροσβεστικής και αστυνομίας κι άλλα παρόμοια.

Το γεγονός πως ο Σάντερς έχει ξεπεράσει τους Ρεπουμπλικάνους δεν πρέπει να το παίρνουμε ελαφριά. Εξετάζοντας στο σύνολο την οικονομική του πολιτική, η διακυβέρνηση του Σάντερς παρουσιάζει ορισμένες συναρπαστικές ομοιότητες με τη διακυβέρνηση του Ρήγκαν. Αυτό που υιοθέτησε ο Σάντερς εκδικητικά είναι το σύστημα “trickle-down economics”[6] – η φιλοσοφία ότι η «ανάπτυξη» για το κέρδος έχει ως επακόλουθο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το 1984, η Ετήσια Έκθεση του Κοινοτικού και Οικονομικού Γραφείου Ανάπτυξης του Δημαρχείου (μια δημιουργία του Σάντερς) ξεκινάει με μια χοντροκομμένη ενότητα για την «UDAG Spur Development». Οι UDAGs είναι επιχορηγήσεις αστικής ανάπτυξης που στοχεύουν να «μοχλεύσουν» δεσμεύσεις από τον ιδιωτικό τομέα για αναπτυξιακά σχέδια. Η Υπηρεσία διαδίδει ότι αυτά τα αιτήματα επιχορήγησης προς την Ουάσινγκτον θα αποφέρουν 25 εκατομμύρια δολάρια από τον «ιδιωτικό τομέα» και «θα δημιουργήσουν περίπου 556 νέες μόνιμες θέσεις πλήρους απασχόλησης και θα αποφέρουν 332.638 επιπλέον δολάρια ετησίως σε επιχορηγήσεις ιδιοκτησίας». Ανάμεσα στα πολλά επιτεύγματά της, η επιχορήγηση θα βοηθήσει τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου Ράντισον στο Μπέρλινγκτον (ένα έκτρωμα που κόβει μέρος της υπέροχης θέας στη λίμνη του Μπέρλινγκτον και μια εταιρική παιδική χαρά που δεν ξέρουμε αν υπήρξε ποτέ) να επεκτείνουν την ιδιοκτησίας τους κατά «57 δωμάτια και 1000 τ.μ. επιπλέον χώρου δεξιώσεων. Θα κατασκευαστεί ένα νέο γκαράζ 505 θέσεων με στεγασμένη πρόσβαση στο ξενοδοχείο. Το Ξενοδοχείο Ράντισον θα είναι πλέον σε θέση να φιλοξενεί περιφερειακά συνέδρια και συνέδρια συλλόγων. Το έργο περιλαμβάνει επίσης την επέκταση του εμπορικού χώρου (κατά 3019 τ.μ.) του Burlington Square Mall. Η κατασκευή έχει αρχίσει και το έργο έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί στα τέλη του 1985». Οι άλλες επιχορηγήσεις είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες, αλλά ασχολούνται πάντοτε με σχέδια είτε για την κατασκευή είτε για την αποκατάσταση της κατασκευής γραφείων, εμπορικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων και πολυκαταστημάτων – εκτός του σχεδίου του Σάντερς για την παρόχθια ζώνη, για την οποία περισσότερα παρακάτω.

Αναρωτιέται κανείς, ποιόν θέλει να ικανοποιήσει ένα τέτοιου τύπου περιγραφικό υλικό. Υποψήφιους εργαζόμενους που διαθέτουν συνήθως την εργατική τους δύναμη με κατώτατους μισθούς σε μια πόλη που είναι γνωστό ότι είναι κλειστή στα συνδικάτα; Τους κατοίκους του Old North End, που είναι οι αποδέκτες πενιχρών κονδυλίων αποκατάστασης και ενός αποταμιευτικού προγράμματος για την αγορά ακινήτων, μιας καινοτόμου ιδέας που απομένει να φανεί η αξία της; Μερικοί μικροί επιχειρηματίες που πήραν δάνεια για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους ή άλλοι που έφτιαξαν τις προσόψεις τους σε αυτό που ο Σάντερς διατυμπανίζει ως μια προσπάθεια να «αναζωογονήσει» το Old North End, μια περιοχή που είναι ακόμα μία από τις πιο θλιβερές και καταθλιπτικές στο Βερμόντ; Οι κακοστεγασμένοι και οι ηλικιωμένοι, για τους οποίους το όργιο κατασκευής γραφείων κάνει το κόστος κατασκευής των λαϊκών κατοικιών να μοιάζει με χλευασμό των αναγκών τους; Εκτός από τα συγκροτήματα κατοικιών και τα λεγόμενα σπίτια «χαμηλού εισοδήματος» που εμφανίστηκαν σε μέρος της πόλης, η στέγαση για τους άπορους δεν είναι ένα σταθερό θέμα στις ομιλίες του Σάντερς, εκτός εάν ο δήμαρχος βρίσκεται σε προεκλογική εκστρατεία. Μετά από ένα διστακτικό πείραμα για κάποιου είδους «έλεγχο ενοικίων», το οποίο ηττήθηκε στις δημοσκοπήσεις μετά από μια τεράστια προπαγάνδα από τους εύπορους ιδιοκτήτες ακινήτων, η διοίκηση φάνηκε απρόθυμη να θέσει ζητήματα ελέγχου των ενοικίων, πόσο μάλλον να καταβάλει συντονισμένη προσπάθεια για να ενημερώσει τους πολίτες γι’ αυτά. Το Μπέρλινγκτον, μάλιστα, βιώνει αυτό που ένας δημοσιογράφος κατήγγειλε εύστοχα ως «εξευγενισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Πράγματι, τέτοια κρίσιμα ζητήματα όπως η στέγαση για τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους,  ο συνδικαλισμός των κατάφωρα κακοπληρωμένων, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η ταχεία φθορά των παλαιών, κοινωνικά χρήσιμων, μικρών επιχειρήσεων που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά τα αυξανόμενα ενοίκια στο κέντρο της πόλης – όλα παραμερίστηκαν κατά το περασμένο έτος μπροστά στα μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια όπως αυτό για την παρόχθια ζώνη. Περισσότερο από κάθε άλλη πρόταση του Σάντερς, το σχέδιο αυτό προκάλεσε ένα μακρόχρονο σχίσμα μεταξύ του δημάρχου και των γνωστών υποστηρικτών του στο Old North End, την πιο ριζοσπαστική εκλογική περιφέρεια στο Μπέρλινγκτον.

Το παρόχθιο σχέδιο του Σάντερς κουβαλάει ένα πολύ περίπλοκο ιστορικό που θα απαιτούσε ένα άρθρο από μόνο του για να εξηγηθεί. Το ακίνητο 24,5 στρεμμάτων, το οποίο ανήκει εν μέρει στον Κεντρικό Σιδηρόδρομο του Βερμόντ, στην Alden Corporation (μια κοινοπραξία πλούσιων κατοίκων) και στην ίδια την πόλη, έχει θέα σε μια από τις πιο γραφικές λίμνες και ορεινές περιοχές στα βορειοανατολικά. Ο Πακέτ, ο «πρόγονος» του Σάντερς, σχεδίαζε να «αναπτύξει» αυτό το εκπληκτικό τοπίο με συγκροτήματα ουρανοξυστών. Ο Σάντερς είχε κάνει έκκληση για μια «όχθη για το λαό», ένα βασικό ζήτημα σε όλες τις εκστρατείες του. Η δημοκρατία εξυπηρετήθηκε φαινομενικά όταν η κυβέρνηση διοργάνωσε μια ανοιχτή συνάντηση τον Φεβρουάριο του 1983 για να σχηματίσει τις προτεραιότητες που οι πολίτες θεωρούσαν ότι πρέπει να αντανακλώνται σε οποιοδήποτε σχέδιο. Οι προτεραιότητες της συνάντησης, χωρισμένες ανά εκλογικό διαμέρισμα, σε στυλ συνέλευσης γειτονιάς, επικεντρώθηκαν γύρω από πεζοδρόμια, υπαίθριους χώρους, προσβασιμότητα, εστιατόρια και καταστήματα, ακόμη και ένα μουσείο και καταφύγιο άγριων ζώων – και, μαζί παρόμοιες δημόσιες υποδομές, τις κατοικίες «μεικτού εισοδήματος»8. Το κατά πόσο οι προτεραιότητες αυτές θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς μια Αστική Επιχορήγηση Αναπτυξιακής Δραστηριότητας (UDAG) είναι εξαιρετικά προβληματικό. Το συναρπαστικό στην απάντηση του Σάντερς, ακόμη και πριν από την απόρριψη της επιδότησης, ήταν το χάος των δομών που περιόριζαν εντελώς την ώθηση των δημοτικών προτεραιοτήτων: μια δεύτερη έκδοση ενός ξενοδοχείου τύπου Radisson, ένα εμπορικό υπόστεγο που κάλυψε το μισό μήκος του πεζόδρομου της πόλης, ένα πάρκινγκ 1200 θέσεων, ένα κτίριο γραφείων, ένα στενό δημόσιο μονοπάτι κατά μήκος της λίμνης – και μια διφορούμενη υπόσχεση για την παροχή τριακοσίων μικτών κατοικιών, πιθανότατα «διαθέσιμα για χαμηλά και μεσαία εισοδήματα ή / και άτομα με ειδικές ανάγκες». Ακόμα κι έτσι, αυτή η πρόταση στέγασης μετριάστηκε από περιορισμούς όπως «στο μέτρο του εφικτού» και υπό την προϋπόθεση να βρεθούν «χρηματοδοτήσεις με χαμηλά επιτόκια» και «επιδοτήσεις» που να καλύπτουν τα ενοίκια.

Μετά την απόρριψη της επιδότησης, το σχέδιο επανεμφανίστηκε από το Δημαρχείο με δύο αξιοσημείωτες αλλαγές. Τα σχέδιο μικτών κατοικιών εξαφανίστηκε τελείως, ακόμη και ως υπόσχεση – και αντικαταστάθηκε από ένα σχέδιο για 150 με 300 συγκροτήματα κατοικιών κόστους 175 έως 300.000 δολάρια το καθένα (ένα φυσιολογικό σπίτι στο Μπέρλινγκτον πωλείται στα $ 70-80.000) και ο δημόσιος χώρος, πενιχρός ήδη, περιορίστηκε περαιτέρω. Από οικιστικής απόψεως, η “όχθη για τον λαό” είχε γίνει ακριβώς ένας «θύλακας για τους πλούσιους», για να χρησιμοποιήσουμε μια από τις λεκτικές επιθέσεις που είχε απευθύνει ο Σάντερς στο σχέδιο του προκατόχου του, Πακέτ.

Τα προνόμια που παρέχονται από το παρόχθιο σχέδιο για τους εύπορους ανθρώπους είναι μια υπενθύμιση ότι μόνο συμβολική βοήθεια έχει παρασχεθεί στους φτωχούς. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Σάντερς για να πετύχει τη δημόσια συγκατάθεση για το σχέδιο ήταν ιδιαίτερα προσβλητικές: ο βομβαρδισμός των διαφημίσεων που προωθούσαν την εκδοχή του προγράμματος του δημάρχου και της Alden Corporation, στις οποίες οι “Σαντερίστας” βρήκαν τα ονόματά τους δίπλα σε αυτά των πιο διάσημων αντι-συνδικαλιστών, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις αναλογικά αδύναμες εκστρατείες που ξεκίνησε το Δημαρχείο σχετικά με τον έλεγχο ενοικίων και τη βελτίωση της στέγασης.

Η δημόσια αντίδραση εξελίχθηκε σε κρίση όταν το εκλογικό σώμα, όταν κλήθηκε να ψηφίσει ένα ομολογιακό δάνειο που θα κάλυπτε τη συμβολή της πόλης στο σχέδιο, έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Παρά την απόλυτη φρενίτιδα που χαρακτήρισε την εκστρατεία του δημάρχου για να επικρατήσει το «ναι», οι απαντήσεις από το ένα εκλογικό διαμέρισμα στο άλλο αποκάλυψε μια αξιοσημείωτη αλλαγή της κοινωνικής στάσης απέναντι στον Σάντερς. Αν και απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων για την έκδοση ομολογιακού δανείου στο Μπέρλινγκτον, τα διαμερίσματα 2 και 3 του Old North End καταψήφισαν κατηγορηματικά το ζήτημα των ομολόγων. Αυτή ήταν η αντίδραση της «εργατικής τάξης» του Σάντερς, η οποία είχε δώσει στον δήμαρχο τις μεγαλύτερες πλειοψηφίες του στο παρελθόν. Το διαμέρισμα 4, μια παραδοσιακή περιοχή μεσαίας τάξης, δώρισε στον δήμαρχο μια απλή πλειοψηφία μόλις πέντε ψήφων και το διαμέρισμα 5, το πιο ευνοϊκό εκ των διαμερισμάτων της μεσαίας τάξης, μια απόρριψη δεκαπέντε ψήφων. Οι υψηλότερες αποδόσεις του Σάντερς προήλθαν από το διαμέρισμα 6 – «The Hill», όπως ονομάζεται – το οποίο συγκεντρώνει τα υψηλότερα ποσοστά πλούτου στην πόλη και τις πιο ευρύχωρες και ακριβές βίλες.

Για πρώτη φορά, μια πρόταση του Σάντερς, η οποία έθεσε σαφώς τη δημόσια αξιοπιστία του δημάρχου σε κίνδυνο, κατατροπώθηκε βαθιά – όχι από το πλουσιότερο διαμέρισμα στο Μπέρλινγκτον, το οποίο υποστήριξε το ζήτημα των ομολόγων με τα δύο τρίτα των ψήφων, αλλά από το Old North End, το οποίο απέρριψε κατηγορηματικά την πρότασή του. Προέκυψε ένα ταξικό θέμα το οποίο φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια αηδία προς μια ρητορική που δεν οδηγεί σε ορατά αποτελέσματα.

Το ύστατο αποτέλεσμα της γηράσκουσας μορφής «σοσιαλισμού» του Σάντερς είναι να διευκολύνει την άνεση με την οποία τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν να επωφεληθούν από την πόλη. Πέρα από τους κινδύνους ενός ολοένα και πιο συγκεντρωτικού πολιτικού μηχανισμού, τον οποίο πρέπει τελικά να διαδεχθεί μια «ρεπουμπλικρατική» κυβέρνηση, είναι τα εξαιρετικά προνόμια που έχει δώσει ο Σάντερς στις πιο επικίνδυνες επιχειρήσεις στο Μπέρλινγκτον – προνόμια τα οποία έχει δικαιολογήσει ένας «σοσιαλισμός» που έχει δεσμευτεί στην «ανάπτυξη», στο «σχεδιασμό», στην «τάξη» και σε έναν εργατικό «ριζοσπαστισμό» που αποφέρει χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και μη συνδικαλιστικά ιδρύματα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα ζωής και την περιβαλλοντική ευημερία της κοινότητας συνολικά.

Ο Μπέρναρντ Σάντερς θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα παράδειγμα ριζοσπαστικού δημοτισμού, ριζωμένου στην τοπική αμεσοδημοκρατική παράδοση του Βερμόντ, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ζωντανή εκπαιδευτική αρένα για την ανάπτυξη ενεργών πολιτών και μιας λαϊκής πολιτικής κουλτούρας.

Είτε έφταιξε μια ρηχή παραγωγιστική αντίληψης περί «σοσιαλισμού» προσανατολισμένη στην «ανάπτυξη» και την «αποδοτικότητα» είτε απλώς ο προσωπικός καριερισμός, ο δήμαρχος του Μπέρλινγκτον καθοδηγείται από μια στρατηγική που θυσιάζει την παιδεία της κινητοποίησης και τις δημοκρατικές αρχές για να έχει πραγματιστικά αποτελέσματα.

Αυτός ο «διευθυντικός ριζοσπαστισμός» με την τεχνοκρατική του τάση και την επιχειρηματική του ανησυχία για επέκταση είναι μεγαλοαστικός στον πυρήνα του – και μάλιστα θέτει υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητα των παραδοσιακών «σοσιαλιστικών» κανόνων. Μια πρόσφατη επικεφαλίδα της Burlington Free Press που ανακοίνωσε ότι «ο Σάντερς κάνει μπίζνες με το Παρόχθιο Σχέδιο», θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ετυμηγορία από το σύνολο των τοπικών επιχειρήσεων, ότι δεν είναι αυτοί που έχουν συνταχθεί με τον Σάντερς, αλλά ο Σάντερς έχει συνταχθεί με αυτούς. Όταν οι παραγωγικές μορφές του «σοσιαλισμού» αρχίζουν να μοιάζουν με εταιρικές μορφές καπιταλισμού, ίσως είναι καλό να αναρωτιόμαστε πώς προκύπτουν αυτές οι ανατροπές και κατά πόσο είναι τυχαίες. Αυτή η ερώτηση δεν πρέπει να αφορά μόνο τον Σάντερς και τους υποστηρικτές του· είναι ένα ζήτημα πικρής ανησυχίας για την αμερικανική ριζοσπαστική κοινότητα στο σύνολό της.

 

Πηγή: https://theanarchistlibrary.org/library/bookchin-sanders

Τελευταία ανάκτηση 31/1/2020

Σημειώσεις:

1 Πρωτεύουσα της Νικαράγουα

2 Πρόεδρος της Νικαράγουα την περίοδο 1985-1990 και από το  2007 έως σήμερα

3 Σοσιαλιστικό μηνιαίο περιοδικό της Ν. Υόρκης

4 Γειτονιά στο Μπέρλινγκτον

5 Republicrat – υποτιμητικός όρος, σύνθεση του republican και του democrat

6 Διάχυση του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω




Ο Μπέρνι Σάντερς και η “Λαϊκή Δημοκρατία του Βερμόντ”

To παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα “The New Republican” τον Ιούνιο του 2019. Αποτελεί ένα ιστορικό της πολιτικής πορείας του Μπέρνι Σάντερς, από την εποχή του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ έως και την είσοδό του στην Γερουσία. Κατά την διάρκεια αυτής της πορείας, ο Σάντερς θα συμπορευθεί και με τον Μάρρεϋ Μπούκτσιν, συμπόρευση η οποία δεν άντεξε παρά λίγα χρόνια. Η θητεία του Σάντερς σαν δήμαρχος του Μπέρλνγκτον αλλά και η σύγκρουσή του με τον Μάρεϋ Μπούκτσιν είναι γεγονότα υπό το πρίσμα των οποίων μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις αφετηρίες του Σοσιαλισμού όπως τον εκφράζει ο Σάντερς, αλλά και να εντοπίσουμε τα όρια που η εμπλοκή με την κρατική διαχείριση χαράσσουν.

Μετάφραση του Βασίλη Γεωργάκη

Ήταν σε ένα καφέ του Μπέρλινγκτον, γνωστό στέκι του «εναλλακτικού» κόσμου – καθώς επίσης και σημείο παρακολούθησης νέων δραστηριοτήτων της Αριστεράς από το FBI – όπου ο Μπέρνι Σάντερς είπε για πρώτη φορά στον Γκρεγκ Γκούμα, εκδότη της ριζοσπαστικής εφημερίδας Vermont Vangurad Press, πως σκόπευε να κατέβει υποψήφιος  δήμαρχος.

Ο Γκούμα ήδη προετοίμαζε την δική του υποψηφιότητα για την δημαρχία εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1981 σαν μέλος του Κόμματος των Πολιτών (Citizens Party), ενός νεοϊδρυθέντος αριστερού σχηματισμού μεταρρυθμιστών υποψήφιων και ακτιβιστών που είχαν ήδη κατεβάσει δικό τους υποψήφιο για την μοναδική έδρα του Βερμόντ στο Κογκρέσο στις εκλογές του 1980, αποσπώντας το 25% των ψήφων στο Μπέρλινγκτον. Αλλά ο Σάντερς τον έπεισε να αλλάξει γνώμη. «Πιστεύω πως θα ήμουν καλός υποψήφιος», είπε ο Σάντερς. Ήταν φανερό, μου είπε ο Γκούμα, «ότι ήταν καλύτερος πολιτικός και δεν επρόκειτο να αποσυρθεί. Αποφάσισα να αφήσω τον πολιτικό να γίνει πολιτικός».

Ο Σάντερς τελικά επικράτησε για δέκα ψήφους, κερδίζοντας πανεθνικά την προσοχή, σαν ένας αυτοπροσδιοριζόμενος ως σοσιαλιστής που θριάμβευσε την ίδια χρονιά με αυτή που ο Ρόναλντ Ρήγκαν κέρδισε το προεδρικό χρίσμα. Τώρα φυσικά, ο Σάντερς είναι ο πιο διάσημος σοσιαλιστής στην χώρα, με τις δημοσκοπήσεις να τον εμφανίζουν στην δεύτερη θέση για το χρίσμα του Δημοκρατικού υποψήφιου Προέδρου. Και η δική του εκδοχή του σοσιαλισμού έχει αποδειχθεί πολύ πιο επιδραστική από όσο ο Γκούμα ή οποιοσδήποτε αριστερός από το Μπέρλινγκτον θα μπορούσε να φανταστεί.

Η ιδεολογία του Σάντερς είναι αποτέλεσμα των διαφόρων γεγονότων της μακράς του καριέρας, στα οποία ανάγεται η απροσδόκητη πορεία του από την ριζοσπαστική Αριστερά της Νέας Αγγλίας έως την Γερουσία των ΗΠΑ. Αλλά τα μοτίβα που καθόρισαν – και περιόρισαν – τις πολιτικές του ήταν εξαρχής φανερά τόσο από την πορεία του στο LUP (Liberty Union Party) κατά την δεκαετία του 1970 όσο και από την θητεία του σαν δήμαρχος του Μπέρλινγκτον κατά την δεκαετία του 1980. Η τοποθέτηση στο επίκεντρο ζητημάτων «Ψωμιού και Βουτύρου», οι συγκρούσεις με αριστεριστές ακτιβιστές και η στρατηγική ευθυγράμμισης με τους Δημοκρατικούς συναρθρώθηκαν μέσα σε αυτά τα καθοριστικά χρόνια – μαζί με τα εντατικά μαθήματα πάνω στους συμβιβασμούς που απαιτούν οι εκλογές και η διαχείριση της εξουσίας.  

Εν μέσω όλων αυτών των προκλήσεων, κάθε άλλο παρά βέβαιο ήταν πως ο Σάντερς θα επικρατούσε. Πίσω στο Μπέρλινγκτον του 1981, το όραμα του Σάντερς ήταν απλώς ένα από τα πολλά ριζοσπαστικά αφηγήματα που κυκλοφορούσαν. Οι εντάσεις με τους συνοδοιπόρους του μπορεί να θυμίζουν μία ακόμη κλασσική ρήξη σαν αυτές τις κωμικές εσωτερικές διασπάσεις που αποτελούν εμμονικά σταθερή αξία της αφελούς Αριστεράς. Με μία προσεκτικότερη εξέταση ωστόσο, αυτές δείχνουν πως ο Σάντερς κατάφερε να μετακινηθεί πέρα από την ασυμβίβαστη, δογματική Αριστερά και να ασπαστεί αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αριστερή πτέρυγα του «εφικτού» στην αμερικάνικη πολιτική – μία ζωντανή ιδεολογία που δημιούργησε, συχνά μόνος του, κατά την διάρκεια των 36 χρόνων του σε αιρετά αξιώματα.

Το Βερμόντ είναι «η μοναδική Πολιτεία των ΗΠΑ όπου η λέξη Σοσιαλισμός δεν προκαλεί κατευθείαν αρνητικούς συνειρμούς», ισχυρίστηκε ο Σάντερς σε μία συνέντευξη το 1986. «Νομίζω πως αυτό συνέβη κυρίως επειδή είμαστε ζωντανοί εδώ και επτά χρόνια και έχουμε επιτύχει κάποια πράγματα». Ο Σάντερς πράγματι έχει κρατήσει τον σοσιαλισμό ζωντανό σαν ρεαλιστική πολιτική πρόταση. Το ερώτημα για τον αναπτυσσόμενο αμερικάνικο αριστερό κίνημα είναι εάν αυτή η εκδοχή του δημοκρατικού σοσιαλισμού που ο Μπέρνι Σάντερς διαμόρφωσε πρώτος στο Βερμόντ, μπορεί να επιβιώσει και χωρίς τον Μπέρνι Σάντερς.

Το Κόμμα των Πολιτών, ήταν μία από τις αριστερές ομαδοποιήσεις που σταδιακά στελεχωνόταν από πρώην μέλη του παλιού κόμματους του Σάντερς, του LUP, στο οποίο είχε ενταχθεί το 1971, αφότου μετακόμισε στην Πολιτεία το 1968. Το Βερμόντ, παρά το γεγονός πως αποτελούσε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων, περνούσε μία δημογραφική και πολιτισμική μεταβολή κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, η οποία έδινε χώρο σε πιο ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα στο απόγειο των διαδηλώσεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ.

Ό,τι θεωρούνταν ριζοσπαστικό τότε, μπορεί κατά κάποιο τρόπο, να φαίνεται πολύ οικείο στους φιλελεύθερους των αστικών κέντρων και τους κατοίκους της Νέας Υόρκης. «Μία κοινότητα υποκουλτούρας έχει αναδυθεί στο Βερμόντ, αποτελούμενη από πρώην κατοίκους πόλεων που επέλεξαν μία ζωή στην ύπαιθρο, απασχολούμενοι με τους κήπους τους, το κόψιμο ξύλων, το ζύμωμα, το πλέξιμο, την γιόγκα και την αστρολογία, που καπνίζουν χόρτο και τρώνε βιολογικά τρόφιμα», έγραψε το 1975 σε μία εργασία ο Μάικλ Παρέντι, μέλος του LUP και ακαδημαϊκός που απορρίφθηκε για μόνιμη θέση στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ, εξαιτίας της ριζοσπαστικής του πολιτικής τοποθέτησης.

Αλλά το LUP ήταν, στον πυρήνα του, μία Αριστερή, αντι-πολεμική, ανατρεπτική ομαδοποίηση. Ήταν ικανό, όπως έγραψε ο Παρέντι, να κερδίσει την υποστήριξη «χαμηλόμισθων ανθρώπων της εργατικής τάξης» και η υποστήριξη αυτή μεταφράζονταν «σε ένα ποσοστό της τάξης του 25%» στις φτωχογειτονιές του Μπέρλινγκτον. Το 1974, στο απόγειο της επιρροής του κόμματος, κατέβασε 43 υποψήφιους σε τοπικό και πανεθνικό επίπεδο, παίρνοντας ποσοστά ανάμεσα στο 5 και το 7%. Κατάφερε μάλιστα να αποσπάσει και ορισμένους ντόπιους συνδικαλιστές από την παραδοσιακή τους συμπόρευση με το Κόμμα των Δημοκρατικών, και κατάφερε μάλιστα να πείσει έναν συνδικαλιστή, κατά την επιθυμία του Σάντερς, να κατέβει υποψήφιος για την θέση του Αντικυβερνήτη.[1]

Οι εκλογές του 1974, δήλωσε ο Σάντερς στην Boston Globe, «έδειξαν πως η πλειοψηφία των ψήφων μας ήρθαν από τον εργαζόμενο κόσμο.. Μας δίνουν κάποια νομιμοποίηση και δείχνουν πως δεν είμαστε απλά ένα “χίπικο” κόμμα». Ο Σάντερς ήδη αντιλαμβανόταν πως παρά την φήμη του LUP ως ριζοσπαστικού (φήμη που ακολουθούσε και τον ίδιο: στις ίδιες εκλογές είχε προτείνει την κατάργηση της CIA) οι αποκαλούμενοι χίπιδες δεν θα βρίσκονταν ποτέ στο κέντρο του δικού του συνασπισμού. Αντιθέτως, η θέση αυτή ήταν φυλαγμένη για τον «κόσμο της εργασίας».

Μετά από μία αποτυχημένη καμπάνια για το αξίωμα του Κυβερνήτη δύο χρόνια μετά, ο Σάντερς εγκατέλειψε το κόμμα, θρηνολογώντας για την αναποτελεσματικότητά του. «Είχε εκνευριστεί, καθώς το κόμμα δεν αναπτύσσονταν, ενώ υπήρχαν άνθρωποι εντός αυτού που δεν είχαν αίσθηση της πολιτικής πρακτικής», δηλώνει ο Τέρι Μπουρίσιους, τοπικός πολιτικός ακτιβιστής που θα υπηρετούσε στο σώμα που ήταν γνωστό τότε σαν Συμβούλιο των Γηραιών [εφ’ εξής Δημοτικό Συμβούλιο]  του Μπέρλνγκτον, την εποχή που ο Σάντερς ήταν δήμαρχος.[2] Αναφερόταν σε ακτιβιστές όπως ο Πήτερ Νταιαμοντστόουν, συνιδρυτή του κόμματος που προωθούσε την απόδοση δικαιώματος ψήφου στα παιδιά ανάμεσα σε άλλες ουτοπικές σταυροφορίες. «Ο Μπέρνι έλεγε ‘Βάλτε προτεραιότητες’», καταλήγει ο Μπουρίσιους.

Ήταν η τελευταία φορά που ο Σάντερς θα ήταν μέλος κάποιου κόμματος.

 «Η στάση του Σάντερς ήταν πάντα πως δεν ήθελε αυτόκλητους, μεσοαστούς, απόφοιτους κολλεγίων που είχαν ελεύθερο χρόνο για να γράφουν άρθρα και να πηγαίνουν σε συναντήσεις, να του υποδεικνύουν ποια είναι η σωστή τακτική στο τάδε ή το δείνα θέμα», συνεχίζει ο Μπουρίσιους, «Αν δεν είναι άτομα της εργατικής τάξης και δεν έχουν μία χαμαλοδουλειά 9-5 για να καταλαβαίνουν πως είναι αυτό», δεν τον ενδιαφέρουν. «Δεν χρησιμοποιούσε τον όρο ‘ακτιβιστής’ ακριβώς με υποτιμητικό τρόπο, αλλά σχεδόν», προσθέτει ο Μπουρίσιους.

Την επόμενη χρονιά, ο Νταιαμοντστόουν είπε σε μία συνέντευξη πως τώρα που ο Σάντερς και άλλα δημοφιλή στελέχη εγκατέλειψαν το κόμμα, το LUP δεν μπορεί «να αντιμετωπίζεται πια σαν Fan Club». Τώρα, υποστήριζε, «είμαστε ένα πραγματικό πολιτικό κόμμα». Ο ίδιος συνέχισε να θέτει υποψηφιότητα για αξιώματα στο Βερμόντ, αδυνατώντας να συγκεντρώσει ποσοστά άνω του 8% σε πολιτειακό επίπεδο ενώ έχασε κάμποσες φορές από τον Σάντερς σε εκλογές για το Κογκρέσο κατά την περίοδο 1990 – 2012.

Δεν ήταν ο Σάντερς αυτός που πρώτος συνειδητοποίησε τις δυνατότητες μίας ανεξάρτητης υποψηφιότητας στο Μπέρλινγκτον το 1981. Αντιθέτως, συμμετείχε στις εκλογές κυρίως εξαιτίας των προτροπών ενός εκ των στενότερών του φίλων, ενός Ορθόδοξου Εβραίου ακαδημαϊκού από το Πανεπιστήμιο του Βερμόντ, ονόματι Ρίτσαρντ Σούγκαρμαν. Οι δυο τους πήγαν στο δικαστικό γραφείο του Μπέρλινγκτον και μελέτησαν εξονυχιστικά το σκονισμένο ντοσιέ με τα αποτελέσματα των εκλογών του 1976 για το αξίωμα του Κυβερνήτη, στις οποίες ο Σάντερς είχε ηττηθεί λαμβάνοντας ένα πενιχρό 6%. «Μου έδειξε μία ενδελεχή ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων» έγραψε ο Σάντερς στα απομνημονεύματά του, με τίτλο Outsider in the House (που πρόσφατα επανεκδόθηκαν ως Outsider in the White House). «Αν και είχα συγκεντρώσει ένα ποσοστό μόλις 6% των ψήφων σε πολιτειακό επίπεδο, στο Μπέρλινγκτον αυτό έφτασε το 12% και στις δύο εργατικές γειτονιές το ποσοστό ξεπέρασε το 16%».

Εδώ, πάλι, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του αναδυόμενου δημοκρατικού σοσιαλισμού του 20ου αιώνα που εκπροσωπεί ο Σάντερς: μία βάση ψηφοφόρων από την εργατική τάξη, γύρω από την οποία μπορούν να συγκεντρωθούν κι άλλα στρώματα του εκλογικού σώματος. «Μέχρι την ημέρα των εκλογών», γράφει ο Σάντερς, «είχαμε συσπειρώσει επιφανή πρόσωπα των φτωχών κοινοτήτων, καθηγητές κολλεγίων, το συνδικάτο των αστυνομικών του Μπέρλινγκτον, οικολόγους και συντηρητικούς ιδιοκτήτες ακινήτων που ανησυχούσαν για την αύξηση των φόρων ακίνητης περιουσίας».

Εκείνη την εποχή, το Κόμμα των Πολιτών του Γκούμα έμοιαζε η πιο λογική εναλλακτική απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα στο Βερμόντ και ειδικά στο Μπέρλινγκτον. Ο επιστήμονας Μπάρι Κόμονερ, που είχε γίνει γνωστός εξαιτίας των προειδοποιήσεων του σχετικά με τους κινδύνους που απορρέουν από τις πυρηνικές δοκιμές, κατέβηκε ως υποψήφιος Πρόεδρος υποστηριζόμενος από το κόμμα σαν κύριος εκφραστής της οικολογικής διαμαρτυρίας και μπορούσε να συγκεντρώσει υποστήριξη γύρω από το κίνημα. «Πολύς κόσμος από την Αριστερά συσπειρώθηκε στο Κόμμα των Πολιτών», λέει ο Μπουρίσιους, ο οποίος έγινε ένας από τους δύο συμμάχους του Σάντερς στο Δημοτικό Συμβούλιο. «Υπήρχαν κάποια άτομα που ήταν παλιοί πολιτικοί καθοδηγητές κι ήταν εξοργισμένοι με τους Δημοκρατικούς κι εν πολλοίς με το Δημοκρατικό Κόμμα και ήταν κατά βάση αριστεροί».

Αλλά οι προεδρικές εκλογές του 1980 είχαν τραυματίσει το Κόμμα των Πολιτών, το οποίο είχε καταφέρει να λάβει ψήφους μόνο σε 30 πολιτείες και είχε μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την ανεξάρτητη υποψηφιότητα του Τζον Άντερσον. Τελικά το κόμμα άρχισε να φυλλοροεί και τα μέλη του στο Μπέρλινγκτον συμμετείχαν στον Προοδευτικό Συνασπισμό του Σάντερς, την ομάδα των ανεξάρτητων αριστερών που συμμετείχαν στην διακυβέρνηση της πόλης όσο ο Σάντερς και ο διάδοχός του κατείχαν το αξίωμα στο Μπέρλινγκτον.

Από την στιγμή που ο Μπέρνι κέρδισε τις εκλογές του 1981 για την θέση του δημάρχου, γρήγορα απέκτησε μία διπλή ταυτότητα. Από την μία ήταν αυτός ο σοσιαλιστής με την ατημέλητη κώμη που κέρδισε δυσανάλογη δημοσιότητα σε σχέση με ό,τι θα περίμενε κάποιος για τον δήμαρχο μίας πόλης με πληθυσμό 38,000 κατοίκων. Από την άλλη ήταν o σκληροτράχηλος τοπικός αξιωματούχος, που στην αρχή της καριέρας του περιοριζόταν συνεχώς από ένα Δημοτικό Συμβούλιο ελεγχόμενο κατά βάση από τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς, το οποίο δεν είχε καμία διάθεση να βοηθήσει τον Σάντερς να επανεκλεγεί. Το Συμβούλιο μετά βίας τον άφηνε να κάνει διορισμούς, πόσο μάλλον να καταλάβει τα μέσα παραγωγής.  

Ο Σάντερς ποτέ δεν απομακρύνθηκε στην πραγματικότητα από τον ριζοσπαστισμό του LUP – αυτό ήταν άλλωστε που τον ξεχώριζε από άλλους πιθανούς αριστερούς που θα μπορούσαν να κερδίσουν το αξίωμα. Ταυτόχρονα ωστόσο, δεν ανέπτυσσε ιδιαίτερα την φύση των σοσιαλιστικών του πεποιθήσεων – μία πολιτική στάση που συνέχισε να χαρακτηρίζει την κατοπινή του πολιτική καριέρα.

Μετά την εκλογή του δήλωνε στην Boston Globe πως «αποστασιοποιήθηκα από τον αυτοπροσδιορισμό μου ως σοσιαλιστή γιατί δεν ήθελα να περάσω την μισή μου ζωή εξηγώντας ότι δεν πίστευα στην Σοβιετική Ένωση ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Πρόσθετε πως, «Δεν μας παίρνει, όποια κι αν είναι τα προσωπικά μου συναισθήματα για αυτό, να κηρύξουμε τον πόλεμο στην επιχειρηματική κοινότητα».

Ωστόσο, γνώριζε πολύ καλά πόσο μυθιστορηματική ήταν η νίκη του, ειδικά όταν αυτή ερχόταν τόσο κοντά χρονικά με την ορκωμοσία του Ρήγκαν. «Το Μπέρλινγκτον θα τεθεί στο επίκεντρο επειδή η χώρα επέλεξε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και εμείς την αντίθετη», δήλωσε ο Σάντερς στους New York Times. «Ο κόσμος θα πληρώνει 10 δολάρια το εισιτήριο για να δει το φρικιό δήμαρχο του Μπέρλινγκτον και ό,τι κάνουμε μπορεί να έχει αντίκτυπο».

Το ρήγμα ανάμεσα στον συνασπισμό του Σάντερς και την διεθνιστική Αριστερά καθώς και το καθημερινό του στυλ διακυβέρνησης έγιναν μόνιμο θέμα της κάλυψής του από τα Μέσα. Ένας κάτοικος του Βερμόντ δήλωσε στην Hartford Courant μετά την πρώτη του επανεκλογή το 1983, πως «Μιλάει [εν. ο Σάντερς] για το Ελ Σαλβαδόρ, αλλά απλώς διοικεί την πόλη». Με άλλα λόγια, ο Σάντερς δεν εγκατέλειψε τις σοσιαλιστικές του αναφορές, αλλά επίσης δεν τις θεωρούσε αυτές πάντα χρήσιμες για την καθημερινή του δουλειά.

Δήλωσε στην Courant πως αυτό που τον απασχολούσε ήταν ότι «η μισή Γερουσία των ΗΠΑ αποτελείται από εκατομμυριούχους και οι μισές από τις σημαντικότερες αποφάσεις σχετικά με την χώρα λαμβάνονται από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις». Αλλά υποστήριξε, «Τι σημαίνει αυτό για το Μπέρλινγκτον; Όχι και πολλά πράγματα». Αντίθετα ήταν πρόθυμος να θέσει υπό συζήτηση την διοίκηση της πόλης με όρους μάνατζμεντ. Αυτό σήμαινε να θέσει υπό διαπραγμάτευση συμβόλαια, να δημιουργήσει πλεόνασμα 1,9 εκατομμυρίων δολαρίων και να βελτιώσει την οικονομική διαχείριση της πόλης, ώστε να κερδίσει μεγαλύτερα επιτόκια για τις καταθέσεις του δήμου.

Φυσικά είναι πανεύκολο να διοικείς μία πόλη αποτελεσματικά ενώ δείχνεις της αλληλεγγύη σου στην Αριστερά της Κεντρικής Αμερικής, ό,τι και να λέει το Δημοτικό Συμβούλιο. Το να το κάνει αυτό ο Σάντερς ενώ παράλληλα στέκεται αλληλέγγυος με τους συνδικαλισμένους εργάτες σε μία βιομηχανία όπλων, αυτό είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση.

Το αντιπολεμικό κίνημα είχε πεθάνει μετά το τέλος της αμερικανικής παρέμβασης στο Βιετνάμ, αλλά πολλοί αριστεροί επανενεργοποιήθηκαν κατά την δεκαετία του ’80 εξαιτίας της υποστήριξης των ΗΠΑ σε δεξιά καθεστώτα και παραστρατιωτικές ομάδες στην Κεντρική Αμερική. Ο Σάντερς δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η Κεντρική Αμερική ήταν στην καρδιά των προσπαθειών του ώστε να χαράξει η μικρή πόλη που διοικούσε την δική της εξωτερική πολιτική. Κατάληξη αυτών των προσπαθειών η επίσκεψη του Σάντερς στην Νικαράγουα και η συνάντησή του με τον ισχυρό αριστερό Πρόεδρο Ντάνιελ Ορτέγκα το 1985.

Σύντομα μετά την επανεκλογή του το 1983 ωστόσο, η αφοσίωση του Σάντερς σε μια φιλειρηνική, αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική και η δέσμευση του απέναντι στους εργάτες του Μπέρλινγκτον ήρθαν σε σύγκρουση.

Αν και γνωστό για την αγροτική παραγωγή χαμηλής κλίμακας και τους καταπράσινους του λόφους, το Βερμόντ ήταν μία Πολιτεία που απορροφούσε τα μεγαλύτερα συμβόλαια του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εξαιτίας της παραγωγής των όπλων Gatling στις εγκαταστάσεις της General Electric στο Μπέρλινγκτον.

Εκείνο το καλοκαίρι, μια ομάδα ακτιβιστών συναντήθηκε με τον Σάντερς και του ανακοίνωσαν το σχέδιο τους να αποκλείσουν την είσοδο του εργοστασίου της General Electric στο Μπέρλινγκτον. Ο Σάντερς εκνευρίστηκε μαζί τους, γράφει ο Γκούμα στο βιβλίο του με τίτλο, The People’s Republic: Vermont and the Sanders Revolution, επειδή «κατηγορούσαν τους εργάτες» αντί να επικεντρώσουν την προσοχή τους στα ομοσπονδιακά κέντρα που σχεδίαζαν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Σάντερς κατηγόρησε τους ακτιβιστές πως έριχναν «το φταίξιμο στους εργαζόμενους», σύμφωνα με την Burlington Free Press. Φέρεται μάλιστα να αντιτάχθηκε στην διαμαρτυρία, σε συναντήσεις του με τους ηγέτες των συνδικαλιστών του εργοστασίου. «Δεν έχουν όλοι την πολυτέλεια να επιλέξουν που θα δουλέψουν», είπε στην Burligton Free Press. H θέση του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την άνοδο του αντιπολεμικού κινήματος, ειδικά στο Βερμόντ, όπου 159 από τις 180 πόλεις είχαν περάσει ψηφίσματα κατά των πυρηνικών.

Ο Σάντερς έμεινε ασυγκίνητος από τα επιχειρήματα των ακτιβιστών και είπε πως «δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει την σύλληψή τους», σύμφωνα με την μαρτυρία του Γκούμα. Σύντομα αφότου ξεκίνησε η διαμαρτυρία το πρωινό της 20ης Ιουνίου, δεκάδες ακτιβιστές συλλήφθηκαν, ενώ, όπως ο Γκούμα λέει, «ο δήμαρχος παρακολουθούσε από την άκρη του δρόμου».

Έτσι δημιουργήθηκε ένα ρήγμα ανάμεσα στον Σάντερς και μέρους των ακτιβιστών υποστηρικτών του. O Σάντερς «έβλεπε σαν εκλογική του βάση τα συνδικάτα και τους φτωχούς», γράφει ο Γκούμα. «Η οικονομία του ‘Ψωμιού και Βουτύρου’ έθετε το πλαίσιο της ανάλυσής του, απωθώντας κεντροπολιτικά ζητήματα όπως η ειρήνη στο περιθώριο της συζήτησης».

Ένα από τους ακτιβιστές που οργάνωσαν την παρέμβαση στο εργοστάσιο ήταν και ο γεννημένος στο Μπρονξ, αναρχικός και θεωρητικός της κοινωνικής οικολογίας, Μάρρεϋ Μπούκτσιν. Πρόσφατα είχε παραιτηθεί από την θέση του ως καθηγητής στο Κολλέγιο Ραμάπο του Νιού Τζέρσευ, γεγονός που του επέτρεψε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βερμόντ και να ασχοληθεί με το γράψιμο και την διαπαιδαγώγηση των ακτιβιστών και των συνοδοιπόρων που είχαν συσπειρωθεί γύρω από αυτόν.

Όταν ο Σάντερς εκλέχθηκε πρώτη φορά δήμαρχος, ο Μπούκτσιν είχε ενθουσιαστεί. Μάλιστα έκανε λόγο για τις «δέκα ψήφους αναρχικών» που έδωσαν την νίκη στον Σάντερς, σύμφωνα με μία βιογραφία του, που έγραψε η συντρόφισσα και μαθήτριά του Τζάνετ Μπιέλ. O Μπούκτσιν είδε στον Σάντερς την προοπτική ενός κινήματος το οποίο θα μπορούσε να συγχωνεύσει τις αναρχικές του ιδέες περί μη-κυριαρχίας με την πίστη του στην αναγκαία κοινωνικότητα του ανθρώπινου είδους, που τελικά θα κατέληγαν στην δημιουργία ενός μοντέλου διακυβέρνησης, βασισμένου σε συνελεύσεις των κατοίκων της πόλης.

Αλλά οι δύο αριστεροί μεταρρυθμιστές σύντομα ήρθαν σε σύγκρουση, όχι μόνο για το ζήτημα των παρεμβάσεων στην GE, αλλά επίσης εξαιτίας της υποστήριξης του Σάντερς στα σχέδια επιχειρηματιών για την εκμετάλλευση της παρόχθιας ζώνης του Μπέρλινγκτον, σχέδιο που μπήκε μπροστά το 1985. Ο Σάντερς παλαιότερα είχε αγωνιστεί ενάντια σε ένα αντίστοιχο αναπτυξιακό σχέδιο για την παρόχθια ζώνη κι έτσι, αυτό που έμοιαζε με μεταστροφή του πάνω στο ζήτημα πυροδότησε την σκληρότερη εξ αριστερών κριτική της θητείας του.

Οι επικριτές του Σάντερς δημιούργησαν μία ομάδα διαμαρτυρίας ενάντια στο σχέδιο – ανάμεσα στους ηγέτες του ήταν η πρώην σύζυγος του Μπούκτσιν, η Μπέα, και η Σάντρα Μπαίρντ πρώην μέλος του LUP. Ένα από τα σλόγκαν τους – Η παρόχθια ζώνη μας δεν πωλείται! – αντηχούσε το σλόγκαν της επαναστατικής καμπάνιας του ίδιου του Σάντερς: Το Μπέρλινγκτον δεν πωλείται!

Καθώς η έκδοση ομολόγων για την χρηματοδότηση του έργου καταψηφίστηκε, ο Μπούκτσιν επέκρινε τον Σάντερς για «συνδιαλλαγή με τα επιχειρηματικά συμφέροντα». Οι αριστεροί ακτιβιστές ήταν σε διάσταση με τον Σάντερς από νωρίτερα, για ζητήματα όπως οι εγκαταστάσεις της GE, αλλά η έκδοση ομολόγων ήταν η πρώτη φορά που ο Σάντερς έχασε μία μάχη απέναντι σε δυνάμεις προερχόμενες από τα αριστερά του – μόνο σε μία εκλογική περιφέρεια, ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους υπερψηφίστηκε το σχέδιο. (Σήμερα η παρόχθια ζώνη φιλοξενεί ένα μεγάλο πάρκο κι έναν ποδηλατόδρομο.  Εκεί ξεκίνησε ο Σάντερς την καμπάνια του για τις εκλογές του 2016.)

Ένα χρόνο αργότερα ο Μπούκτσιν εξέφρασε δημόσια τις διαφωνίες του με τον Σάντερς με ένα καυστικό και ανελέητο άρθρο στο Socialist Review, το οποίο και απέκτησε ιδιαίτερη αξία στο διαδίκτυο σαν σημείο αναφοράς για την εξ αριστερών αντιπολίτευση προς τον Σάντερς.

Αν ο Σάντερς ήταν «Σοσιαλιστής» υποστηρίζει ο Μπούκτσιν, είναι ο τύπος «που η προτίμησή του για τον ‘ρεαλισμό’ έναντι των ιδανικών, του έχει δημιουργήσει κακή φήμη ακόμη και ανάμεσα στους στενότερους συνεργάτες του στο Δημαρχείο». Ο Σάντερς δεν διακατέχεται μόνο από «γνωστή παράνοια και τάσεις απομόνωσης», συνεχίζει ο Μπούκτσιν, αλλά είναι επίσης «ένας κεντρώος, που τον ενδιαφέρει περισσότερο να συγκεντρώσει μεγαλύτερη εξουσία στο γραφείο του δημάρχου παρά να την μοιραστεί με τον κόσμο». Επιπροσθέτως ο Μπούκτσιν, προβλέποντας το ύφος της κριτικής που σήμερα δέχεται ο Σάντερς, θεωρούσε τις ιδέες του δεύτερου απαρχαιωμένες, μία αναδίπλωση στον ριζοσπαστισμό του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα, που έβαζε στο επίκεντρό του τους βιομηχανικούς εργάτες.

O Σάντερς, έγραφε ο Μπούκτσιν, είχε μία μεσοπολεμική πίστη στην τεχνολογική πρόοδο, την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων και μία αφελή προσκόλληση στα οφέλη της «ανάπτυξης».

Ο Σάντερς θα απέρριπτε τις «δημοκρατικές διαδικασίες» σαν «δευτερεύουσες σε σχέση με τα γεμάτα στομάχια», ενώ «το προσγειωμένο προλεταριάτο εξυμνείται σε σχέση με τους ‘θηλυπρεπείς’ διανοούμενους, και περιβαλλοντικά, φεμινιστικά και κοινοτικά ζητήματα θεωρούνται μικροαστικές υπερευαισθησίες σε σχέση με τις υλικές ανάγκες του ‘εργαζόμενου κόσμου’».

«Η τραγωδία είναι πως ο Σάντερς δεν έζησε την περίοδο 1870-1940», συνεχίζει ο Μπούκτσιν, «και το παράδοξο που εκπροσωπεί είναι το εξής: Πως ένα σύνολο ιδεών που πριν μισό αιώνα έμοιαζε τόσο επαναστατικό, φαίνεται τόσο συντηρητικό σήμερα;»

Το περιφρονητικό, πικρόχολο ύφος του άρθρου του Μπούκτσιν μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της απογοήτευσης, ως μοιρολόι – αλλά επίσης και ως προειδοποίηση, πως αν οι αριστεροί στις ΗΠΑ σκόπευαν να υποστηρίξουν κάποιον Νεοϋορκέζο μέτοικο στο Μπέρλινγκτον, αυτός θα έπρεπε να είναι ο μουστακαλής [sic] αναρχικός και όχι o γυαλάκιας [sic] σοσιαλιστής. Ο Μπούκτσιν έμοιαζε να πιστεύει πως μπορούσε να πείσει τους αριστερούς, πως ο Ντεμπσιανός[3] και επικεντρωμένος στους εργάτες σοσιαλισμός ήταν ένα διανοητικό, πολιτικό και ηθικό αδιέξοδο και πως έτσι θα μπορούσε να εισάγει την δική του, συζευγμένη με την οικολογία, εκδοχή του αναρχισμού.

Οι συνοδοιπόροι του Μπούκτσιν δοκίμασαν τις δικές τους δυνάμεις στις εκλογικές μάχες, κατεβαίνοντας στις εκλογές ως Πράσινοι του Μπέρλνγκτον για θέσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο και κατεβάζοντας δικό τους υποψήφιο δήμαρχο το 1989.

Η υπό διαμόρφωση ιδέες του Μπούκτσιν περί «ελευθεριακού δημοτισμού», γράφει η μαθήτριά του Μπιέλ, υποτίθεται πως θα απέφευγαν τους επικίνδυνους συμβιβασμούς των συμβατικών τρόπων άσκησης πολιτικής, χωρίς να εγκαταλείψουν τις πιθανότητες να επιτευχθεί μία διαρκής και συλλογική αλλαγή.

Σε μία χαλαρή συζήτηση-συνέντευξη το 1985, ο Μπούκτσιν δήλωσε πως «τον απασχολούσε η ανάπτυξη τοπικών θεσμών – συνελεύσεων γειτονιάς, συμβουλίων που θα μπορούσαν να ασκήσουν δυναμική αντιπολίτευση στην κεντρική εξουσία». Έλεγε πως το όραμα του για την πολιτική ερχόταν σε αντίθεση με την τέχνη της διαχείρισης του κράτους, την οποία περιέγραφε σαν «να λειτουργείς σαν κόμμα εντός του κράτους με το βλέμμα στραμμένο στην απόκτηση του ελέγχου αυτού». Οι πολιτικές του θέσεις προέρχονταν από μία «έννοια της Πόλης [η ελληνική λέξη χρησιμοποιείται και στο πρωτότυπο] και της κοινότητας, που θα είναι αποκεντρωμένη, ομόσπονδη, βασισμένη στην κυκλικότητα και την πλήρωση των αξιωμάτων μέσω κλήρωσης όπου καλώς εχόντων των πραγμάτων θα επιτυγχανόταν ο μέγιστος βαθμός συμφωνίας – όπου και τελικά έχεις ένα ενεργό σώμα πολιτών που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του».

Αν ο λειψός σοσιαλισμός του Σάντερς ήταν μία αποτυχία, ίσως οι Πράσινοι του Μπούκτσιν θα μπορούσαν, γράφει η Μπιέλ, «να δημιουργήσουν μία δημοκρατική Αριστερά: τοπικά, ώστε να καθιερώσουν την δημοκρατία της Νέας Αγγλίας σαν υπόδειγμα για τους Πράσινους της υπόλοιπης πολιτείας και πανεθνικά να πυροδοτήσουν ένα αποκεντρωμένο και από τα κάτω, πράσινο κίνημα το οποίο θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα».

Οι Πράσινοι κατέβασαν σαν υποψήφια δημοτική σύμβουλο την πρώην σύζυγο και επί σειρά ετών φίλη του Μπούκτσιν, την Μπέα στις εκλογές του 1987. Αν και έλαβε ένα ποσοστό πάνω από 20%, έχασε.

Όταν ο Σάντερς ανακοίνωσε πως δεν θα έθετε υποψηφιότητα για δήμαρχος το 1989, οι Πράσινοι είδαν την ευκαιρία να αναλάβουν τον – στα μάτια τους – βαριά τραυματισμένο Προοδευτικό Συνασπισμό του Μπέρλινγκτον, τώρα που αποστερήθηκε την παρουσία της δημοφιλέστερης φιγούρας του. Μαζί με δύο υποψήφιους για το δημοτικό συμβούλιο, κατέβασαν σαν υποψήφιο δήμαρχο την Μπαίρντ, την φεμινίστρια δικηγόρο που βοήθησε στην οργάνωση του κινήματος κατά της ανάπλασης της παρόχθιας ζώνης.

«Πιστεύαμε πως ήταν η ευκαιρία μας να ισχυροποιήσουμε μία πραγματική πράσινη Αριστερά στην πόλη», λέει η Μπιέλ, περιγράφοντας μία προεκλογική εκστρατεία που ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή του Σάντερς το 1981. Μάλιστα τράβηξε την προσοχή της Newsweek, η οποία μετέφερε την άποψη του Μπούκτσιν, ο οποίος περιγράφοντας τα αναπτυξιακά σχέδια του Προοδευτικού Συνασπισμού, σχολίαζε πως αυτά «είναι προοδευτικά μόνο αν είσαι Μαρξιστής της δεκαετίας του ‘30». Οι Πράσινοι έκαναν λόγο για περισσότερες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και συμμετοχή των πολιτών στην διακυβέρνηση. απαιτούσαν έλεγχο των ενοικίων κι έβαλλαν εναντίον των αναπτυξιακών πλάνων για την παρόχθια ζώνη.

Για τον Προοδευτικό Συνασπισμό οι Πράσινοι ήταν «αδιάλλακτοι», γράφει η Μπιέλ. Ο Γκούμα γράφει πως οι Πράσινοι «θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως το μόνο απομεινάρι της συνειδητής Αριστεράς», και πως η σκληρή κριτική τους στον Προοδευτικό Συνασπισμό «δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν έβλεπαν διαφορές ανάμεσα στους Προοδευτικούς και τους Ρεπουμπλικάνους».

Η Μπαίρντ, όπως και ο Σάντερς την εποχή που συμμετείχε στο LUP, θα μάζευε ένα μικρό ποσοστό στις εκλογές. Τελικά θήτευσε στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας σαν μέλος των Δημοκρατικών.

Η πραγματική καταστροφή για τους Πράσινους ήρθε την επόμενη χρονιά, σε εκλογές για μία θέση στο Δημοτικό Συμβούλιο. Αφού ένας Δημοκρατικός επιβλήθηκε ενός εν ενεργεία συμβούλου των Προοδευτικών, οι Πράσινοι του Μπέρλινγκτον ανακοίνωσαν πως ο υποψήφιος τους, ο Στήβεν Σήχαϊ, είχε συνεννοηθεί με τον Δημοκρατικό κι είχαν προσυμφωνήσει τις ερωτήσεις που θα έκανε ο ένας στον άλλον σε ένα debate που στόχο είχε να τους δώσει χώρο να αναπτύξουν τις θέσεις τους. Αν και ο Σήχαϊ πήρε μόνο 37 ψήφους, αυτοί υπερκάλυπταν την διαφορά των 25 που εξασφάλισαν την νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου έναντι του Έρχαρτ Μάνκε των Προοδευτικών.

«Πιστεύω πως το εκλογικό αποτέλεσμα αλλοιώθηκε», δήλωσε ο Μπούκτσιν σε ανακοίνωσή του στην Burlington Free Press, «πολιτικοί μου έχουν πει επανειλημμένα πως έτσι παίζεται το παιχνίδι. Αν ισχύει αυτό, τότε αυτό το παιχνίδι δεν είναι το δικό μου παιχνίδι και σίγουρα δεν θα έπρεπε να είναι το παιχνίδι των Πράσινων».

Ήταν πολιτικαντισμός στην πιο φτηνή του εκδοχή και ο Μπούκτσιν ένιωσε βαθιά ντροπή, γράφει η Μπιέλ. Ο παλαίμαχος αναρχικός πλησίασε τον Μάνκε σε μία δημόσια συνέλευση: «Όλη μου την ζωή δούλεψα για μία νέα προσέγγιση της πολιτικής», θυμάται η Μπιέλ να του λέει, «για μία ηθική πολιτική. Κάποιοι άνθρωποι από την συλλογικότητα μου συμπεριφέρθηκαν ανήθικα και γι’ αυτό απολογούμαι. Αν τέτοια συμπεριφορά πηγάζει από το έργο μου, αν αυτή είναι η κατάληξη του έργου μου, τότε η ζωή μου ήταν μάταιη».

Αν και ο Σάντερς δεν συνδέθηκε ποτέ με τέτοια τεχνάσματα, προέβη σε συνεργασίες και συμβιβασμούς που επέσυραν δριμεία κριτική και την αποκήρυξή του από την απαιτητική πτέρυγα στα αριστερά του. Ο Νταϊαμοντστόουν των αποκάλεσε «Κούισλιγκ» όταν ο Σάντερς υποστήριξε το Γουόλτερ Μοντάλ για Πρόεδρο το 1984. Ο Παρέντι ήρε την υποστήριξή του προς το πρόσωπό του για το θέμα της επέμβασης στην Γιουγκοσλαβία. Και κάποια μέλη της ίδιας του της κυβέρνησης συμμετείχαν σε παρεμβάσεις στο εργοστάσιο της GE. Για χρόνια καλούσε στην δημιουργία Τρίτου Κόμματος, μόνο και μόνο για να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών ενώ κράτησε τις αποστάσεις του από το Προοδευτικό Κόμμα του Βερμόντ.

Αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι σχολαστικός διανοούμενος ή θεωρητικός, όλες αυτές οι μεταλλάξεις δεν βάρυναν την συνείδησή του. Με άλλα λόγια, είναι απλώς ένας πολιτικός, όπως παρατήρησε ο Γκούμα σε εκείνη την καφετέρια στο Μπέρλινγκτον, τόσο χρόνια πριν. Και κερδίζει.

Οι Πράσινοι αντίθετα εξατμίστηκαν σαν πολιτική δύναμη στο Μπέρλινγκτον. Μετά την κατάρρευσή τους, το πολιτικό σύμπαν του Μπούκτσιν γινόταν όλο και μικρότερο. Ήταν εξαντλημένος και απομονωμένος εξαιτίας της μακράς και σκληρής διαμάχης του με ριζοσπάστες της «βαθιάς οικολογίας» εντός του οικολογικού κινήματος των ΗΠΑ. Το Κόμμα των Πράσινων θα εξελισσόταν σε ένα πιο συμβατικό κόμμα, ενώ λίγοι αναρχικοί υιοθέτησαν τις πολιτικές του θέσεις. Καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι στα τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε το 2006), ο Μπούκτσιν εξομολογήθηκε στον επί σειρά ετών ακτιβιστή και πρώην δικηγόρο του δήμου Μπέρλινγκτον, Τζην Μπέργκμαν πως, «δεν έχω πια την δύναμη να αγωνιστώ άλλο».

Η ίδια η Μπιέλ, ενώ επίμονα φρόντισε την κληρονομιά του Μπούκτσιν, περιέγραφε τον Σάντερς σαν «εκπληκτικό» γερουσιαστή, ο οποίος «πάλευε επίμονα για λογαριασμό των καταπιεσμένων».

Αυτό δεν σημαίνει πως το πολιτικό όραμα του Μπούκτσιν πέθανε κάπου στο Βερμόντ την δεκαετία του ’90. Ενώ ο Σάντερς υπηρετούσε στο Κογκρέσο, το έργο του Μπούκτσιν βρήκε τον δρόμο του προς τις τουρκικές φυλακές μέχρι το κελί του ηγέτη του PKK, του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Έκτοτε το κόμμα αναμορφώθηκε βάση των ιδεών του Μπούκτσιν. Ο Οτσαλάν, στρατευμένος Μαρξιστής – Λενινιστής έως τότε, τώρα περιγράφει τις πολιτικές του θέσεις ως «Δημοκρατικό Συνομοσπονδισμό». Σήμερα, τα ελεγχόμενα από τους Κούρδους εδάφη της βόρειας Συρίας, κυβερνώνται βάση του συστήματος του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού, που αποτελεί την ερμηνεία των ιδεών του Μπούκτσιν από τον Οτσαλάν. Η περιοχή είναι επίσης βάση των πλέον δεινών και αφοσιωμένων αντιπάλων του ISIS στην Συρία. Αν ο Σάντερς κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2020, περίπου 40 χρόνια αφότου οι αναρχικοί τον βοήθησαν να νικήσει στο Μπέρλινγκτον, θα είναι παιχνίδι της μοίρας: οι δύο εκδοχές «λαϊκής δημοκρατίας» θα είναι και πάλι σύμμαχοι.

Όταν ο Σάντερς εισήλθε ορμητικά στην κεντρική πολιτική σκηνή το 2015, οι περισσότεροι φιλελεύθεροι δεν είχαν ιδέα τί να κάνουν με την περίπτωσή του. Η Χίλαρι Κλίντον και οι υποστηρικτές της δεν μπορούσαν απλώς να τον απεικονίζουν σαν έναν ριζοσπάστη ιδεολόγο με ανόητα σχέδια που ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν – όπως αρέσκεται να υποδεικνύει και ο ίδιος ο Σάντερς, πολλές από τις προτάσεις του είναι αρκετά δημοφιλείς. Δεν ήταν απλώς απελπιστικά αριστερός, όπως υποστήριζε η Κλίντον και οι σύμμαχοί της, είχε επίσης απελπιστικά απαρχαιωμένες θέσεις σε σχέση με του Δημοκρατικούς πάνω στα ζητήματα του ρατσισμού και του σεξισμού. Ήταν στην καλύτερη αδιάφορος όσον αφορά συγκεκριμένες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες και οι γυναίκες και στην χειρότερη ανοικτά εχθρικός απέναντι σε πολιτικές που δεν έχουν σχέση με την δική του ταξική, υλιστική προοδευτικότητα.

Η Κλίντον επιτίθονταν στον Σάντερς, χαρακτηρίζοντάς τον ως υποψήφιο με ατζέντα για «ένα ζήτημα», ενώ η ίδια ήταν «η μόνη υποψήφια που αφαιρούσε κάθε εμπόδιο προς την πρόοδο». Ή όπως το έθεσε με ένα σχόλιο, με το οποίο κατάφερε να βρεθεί δεξιά και αριστερά του Σάντερς: «Αν σπάσουμε τις τράπεζες αύριο.. πως θα έδινε αυτό τέλος στον ρατσισμό;» H πολιτικός που συνδέθηκε περισσότερο με την μετριοπάθεια των Δημοκρατικών, που στόχο είχε τις εκλογικές νίκες (πίσω μόνο από τον σύζυγό της) ενσάρκωνε ταυτόχρονα το φιλελεύθερο κατεστημένο και τον Μπούκτσιν, με τον Σάντερς εγκλωβισμένο στην μέση, να τα βάζει με την ανισότητα και το σύστημα υγείας. Για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, ο Σάντερς έχασε.

Όπως τελικά έχασε και η Κλίντον, και έχασε ακριβώς στα μέρη όπου το επίμονο, λαϊκίστικο μήνυμα ίσως να έπιανε περισσότερο: στην Rust Belt.[4] Η, όχι και τόσο απίθανη, εικασία πως ο Σάντερς ίσως κέρδιζε τον Τραμπ, μαζί με μια νέα και συμπαγή βάση ακτιβιστών υποστηρικτών, τον έκανε κατευθείαν φαβορί για το χρίσμα των Δημοκρατικών για το 2020.

H νέα του εκστρατεία μπορεί να ιδωθεί σαν μία μεγάλη διόρθωση βάση της κριτικής που τον ήθελε να μην ασχολείται με ζητήματα ρατσισμού και σεξισμού, ενώ από την άλλη παραμένει αμετακίνητος σε ζητήματα άσκησης πολιτικής. Το επιτελείο του είναι πιο διαφοροποιημένο και δεν διστάζει να μιλήσει για την προσωπική του πορεία, η οποία περιλαμβάνει και την συμμετοχή του στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, όσο ήταν φοιτητής στο Σικάγο. Οι δημοσκοπήσεις τον εμφανίζουν δεύτερο και με διαφορά από τον Τζο Μπάιντεν – ο οποίος συγκεντρώνει την υποστήριξη των μεγάλων ηλικιών και των Αφρο-Αμερικανών – και μοιράζεται την υποστήριξη της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών με την Ελίζαμπεθ Γουόρεν, η οποία τον έχει ξεπεράσει όσον αφορά την παρουσίαση λεπτομερών, προοδευτικών πολιτικών προτάσεων.

Αλλά ασχέτως του τι θα συμβεί το 2020, ο Σάντερς έχει ξεχωρίσει από παλαιότερους αριστερούς που προσπάθησαν να αφήσουν το στίγμα τους στην κεντρική πολιτική σκηνή. Δεν είναι Νόρμαν Τόμας ή Γκας Χαλ ή Μπάρι Κόμονερ. Δεν είναι ένας ρομαντικός ηττημένος, ένας υποψήφιος που ζητά ψήφο διαμαρτυρίας ή που κόβει ψήφους από τους άλλους υποψήφιους. Παρ΄ όλ’ αυτά δεν είναι επίσης εκφραστής ενός ευρύτερου κινήματος ή τάσης. Η απόσταση του τόσο από το Δημοκρατικό Κόμμα όσο και από τις οργανώσεις της Αριστεράς του έδωσε την ευελιξία να κερδίζει εκλογές εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Αλλά αυτό επίσης σημαίνει πως στον σοσιαλισμό του, είναι μόνος του. Αυτή τη στιγμή, ο μόνος τρόπος να φανεί τί σημαίνει Σοσιαλισμός στον 21ο αιώνα είναι να κερδίσει τις εκλογές ο Μπέρνι Σάντερς.

 

Σύνδεσμος για το πρωτότυπο άρθρο: https://newrepublic.com/article/154086/bernies-red-vermont

Τελευταία ανάκτηση 28/1/2020

 

[1] Lieutenant governor: Η θέση αυτή είναι συνήθως δεύτερη στην ιεραρχία της Πολιτείας, με την εξουσία της να διαφέρει από πολιτεία σε πολιτεία. Συνηθισμένο αξίωμα σε περιοχές που ανήκαν στην Βρετανική Κοινοπολιτεία.

[2] Board of Aldermen: Τοπικό συμβούλιο αιρετών, αντίστοιχο του δημοτικού συμβουλίου. Η χρήση του όρου “Aldermen” που κυριολεκτικά μπορεί να μεταφραστεί ως Γηραιός προέρχεται από την βρετανική πολιτική παράδοση και δεν έχει κάποια σχέση με ηλικιακά κριτήρια.

[3] Ο Eugene V. Debs (1855-1926) ήταν εξέχον στέλεχος του αμερικάνικου συνδικαλιστικού κι εργατικού κινήματος και εκ των ιδρυτών της οργάνωσης Industrial Workers of the World (IWW) καθώς και υποψήφιος Πρόεδρος με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.

[4] Rust Belt: Η ζώνη της σκουριάς. Έτσι αποκαλούνται συνοπτικά οι περιοχές αυτές γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες και τα Μεσοδυτικά που βίωσαν την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του ’80. Συμπεριλαμβάνει περιοχές της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, του Ιλινόις, του Οχάιο, της Αϊόβα, του Μίσιγκαν, της Ιντιάνα, της Δυτικής Βιρτζίνια και της Νέας Αγγλίας.




Άμεση Δημοκρατία & το Παράδειγμα των Κούρδων (Βίντεο της εκδήλωσης στο B-FEST)

“Η Υπόσχεση της Άμεσης Δημοκρατίας & το Παράδειγμα των Κούρδων”. Παρακάτω το βίντεο της ομιλίας και της συζήτησης που έλαβε χώρα στις 27 Μαϊου 2018 στα πλαίσια του B-FEST 7.

Ομιλητές:
Debbie Bookchin (Αμερικανίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας – με τηλεδιάσκεψη)
Sven Wegner (Διεθνιστικό Κέντρο Δρέσδης)
Yavor Tarinski (TRISE, περ. Βαβυλωνία)

Μεταφραστής: Θοδωρής Καρυώτης

Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας της Debbie Bookchin βρίσκεται ΕΔΩ

{"@context":"http:\/\/schema.org\/","@id":"https:\/\/www.babylonia.gr\/2020\/02\/01\/to-paradokso-tou-mperni-santers\/#arve-youtube-r42tgnp0ydw67af4f1037f42790511721","type":"VideoObject","embedURL":"https:\/\/www.youtube-nocookie.com\/embed\/r42TgnP0ydw?feature=oembed&iv_load_policy=3&modestbranding=1&rel=0&autohide=1&playsinline=0&autoplay=0"}

Video by omniatv, Αντώνης Δημόπουλος




Debbie Bookchin: Η Υπόσχεση της Άμεσης Δημοκρατίας & το Παράδειγμα των Κούρδων (Βίντεο)

Η ομιλία της Debbie Bookchin στο B-Fest 7 στην εκδήλωση “Η Υπόσχεση της Άμεσης Δημοκρατίας & Το Παράδειγμα των Κούρδων” έλαβε χώρα στις 27 Μαϊου 2018. Στο πάνελ συμμετείχαν επίσης οι Sven Wegner (Διεθνιστικό Κέντρο Δρέσδης) και ο Yavor Tarinski (TRISE, περ. Βαβυλωνία).

(Μετάφραση: Κώστας Σαββόπουλος, Υποτιτλισμός: Τάσος Αβούρης)

{"@context":"http:\/\/schema.org\/","@id":"https:\/\/www.babylonia.gr\/2020\/02\/01\/to-paradokso-tou-mperni-santers\/#arve-youtube-ahnxuvcadow67af4f103925d398631539","type":"VideoObject","embedURL":"https:\/\/www.youtube-nocookie.com\/embed\/AhNxuvcADOw?feature=oembed&iv_load_policy=3&modestbranding=1&rel=0&autohide=1&playsinline=0&autoplay=0"}


Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να είμαι εδώ μαζί σας έστω και απομακρυσμένα και λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι εκεί αυτοπροσώπως. Ενημερώθηκα ιδιαιτέρως ότι συγκεντρώνεστε στην Αθήνα την κοιτίδα της δημοκρατίας στη Δύση και κάνετε κάτι που η καπιταλιστική κοινωνία βρίσκει αυξανόμενα απειλητικό: να συναντιέστε πρόσωπο με πρόσωπο για να συζητήσετε, να διαφωνήσετε, να γιορτάσετε, να βιώσετε τη μουσική και τις τέχνες και να ανταλλάξετε ιδέες. Προεικονίζετε, για να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη που γίνεται δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, μια ελεύθερη, ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία και το γεγονός ότι αυτό συνιστά τέτοια απειλή λέει κάτι πολύ σημαντικό για την κατεύθυνση που θέλει να μας πάει ο καπιταλισμός.

Ο πατέρας μου, το ‘φόβητρο της κοινωνίας’, Murray Bookchin ήταν πολύ ανήσυχος με αυτό που έλεγε “μορφές ελευθερίας” – ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να προσδώσουν έκφραση στις μοναδικές πανανθρώπινες ικανότητές τους να είναι δημιουργικοί και ηθικοί και ουσιαστικά τροφοδότες του φυσικού κόσμου. Πέρασε 60 χρόνια σκεπτόμενος για το πώς θα εξαλείψει την κυριαρχία και πως θα δημιουργήσουμε μια οικολογική και απελευθερωμένη κοινωνία.

Μια από τις κεντρικές ιδέες, που ήταν πρωτοπόρος τον 20ο αιώνα, ήταν ότι η καταπίεση δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική εκμετάλευση σημαντικό, όπως αυτό το ζήτημα συνεχίζει να είναι. Ἐδωσε έμφαση στο ότι μια πιο ριζική αλλαγή πρέπει να λάβει χώρα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να εκφράσουν αληθινά την ελευθερία τους. Πρέπει να καταργήσουμε κάθε μορφή κυριαρχίας με βάση το φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ακόμα και η ιδέα της κυρίαρχης φύσης που μας έχει αφήσει μια κληρονομιά οικολογικής καταστροφής πηγάζει από την πραγματική κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο.

Ἀρα πρέπει να υπερβούμε τις προκλήσεις ενάντια στον καπιταλισμό. Πρέπει να προκαλέσουμε όλα τα είδη της κυριαρχίας και της ιεραρχίας καταρχάς για να εξαλείψουμε τη σκληρή στάση που έχουμε απέναντι στη φύση, αλλά επίσης γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσουμε κοινωνίες που είναι πραγματικά δημοκρατικές και ελευθεριακές. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εξουσία του έθνους-κράτους, γιατί αυτά τα είδη καταπίεσης της ψυχοκοινωνικής εξουσίας βασισμένης στην κοινωνική θέση έχουν επιβληθεί από το κράτος.

Τα κράτη θεσμοθετούν τα συστήματα κυριαρχίας και επιβάλλουν καταναγκαστικά συστήματα διακυβέρνησης. Πώς θα αντιμετωπίσουμε την τεράστια δύναμη του έθνους-κράτους; Άνθρωποι σε όλη την υφήλιο απαντούν στην ερώτηση αυτή αποφασιστικά με οριζόντια οργάνωση, δημιουργούν κοινότητες και κοινωνικά κέντρα, συνεργάζονται και εκδημοκρατίζουν χώρους εργασίας και σιγά σιγά, χρησιμοποιώντας την συνδιασμένη ισχύ όλων αυτών των δραστηριοτήτων του κοινωνικού κινήματος για να αρχίσουν να παίρνουν πολιτική δύναμη σε τοπικό επίπεδο στους δήμους, δημιουργούν νέους πολιτικούς θεσμούς, δημοτικές συνελεύσεις μπορούν να δώσουν πίσω τη δύναμη της λήψης αποφάσεων στους ανθρώπους της περιοχής.

Ο πατέρας μου έγραφε για τη δύναμη αυτού που αποκαλούσε ‘Ελευθεριακός Δημοτικισμός‘ ή ‘Κομμουναλισμός‘ για πολλές δεκαετίες και σε πολλά βιβλία και άρθρα, συμπεριλαμβανομένης και μιας σειράς δοκιμίων που είμαι πολύ χαρούμενη να βλέπω ότι μόλις βγήκαν στα ελληνικά στο βιβλίο ‘Η Επόμενη Επανάσταση – Λαϊκές Συνελεύσεις και η προοπτική της Άμεσης Δημοκρατίας’.

Σε αυτή τη δουλειά του περιγράφει πως η πολιτική του ελευθεριακού δημοτικισμού είναι η καλύτερη ελπίδα μας για θεμελιώδη και μεταμορφωτική κοινωνία. Επικρίνει τις αποτυχίες των προηγούμενων κινημάτων τόσο των αναρχικών όσο και των σοσιαλιστικών. Έτσι, από αυτά τα δοκίμια και από το βιβλίο του “Η Οικολογία της Ελευθερίας” μπορείτε να αποκτήσετε ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο επιχείρημα σχετικά με το γιατί η δημοτική/κομμουναλιστική πολιτική είναι μια καλή ιδέα από οτιδήποτε μπορώ να πω σε λίγα λεπτά.

Αλλά θα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτά τα λίγα λεπτά μου για να υπογραμμίσω γιατί πιστεύω ότι αυτό το κίνημα είναι τόσο πολύ σημαντικό και γιατί όλοι αναρχικοί, σοσιαλιστές, φεμινίστριες,  περιβαλλοντολόγοι, ακτιβιστές ΛΟΑΤΚΙ και όποιος ενδιαφέρεται για το μέλλον του πλανήτη και τη σημαντικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να ενταχθεί στη νέα αυτή δημοτική (κομμουναλιστική) πολιτική και να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωσή της, έτσι ώστε να μεγιστοποιεί τις πιθανότητες επιτυχίας και ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες να αφομοιωθεί.

Παρά τις αντίθετες απόψεις ανθρώπων όπως ο Σλάβοϊ Ζιζέκ η ιστορία έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας δεν αποτελεί συνταγή δημοκρατίας. Ξανά και ξανά, τα πολιτικά κινήματα που έχουν αντισταθεί στα αυταρχικά καθεστώτα έχουν γίνει τα ίδια καταναγκαστικές απρόσκοπτες γραφειοκρατίες τη στιγμή που ανέλαβαν την κρατική εξουσία, μειώνοντας αυτούς που τις στήριξαν σε μια απρόσωπη μάζα που, αν είναι τυχεροί, δίνουν μια στάμπα επικύρωσης μερικές φορές σε αποφάσεις που έγιναν μακριά από αυτούς.

Ωστόσο, εκείνοι που απέρριψαν εξ ολοκλήρου ή απέφυγαν να δουλέψουν σε πολιτικούς θεσμούς βρέθηκαν επίσης περιθωριοποιημένοι. Η επιμονή των αναρχικών να παραμείνουν  έξω από τις αίθουσες εξουσίας δημιούργησε μια αποτελεσματική  πολιτική αντίστασης αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι περισσότερο από το να αντισταθούμε. Χρειαζόμαστε μια πολιτική μετασχηματισμού.

Η δημοτική/κομμουναλιστική πολιτική γεφυρώνει αυτούς τους δύο πόλους, τον μαρξιστικό και τον αναρχικό,  με έναν τρίτο τρόπο:

Απορρίπτει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπέρ της άμεσης δημοκρατίας. Αξιοποιεί τον αυθορμητισμό και τη ζωντάνια των κοινωνικών κινημάτων δίνοντάς τους μια πολιτική φωνή, δίνοντας στους ανθρώπους στα κινήματα δύναμη στην αρένα των πολιτών. Μετατρέπει κάθε γειτονιά σε δημόσιο φόρουμ όπου οι άνθρωποι μπορούν να συγκεντρωθούν σε κοινοτικές συνελεύσεις για να συναντηθούν, να μιλήσουν, να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις που γι’αυτούς έχουν μεγαλύτερη σημασία στις γειτονιές τους και στις πόλεις τους. Και καθώς ο δήμος μεγαλώνει, μπορεί όλο και περισσότερο να αμφισβητήσει και να πάρει την εξουσία μακριά από το έθνος-κράτος.

Όταν δημιουργούμε οργανισμούς σε τοπικό επίπεδο, όπου οι απλοί άνθρωποι μετατρέπονται σε πολιτικούς δρώντες στην καθημερινή ζωή, αντισταθμίζουμε όχι μόνο τη  εξουσία του έθνους κράτους,  αλλά και μετατρέπουμε τους εαυτούς μας από παθητικά όργανα του καπιταλισμού σε ελεύθερους πολίτες. Δημιουργούμε κοινότητα, αναγνωρίζουμε τους συμπολίτες μας όχι από τους τίτλους εργασίας τους αλλά από τους γείτονές μας, ως ανθρώπους που έχουν κοινό ενδιαφέρον να διατηρήσουν τις κοινότητές μας πράσινες βιώσιμες και υγιείς. Αναθεωρούμε την πόλη, τον δημοτικό χώρο και το όργανο της δημοκρατίας – τη λαϊκή συνέλευση – ως τον τόπο όπου βρίσκουμε την εκπλήρωση και την αίσθηση του κοινού σκοπού.

Ο κομμουναλισμός εξυμνεί τη δύναμη των τοπικών συνελεύσεων να μεταμορφώνουν και με τη σειρά τους να μεταμορφώνονται από μια όλο και περισσότερο διαφωτισμένη ιδιότητα του πολίτη. Και νομίζω ότι αυτή η διαλεκτική, μεταξύ του ατόμου και της συνέλευσης είναι πολύ σημαντική διότι σήμερα είναι σαφές ότι υπάρχουν πολλοί τόποι όπου σε αυτή την ιδιότητα του πολίτη δεν δίνεται αρκετός χώρος και όπου ο φόβος και οι φοβίες είναι ισχυρές.

Πρέπει μόνο να δούμε την αυξανόμενη παλίρροια του εθνικισμού που σαρώνει πολλές χώρες στην Ευρώπη ή την εκλογική περιφέρεια που εξέλεξε τον Donald Trump ως πρόεδρο των Η.Π.Α. για να φανεί ότι αυτό είναι αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εκπαίδευση είναι τόσο σημαντική σε ατομικό και κοινοτικό επίπεδο. Θα πρέπει να συναντιόμαστε με τους συντρόφους μας σε ομάδες μελέτης και να διαβάζουμε την πολιτική θεωρία και την ιστορία, εκπαιδεύοντας τον εαυτό μας, κοιτάζοντας το παρελθόν για να βεβαιωνόμαστε ότι δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον. Και πρέπει να εκπαιδεύουμε τους γείτονές μας συζητώντας συγκεκριμένα ζητήματα της κοινότητας ως μέρος μιας λεπτομερούς πλατφόρμας, βασισμένης στις αρχές μιας οικολογικής και ηθικής οικονομίας και μιας δέσμευσης για ατομική και συλλογική ελευθερία.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να εξετάσουμε τη δημοτική πολιτική ως μακροπρόθεσμο έργο.

Ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμους στόχους όπως η παύση των κατασχέσεων ενυπόθηκων δανείων, η ανάκτηση δημόσιων χώρων, η εφαρμογή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η δημιουργία ομοσπονδιών/συνεταιρισμών που ανήκουν σε εργαζόμενους, όπως π.χ. αυτές που αναπτύσσονται από τον Συναιτερισμό Jackson, στο Τζάκσον του Μισισίπι, στον αμερικανικό νότο. Πρέπει όμως να περιλαμβάνει και μακροπρόθεσμους  στόχους, όπως η επέκταση των περιβαλλοντικών και συνεργατικών οικονομικών  εγχειρημάτων σε μια ολοένα και πιο οικολογική και ηθική οικονομία και η δημιουργία συνομοσπονδιών που θα επιτρέψουν στους δήμους να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση ευρύτερων περιφερειακών και ακόμη και παγκόσμιων ζητημάτων χωρίς την ανάγκη κεντρικής κρατικής εξουσίας.

Και τελικά, αυτό σημαίνει την επιλογή υποψηφίων για δημοτικό αξίωμα. Αλλά για να αποφύγουμε τις παγίδες των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, πρέπει να επιμείνουμε ότι οι υποψήφιοί μας δεν είναι αντιπρόσωποι, αλλά μάλλον απεσταλμένοι εκπρόσωποι για τις συνελεύσεις των οποίων τις απόψεις εκφράζουν. Το νικητήριο αξίωμα να μην δίνει δικαίωμα στον υποψήφιο να λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις. Αλλά να ψηφίζονται σε μια πλατφόρμα που να δημιουργείται από τη συνέλευση, να δίνουν μέρος των μισθών τους στη συνέλευση, να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας που συντάσσεται από τη συνέλευση, να είναι απολύτως διαφανείς και να ανταποκρίνονται στη συνέλευση. Και εν τέλει να μπορούν να ανακληθούν από τη συνέλευση εάν δεν τηρούν τις επιθυμίες της. Έτσι, η εξουσία συγκατοικεί με τη συνέλευση, τον λαό, την κοινότητα, και όχι το άτομο που εδράζει στο δημοτικό γραφείο της πόλης.

Είναι λοιπόν η ώρα να ανακτήσουμε τον όρο «πολιτική» για να εννοήσουμε τη δραστηριότητα της αυτοκυριαρχίας που αναλαμβάνουμε όταν συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο για να πάρουμε αποφάσεις σχετικά με τις ανησυχίες μας και τις κοινότητές μας. Ο κομμουναλισμός απαιτεί να αποκαταστήσουμε την ιδέα της πολιτικής στις θεμελιώδεις της προελεύσεις, αυτό που ο Αριστοτέλης  θεωρούσε την υψηλότερη έκκληση των ανθρώπων: να αλληλεπιδρούμε στην πόλις ως ελεύθεροι πολίτες για να χαρτογραφήσουμε το κοινό μας πεπρωμένο. Μαζί διαμορφώνουμε την ιδανική κοινωνία μας, σε μια διαδικασία που μας απελευθερώνει για να εκφράσουμε την αρετή του πολίτη που μας έχει στερηθεί τόσο πολύ καιρό.

Εάν φαίνεται σαν ένα απόμακρο όνειρο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτό το ιδεώδες της αρετής του πολίτη αντικατοπτρίζεται σε μερικές από τις πιο μεταμορφωτικές και επαναστατικές στιγμές της ιστορίας,  όταν πολίτες συναντήθηκαν δημιούργησαν δημοκρατίες και πήραν την εξουσία στα χέρια τους, από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, στις αναρχικές κολλεκτίβες της επαναστατικής Ισπανίας μέχρι τις τοπικές συνελεύσεις της Νέας Αγγλίας. Αυτοί οι θεσμοί λαϊκής εξουσίας, αυτό που η Hannah Arendt αποκαλούσε ‘τον χαμένο θησαυρό της επαναστατικής παράδοσης’, θα πρέπει να γίνει το θεμέλιο του ακτιβισμού μας.

Πιο πρόσφατα έχει εκφραστεί στις κοινότητες των Ζαπατίστας στην Τσιάπας του Μεξικού και στο σχέδιο δημοκρατικής συνομοσπονδίας στην επικράτεια γνωστή ως Ροζάβα, στη βόρεια Συρία η οποία έχει περίπου το μισό του μεγέθους της Ελλάδας. Στη Ροζάβα, πιο γνωστή ως Δημοκρατική Ομοσπονδία της Βόρειας Συρίας, οι Κούρδοι δημιούργησαν ένα πολιτικό σύστημα λαϊκών συνελεύσεων από τα κάτω το οποίο κατοχυρώνει τις αξίες της μη-ιεραρχίας, της απελευθέρωσης των γυναικών, της εθνοτικής πολυφωνίας, της θρησκευτικής ανοχής και της άμεσης δημοκρατίας και σημαντικότερα της οικολογικής διαχείρισης.

Τα 96 άρθρα του κοινωνικού συμβολαίου της Ροζάβα εγγυώνται σε όλες τις εθνοτικές κοινότητες το δικαίωμα να διδάσκουν και να διδάσκονται στη γλώσσα τους. Κατήργησαν τη θανατική ποινή και υποχρεώνουν τους κοινοτικούς οργανισμούς να εργαστούν για την εξάλειψη των  διακρίσεων λόγω φύλου. Απαιτούν ότι οι γυναίκες θα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 40% κάθε εκλογικού σώματος και συμμετέχουν ως συvδιαμορφωτές σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης. Εξασφαλίζουν στη νεολαία το δικαίωμα να συμμετέχει ενεργά στη δημόσια και πολιτική ζωή και σημαντικότερα προωθούν μια φιλοσοφία οικολογικής διαχείρισης που καθοδηγεί όλες τις αποφάσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, την οικονομία και τη γεωργία.

Το πιο σημαντικό, όπως είμαι βέβαιη ότι πολλοί από εσάς γνωρίζετε, είναι ότι η περιοχή της Ροζάβα διέπεται από ένα αποκεντρωμένο πολιτικό σύστημα στο οποίο κάθε μέλος της κοινότητας έχει ισότιμο λόγο στις λαϊκές συνελεύσεις που ασχολούνται με τα θέματα της γειτονιάς και των πόλεων. Έτσι, η ροή της εξουσίας εξέρχεται προς τα πάνω, από το επίπεδο των κοινοτήτων γειτονιάς, όπου συναντιούνται Κούρδοι, Γιεζίντι, Τουρκμενιστάνοι, Συριοι, πρώην Άραβες και κάθε μέλος της κοινότητας, στα περιφερειακά συμβούλια, έπειτα στα συμβούλια πόλης και εν τέλει ολόκληρων περιοχών.

Είναι ένα παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας, με την πραγματική έννοια του όρου, και η βαθιά ανθρώπινη απήχησή της αποδεικνύεται από την έντονη δέσμευση που βλέπουμε στους άνδρες και τις γυναίκες μαχητές της Ροζάβα για να την υπερασπιστούν.

Και μέχρι που ο Τούρκος δικτάτορας Ερντογάν διέλυσε τις κουρδικές πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας πριν από δύο χρόνια, υπήρχε ένα παρόμοιο σύστημα και εκεί. Τώρα ο Ερντογάν που έχει αποθρασυνθεί, έχοντας καταλάβει το κατά κύριο λόγο κουρδικό καντόνι του Αφρίν στη Συρία απειλεί άλλες Κουρδικές περιοχές της Συρίας και του Ιράκ. Και νομίζω ότι αυτός είναι ένας τεράστιος κίνδυνος που απειλεί να καταπνίξει  ένα από τα πιο σημαντικά και οραματικά πολιτικά κινήματα από την Ισπανία του ’36.

Μπαίνω λοιπόν σε τόση λεπτομέρεια για να κάνω έκκληση προς τους ανθρώπους εδώ να εμπλακούν περισσότερο στην υποστήριξη της Ροζάβα. Οι συντριπτικές δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού έχουν καταβάλλει πολλούς από εμάς όσον αφορά την αντιμετώπιση καθημερινών εγχώριων ζητημάτων. Αλλά η άνοδος του φασισμού και των ανησυχητικών τάσεων του σε παγκόσμιο επίπεδο απαιτεί να δείξουμε αλληλεγγύη στους ανθρώπους που αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτές τις δυνάμεις και επιδιώκουν έναν τόσο νέο τρόπο πολιτικής που είναι τόσο αυθεντικός που ουσιαστικά επανεφευρίσκουν την έννοια της πολιτικής. Και το γεγονός ότι οι γυναίκες διαδραματίζουν έναν τόσο πρωταρχικό ρόλο σε αυτό το πρόγραμμα το καθιστά ακόμη πιο σημαντικό.

Είναι ένα κίνημα που όλοι όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους φεμινιστές πρέπει να υποστηρίζουν με όλη τη δύναμη και τη δέσμευση που διαθέτουν επειδή αποτελεί ένα μεγάλο παράδειγμα μετατόπισης της ίδιας της φύσης της πολιτικής. Πρέπει να ζητήσουμε μποϋκοτάζ στις πωλήσεις Τούρκικων όπλων και να ασκήσουμε πιέσεις στους εκπροσώπους μας να κάνουν το ίδιο επιμένοντας σε μποϋκοτάζ στον τουρισμό τους, επιμένοντας ότι οι χώρες μας και οι αρχηγοί, οι πολιτικοί αρχηγοί να σταματήσουν τις παραδόσεις όπλων στη Τουρκία και τις μελλοντικές πωλήσεις πρέπει να επιμείνουμε στην κλήση και εκπροσώπηση των Κούρδων της Ροζάβα σε τυχόν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Συρία ζητώντας την απελευθέρωση του φυλακισμένου ηγέτη των Κούρδων Abdullah Öcalan και την επανάληψη ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και των Κούρδων στην Τουρκία.

Είναι αδύνατο να τονίσουμε πόσο σημαντική ιστορικά είναι αυτή η στιγμή, αυτό το κίνημα είναι στη Ροζάβα. Σίγουρα δεν έχουμε τόσες πολλές επαναστατικές στιγμές τόσο μεγάλες όσο και συγκροτημένες, όπως αυτή, και δεν μας ‘παίρνει’ να την αφήσουμε να συντριβεί.

Κάθε μήνα υπάρχουν ολοένα και πιο τρομερά νέα σχετικά με το πώς ο καπιταλισμός καταστρέφει τη Γη. Πρόσφατα υπάρχουν αναφορές ότι  τα ρεύματα των ωκεανών απειλούνται με τρόπους που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα σημείο ανατροπής στο οποίο η μη αναστρέψιμη θέρμανση θα οδηγήσει σε εξαιρετικά ψυχρά καιρικά φαινόμενα στην Ευρώπη, απερήμωση σε μέρη της Αφρικής και πλημμύρες στις ανατολικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών.

Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι και ειδικά οι νέοι, θα ήθελαν να αποκλείσουν κάποιες από αυτές τις πληροφορίες. Καμία γενιά δεν πρέπει να αναγκάζεται να φέρει το βάρος που έχει επιφέρει η γενιά μου στη δική σας. Το βάρος της κυριολεκτικής διάσωσης του πλανήτη. Αλλά αυτό είναι το βάρος που έχει πέσει σε σας και με φέρνει πίσω στην αρχή των παρατηρήσεών μου. Το να διασώσουμε τον πλανήτη και να δημιουργήσουμε νέες πολιτικές είναι άρρηκτα συνδεδεμένα δεν πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε απλώς ως μια ακόμη αγγαρεία, πρέπει να είναι μια πράξη εορτασμού μια πράξη επανεφεύρεσης της κοινής αίσθησης της κοινότητας της δύναμης της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας βοήθειας που μας στερήθηκε για πάρα πολύ καιρό.

Καθώς γιορτάζετε την αξιοσημείωτη δημιουργικότητα που εμφανίζεται στη μουσική, την τέχνη και τις ιδέες που συζητήθηκαν κατά τις ημέρες αυτού του φεστιβάλ, σας παρακαλώ να   προωθήσετε αυτή την ιδέα στις πολιτικές σας δραστηριότητες τις επόμενες εβδομάδες και μήνες να το πάρετε στις γειτονιές και τις πόλεις σας δημιουργώντας ένα ριζοσπαστικό δημοτικό κίνημα χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των ακτιβιστών σε μέρη όπως η Βαρκελώνη, η Μπολόνια και το Τζάκσον του Μισισιπή και αυξανόμενα σε άλλες πόλεις της υφηλίου, όπου ακόμη και εκεί και παντού, ακόμα και στην κοιλιά του κτήνους οι πολίτες ανακαλύπτουν νέους τρόπους να ενδυναμώσουν τον εαυτό τους σε τοπικό επίπεδο και να καλλιεργήσουν προγράμματα και υποψηφίους που θα φέρουν αυτές τις ιδέες προς τα εμπρός.

Αυτή είναι μια ευκαιρία όχι μόνο να σώσουμε τον πλανήτη αλλά να σώσουμε την ανθρωπότητα μας. Σας στέλνω όλες τις καλύτερες ευχές και αλληλεγγύη σε αυτή τη σημαντική προσπάθεια.

Σας ευχαριστώ.




Η Καταγωγή της Ιεραρχίας και των Ταξικών Κοινωνιών

Χάρης Ναξάκης
Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο ΤΕΙ Ηπείρου, συγγραφέας
charisnax@yahoo.gr

Στην Οικολογία της Ελευθερίας (εκδόσεις Αντιγόνη, 2016),  το σημαντικότερο έργο του μεγάλου Αμερικανού στοχαστή Μάρεϊ Μπούκτσιν, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη θεμελίωση της κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας, ο συγγραφέας επιδιώκει να ερμηνεύσει την ανάδυση της ιεραρχίας που αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών και να σκιαγραφήσει τις προϋποθέσεις διάλυσης της. Για τον Μπούκτσιν η τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στη φύση είναι επακόλουθο της τάσης του να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο. Το μεγάλο μυστήριο όμως είναι το ποιες είναι οι ρίζες αυτής της τάσης.

Για την μαρξιστική αφήγηση η εξουσία, η ατομική ιδιοκτησία και εν τέλει οι τάξεις και το κράτος δημιουργήθηκαν «αναγκαστικά και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη θέληση» ως αποτέλεσμα του «νόμου του καταμερισμού της εργασίας» (Έγκελς – Αντι-Ντίρινγκ) σε διευθυντική και εκτελεστική, γεγονός που οδήγησε στη μονοπώληση της εξουσίας από μια ομάδα που είχε τη διεύθυνση της εργασίας. Οι αντικειμενικές λοιπόν αναγκαιότητες της οργάνωσης της παραγωγής καθόρισαν την ταξική δομή της κοινωνίας. Κάθε εξουσία για τον μαρξισμό απορρέει από τον καταμερισμό της εργασίας, που οδήγησε στην αντιπαράθεση ανάμεσα στα διευθυντικά και εκτελεστικά καθήκοντα, γι’ αυτό κάθε εξουσία, η δημιουργία της ιεραρχίας και των διευθυντικών τάξεων απορρέουν από τη σφαίρα της παραγωγής, από την οικονομική εξουσία.

Στη γερμανική ιδεολογία ο Μαρξ καθιστά σαφή την παραπάνω ερμηνεία: «με τον καταμερισμό της εργασίας είναι ταυτόχρονα δεδομένη και η ποσοτική και η ποιοτική άνιση διανομή της εργασίας και των προϊόντων της, άρα και της ιδιοκτησίας». Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Οι ταξικές κοινωνίες αναδύθηκαν επειδή στη νεολιθική περίοδο η εμφάνιση του καταμερισμού της εργασίας και των εξελιγμένων εργαλείων επέτρεψε να κυριαρχήσει ο άνθρωπος πάνω στη φύση, παράγοντας έτσι πλεονάσματα αγαθών, γεγονός που επέτρεψε να εμφανιστεί η εκμετάλλευση ως σφετερισμός των πλεονασμάτων αυτών από τις κοινωνικές ομάδες που διαδραμάτιζαν διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή των αγαθών;

Αν όμως ο καταμερισμός της εργασίας και  η παραγωγή πλεονασμάτων, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη θέληση, ως σιδερένιος νόμος οδηγεί αντικειμενικά στην εκμετάλλευση, στην ανισοκατανομή του πλούτου και την εξουσία, τότε πως ξέφυγαν από τον ιστορικό αυτό νόμο οι φυλές των τροφοσυλλεκτών – κυνηγών της βορειοδυτικής ακτής της Αμερικής που για αιώνες στις τελετές Πότλατς που διοργάνωναν κατέστρεφαν τα πλεονάσματα, αποσυσσώρευαν δηλαδή τον πλούτο; Και πως θα ερμηνεύσουμε ότι σχεδόν όλες οι τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες εφάρμοζαν το εξισωτικό μοίρασμα της τροφής σε όλα τα μέλη της φυλή, με βάση την αρχή του αμείωτου ελάχιστου που σημαίνει  ότι σε όλα τα μέλη της κοινότητας προσφέρεται ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης ανεξάρτητα από την προσφορά του καθενός στην παραγωγή του;

Για τον Μάρεϊ Μπούκτσιν, και όχι μόνο, υπάρχει ένας άλλος δρόμος για την εξήγηση της καταγωγής των ταξικών κοινωνιών, πέρα από αυτόν της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής. Η ανάδυση της ιεραρχίας και της εκμετάλλευσης είναι  αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, δηλαδή η συνείδηση αντί της εργασίας, η κουλτούρα αντί της τεχνικής, οι ιεραρχίες αντί των τάξεων είναι οι λόγοι που οδήγησαν στην ιδέα της κυριαρχίας στη φύση και στην παραγωγή πλεονασμάτων.

Έτσι η μήτρα της καταγωγής των ταξικών κοινωνιών και της εξουσίας δεν είναι αποτέλεσμα της εμφάνισης του καταμερισμού της εργασίας και των οικονομικών τάξεων, αλλά σε μια αρχική τους μορφή, στη νεολιθική περίοδο, είναι το αποτέλεσμα των προνομίων που απέσπασαν για τον εαυτό τους οι άντρες (πατριαρχία), οι ηλικιωμένοι (γεροντοκρατία-συμβούλιο σοφών στις φυλές), η συντεχνία των σαμάνων (ιερείς-μάγοι), αλλά και οι φύλαρχοι-πολεμιστές. Τα προνόμια αυτά ήταν το κύρος, η κοινωνική αναγνώριση και δευτερευόντως το κέρδος. Πρόκειται δηλαδή για ιεραρχίες που βασίζονταν στην ηλικία (νέοι- γέροντες), στο φύλο (άντρας- γυναίκα), στη θρησκευτική ανάγκη (σαμάνοι), στην πολεμική τέχνη (ομάδες πολεμιστών), στις φιλαρχίες, και οι ιεραρχίες αυτές δημιούργησαν σχέσεις εξουσίας, κυριαρχίας (εντολής) και υποταγής.

Παρότι όμως η αφήγηση του Μπούκτσιν είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από τον οικονομικό ντετερμινισμό του μαρξισμού το ερώτημα παραμένει, χωρίς να δίνεται μια επαρκής εξήγηση. Ποια είναι η ρίζα της επιθυμίας ισχύος, της βούλησης για δύναμη και κυριαρχία και των προνομίων που αυτή συνεπάγεται, που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον;

Η ανάδυση του homo sapiens έφερε στο προσκήνιο ένα ον που δεν χαρακτηρίζεται από την ομοιογένεια αλλά από την ετερότητα, τη διάσταση δηλαδή του εαυτού και του άλλου. Η συνείδηση του όντος αυτού είναι ατομική, το άτομο πάντα βιώνει τον εαυτό του ως πρώτο πρόσωπο, ως υποκείμενο. Ταυτόχρονα βέβαια ο άλλος κατοικεί μέσα στο εγώ γιατί ανήκουμε σ’ ένα εμείς (οικογένεια, φίλοι, κοινότητα, κλπ). Το εγώ και η ανάγκη του άλλου είναι ιδρυτικά στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας. Η ετερογένεια της ζωής διακρίνει τον άνθρωπο από άλλα είδη του ζωικού βασιλείου και τον προφυλάσσει από μια απονεκρωτική ομοιογένεια, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει το κουτί της Πανδώρας για να ξεπηδήσει η βούληση για ισχύ και κυριαρχία του εγώ στον άλλον. Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Το να είναι κανείς υποκείμενο αποτελεί το αποκορύφωμα του εγωισμού και του αλτρουισμού. Η εξατομικευμένη συνείδηση μας μπορεί να οδηγήσει στον εγωισμό και την επιθυμία ισχύος όταν κυριαρχεί το εγώ, ο ατομoκεντρισμός, αλλά και στον αλτρουισμό εφόσον είμαστε ικανοί να αφιερώσουμε το πρώτο πρόσωπο μας σε ένα εμείς και σε ένα εσύ. Γι’ αυτό η πιο ριζοσπαστική ουτοπία είναι η δημιουργία εκείνων των θεσμών, μέσω της αυτοθέσμισης, που θα περιορίζουν στην πράξη την ύβρη της βούλησης για ισχύ και κυριαρχία του εγώ στον άλλο, της κυριαρχίας του ανθρώπου στον άνθρωπο. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η κατάργηση της οικονομικής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αλλά και η κατάργηση ή έστω ο περιορισμός της ιεραρχίας και της κυριαρχίας.




Η Σκέψη του Μάρρεϋ Μπούκτσιν για την Οικονομία

Μάκης Κορακιανίτης

Ο Μπούκτσιν έχει κάνει μια ενδελεχή κριτική και έχει περιγράψει αναλυτικά τις σύγχρονες  μορφές καταδυνάστευσης και εξαχρείωσης των ανθρώπων από το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα -τον κρατικό καπιταλισμό- που τον περιγράφει  ως εξής: «η «ελεύθερη αγορά» συγχωνεύτηκε με τον οικονομικό σχεδιασμό, η ατομική ιδιοκτησία με την εθνικοποιημένη ιδιοκτησία, ο ανταγωνισμός με τον ολιγοπωλιακό έλεγχο της παραγωγής και της κατανάλωσης, η οικονομία με το κράτος» (Ο Μαρξισμός σαν Αστική Κοινωνιολογία, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος).

Ο καπιταλισμός επεκτείνοντας σε όλες τις όψεις της ανθρώπινης ζωής τη λογική της εμπορευματοποίησης έχει απογυμνώσει  τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του κόσμο από κάθε άλλο περιεχόμενο πέρα από τις ωμές σχέσεις συναλλαγής κι έχει οδηγήσει σε μαρασμό θεσμούς και σχέσεις που βασίζονται στην αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη δημιουργική προσπάθεια.

Όπως ακριβώς αυτό το οικονομικό σύστημα εξαρθρώνει τα  οικοσυστήματα της φύσης για να τα μετατρέψει σε εμπορεύσιμη ύλη, κατά τον ίδιο τρόπο ερημοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις, τις υποβαθμίζει σε σχέσεις ανταλλαγής απλοποιώντας την ανθρώπινη ζωή και υποβιβάζοντάς την στο επίπεδο του πράγματος. Ή -για να το πούμε με τη γλώσσα της κοινωνικής οικολογίας-  ο καπιταλισμός καταστρέφει το πολυσύνθετο κοινωνικό οικοσύστημα  και, όπως το θέτει ο Μπούκτσιν «απλοποιεί κυριολεκτικά την κοινωνική ζωή στο επίπεδο του ανόργανου» (Ο Μαρξισμός σαν Αστική Κοινωνιολογία).

Ο Μπούκτσιν «δανείζεται» στην κοινωνική κριτική του μια περιγραφή από το χώρο της οικολογίας για να καταδείξει την έκταση του προβλήματος, αφού σημειώνει ότι «έχω τονίσει αλλού ότι από οικολογική άποψη το σημαντικότερο δεν είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος, αλλά η απλοποίηση του περιβάλλοντος… Ο καπιταλισμός καταστρέφει κυριολεκτικά το έργο της οργανικής εξέλιξης… υπονομεύει τα πολυσύνθετα οικοσυστήματα που δημιουργούν τις τοπικές διαφορές… αντικαθιστά ένα σύνθετο οργανικό περιβάλλον με ένα απλοποιημένο ανόργανο» (Ο Μαρξισμός σαν Αστική Κοινωνιολογία).

Είναι προφανής η αντιστοιχία ανάμεσα στη λεηλασία του περιβάλλοντος που οδηγεί στο φτώχεμα των οικοσυστημάτων και στη ροπή του καπιταλισμού να αποδομεί τον πολύπλοκο κοινωνικό ιστό και να εγκαθιστά στον πυρήνα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής το απομονωμένο -ιδιωτικοποιημένο-ιδεοληπτικό άτομο- όταν άλλες προκαπιταλιστικές κοινωνικές μορφές είχαν στον πυρήνα τους τα γένη, τις οικογένειες, την Πόλη, τις συντεχνίες και τις γειτονιές.

Σε αυτήν την κοινωνική έρημο, το κοινωνικό κενό, η κοινωνία έχει χάσει την εσωτερική της ζωή και έχει μετατραπεί σε άβουλη χειραγωγήσιμη μάζα. Και ακριβώς επειδή είναι ανήμπορη και ανίκανη να οργανώνει από μόνη της τις ζωτικές λειτουργίες της, γραφειοκρατικοποείται σε εντεινόμενο βαθμό: η γραφειοκρατία αναλαμβάνει να διαχειριστεί διευρυνόμενους τομείς της κοινωνικής ζωής, που σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες -και ακόμη και σε ένα πρώιμο καπιταλιστικό στάδιο- η οργάνωσή τους ήταν σε σημαντικό βαθμό έργο των ίδιων των άμεσα ενδιαφερομένων.

Ο κρατικός καπιταλισμός με τη γενικευμένη εμπορευματοποίηση και την εντεινόμενη γραφειοκρατικοποίηση οδηγεί την ανθρωπότητα σε μια εφιαλτική α-κοινωνικότητα, στη μηχανική αναπαραγωγή μαζικών προτύπων, στη γενικευμένη αφασία και αδράνεια, στην τυποποίηση και ομογενοποίηση.

Επιχειρώντας ο Μπούκτσιν να προτάξει μια άλλη οικονομία με ηθικό περιεχόμενο και να την αντιπαραθέσει στην κυρίαρχη οικονομία και την εγγενή ανηθικότητά της, υιοθετεί την ακόλουθη στρατηγική: παίρνοντας τα «καλά» από προκαπιταλιστικές προβιομηχανικές κοινωνίες, βάζει την οικονομία της αγοράς αντιμέτωπη με βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που η σκανδαλώδης έλλειψή τους καταδεικνύει τον ανορθολογισμό και την απανθρωπιά του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο Μπούκτσιν φυσικά δεν αγνοεί, ούτε παραγνωρίζει, τα καταπιεστικά χαρακτηριστικά -τον τοπικισμό για παράδειγμα και το πατριαρχικό πνεύμα- των παραδοσιακών τρόπων ζωής στην ύπαιθρο. Επισημαίνει όμως ότι αυτοί οι τρόποι ζωής -μακριά από τις μαζικοποιημένες και μολυσμένες πόλεις- προσέφεραν ένα αρχαϊκό καταφύγιο απέναντι στο εργοστάσιο, το γραφείο και το εμπορικό κέντρο, ένα καταφύγιο το οποίο εφοδίαζε τους ανθρώπους «όχι μόνο με ένα βαθύ ανθρώπινο και προσωπικό αίσθημα, αλλά και με ένα αίσθημα αντίθεσης και δυσαρμονίας ανάμεσα σε έναν ηθικό κόσμο στον οποίο (…) οι αξίες της αρετής και της ποιότητας της ζωής (…) καθοδηγούσαν τα οικονομικά πρότυπα και έναν κόσμο της αγοράς στον οποίο είναι οι αξίες του κέρδους και του εγωτισμού που υπαγορεύουν τους ηθικούς κανόνες» (Η Σύγχρονη Οικολογική Κρίση, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος).

Ο Μπούκτσιν χρησιμοποιεί τη σύγκριση προκαπιταλιστικού και καπιταλιστικού κόσμου για να καταδείξει ότι ο καπιταλισμός, πέρα από την προκλητικά άνιση κατανομή των παραγόμενων προϊόντων, πέρα από τη στρεβλή και σπάταλη κατανομή των οικονομικών πόρων και πέρα από το ότι βασικό του γνώρισμα αποτελεί η ουσιαστική έλλειψη ελέγχου του εργαζόμενου πάνω στο προϊόν του, χαρακτηρίζεται επιπλέον από την απουσία θεμελιωδών ποιοτικών στοιχείων που η ύπαρξή τους θα διασφάλιζε την αξιοπιστία, την ποιότητα και τη χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων, όπως και τον έλεγχο του καταναλωτή πάνω σε αυτό που καταναλώνει.

Θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα μέσα στα οποία υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες από τις παραστάσεις και τις έννοιες με βάση τις οποίες ο Μπούκτσιν θα δώσει το περίγραμμα της εναλλακτικής οικονομίας την οποία προτείνει και την οποία προσδιορίζει ως οικολογική, αντι-ιεραρχική, α-κρατική, αντι-καπιταλιστική, βασισμένη σε αποκεντρωμένες αυτόνομες, αμεσοδημοκρατικές κοινότητες οι οποίες συνενώνονται μεταξύ τους μέσα από μια ομοσπονδιακή δομή.

«Στις προηγούμενες εποχές η αξία ενός προϊόντος ήταν ηθικά ενσωματωμένη στην αξία εκείνου που το παρήγαγε και το πουλούσε. Η αξία που ο αγοραστής προσέδιδε σε ένα εμπόρευμα, σε κάθε ανταλλάξιμο αντικείμενο, αποτελούσε το ηθικό μέτρο της ακεραιότητας του ατόμου από το οποίο το αγόραζε. Η δυσφήμιση αυτού του αντικειμένου, η επιστροφή του με υποτιμητικά σχόλια για την ποιότητά του, ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της εντιμότητας και του αυτοσεβασμού του πωλητή -όχι απλώς ως «καλού» παραγωγού, αλλά ως προσώπου με ηθικές αρχές. Με αυτήν την έννοια ο τεχνίτης ήταν τόσο «καλός» όσο τα «αγαθά» που με δεξιοτεχνία έφτιαχνε και ο πωλητής τόσο «καλός» όσο τα «αγαθά» που πουλούσε». «(…) χρησιμοποιώ τον όρο «καλός» όχι με την εργαλειακή έννοια της τεχνικής τελειότητας, που σήμερα με χαρακτηριστικό τρόπο σηματοδοτεί αυτή η λέξη, αλλά ηθικά με την έννοια της ανθρώπινης αγαθότητας και της ηθικής ακεραιότητας.

«Αγαθή πρόθεση» σήμαινε ειλικρίνεια, ακεραιότητα, αξιοπιστία, υπευθυνότητα και υψηλό αίσθημα εξυπηρέτησης του κοινού και όχι επικράτηση στην αρένα της αγοράς, οικονομική εξουσία ή τον επινοημένο μύθο «του ανώτερου προϊόντος» που έχει εντυπωθεί στον κοινό νου μέσω της διαφήμισης. Δεν αγόραζε κανείς τη μάρκα που επανειλημμένα εμφανιζόταν στις οθόνες των τηλεοράσεων, στις φωτεινές επιγραφές με νέον και στις τοιχοκολλημένες διαφημιστικές αφίσες. (…) Η τιμή υποδήλωνε έναν ηθικό δεσμό, όχι απλώς την ανταλλαγή των «αγαθών» για το χρήμα. Η υπογραφή του παραγωγού ή του πωλητή εμφανιζόταν τόσο στο προϊόν όσο και στην απόδειξη πληρωμής. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν όρους όπως «δίκαιες τιμές» και όχι απλώς «τιμές ευκαιρίας». Μεταξύ αγοραστή και πωλητή εγκαθιδρύετο ένας ηθικός δεσμός που υποδήλωνε την αμοιβαία εμπιστοσύνη και στην πραγματικότητα την εξάρτηση του ενός από τον άλλο για τα αναγκαία και αγαθά πράγματα της ζωής».

Και καταλήγει: «Δε θα έπρεπε να αποδώσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις σε μακρινές εποχές όπως ο Μεσαίωνας. Όσο υποτυπώδεις κι αν ήταν διατηρήθηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1930 (αναφέρεται φυσικά στις Η.Π.Α.) κατά την οποία η παραγωγή -παρά τον αυξανόμενο μαζικό της χαρακτήρα- συνήθως ελεγχόταν στο βαθιά προσωποποιημένο χώρο των καταστημάτων λιανικής πώλησης της μικρής γειτονιάς, στα εργαστήρια ραπτικής, στον τσαγκάρη, στα καπνοπωλεία, στα αρτοποιεία και σε μια ατέλειωτη αλυσίδα καταστημάτων όπου η δουλειά γινόταν κάτω από το βλέμμα του πελάτη και των περαστικών. Σήμερα η ανωνυμία και η αποπροσωποποίηση της αγοράς έχουν σχεδόν εξολοκλήρου  απογυμνώσει τη διαδικασία της ανταλλαγής από την ηθική της διάσταση» (Η Σύγχρονη Οικολογική Κρίση).

Μέσα σε αυτά τα αποσπάσματα μπορούμε να διακρίνουμε τις κατευθυντήριες γραμμές πάνω στις οποίες ο Μπούκτσιν προτείνει να οργανώσουμε την άλλη οικονομία, την εναλλακτική οικονομία, την ηθική όπως την αποκαλεί οικονομία. Ποιες είναι συνοπτικά αυτές οι γραμμές;

Η οικονομική δραστηριότητα οργανώνεται στη βάση ηθικών αρχών. Η ηθική των συμπληρωματικών σχέσεων και των σχέσεων συνεργασίας γίνεται η οργανωτική, ή θεσμίζουσα, αρχή γύρω από την οποία συγκροτούνται οι νέες σχέσεις παραγωγής και διανομής. «Η φροντίδα, η υπευθυνότητα και η υποχρέωση γίνονται η αυθεντική «αναρτημένη τιμή» μιας ηθικής οικονομίας σε αντιδιαστολή με τον τόκο, το κόστος, την αποδοτικότητα που υπεισέρχονται στην «αναρτημένη τιμή» της αγοραίας οικονομίας» (Η Σύγχρονη Οικολογική Κρίση).

Οι ηθικές αυτές αρχές δεν αποτελούν αφηρημένες έννοιες, άλλα προϋποθέτουν συγκεκριμένους θεσμούς και καθορισμένες μορφές συμπεριφοράς. Η ηθική εδώ είναι μια υλική δύναμη, μια θεσμίζουσα συλλογική δύναμη, η οποία εδράζεται στη βαθιά επίγνωση της ύπαρξης ενός γενικού ανθρώπινου συμφέροντος, το οποίο συν τοις άλλοις εξυπηρετείται πιο δίκαια και πιο ορθολογικά όταν η ζωή του ανθρώπινου είδους  τοποθετείται σε  χρονικούς ορίζοντες που υπερβαίνουν τις δικές μας ζωές και παίρνουν -αν μη τι άλλο υπόψη τους- τις ζωές των παιδιών μας και των παιδιών των παιδιών μας. Καθώς ο φυσικός κόσμος βάζει πλέον εμφανή οικολογικά όρια στην αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη, που ευαγγελίζεται το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, γίνεται άμεση και επιτακτική η ανάγκη να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε με όρους γενικού ανθρώπινου συμφέροντος κι όχι σαν μεμονωμένα εξατομικευμένα αρπακτικά που για το πρόσκαιρο συμφέρον και  βόλεμά τους αφήνουν πίσω τους ερείπια. Πρόκειται για την απόκτηση μιας γνώσης και μιας συνείδησης, που απαιτεί φυσικά τις ανάλογες διανοητικές και ψυχικές διεργασίες.

Για τον Μπούκτσιν είναι προφανές ότι η κοινωνική ανατροπή και η συνεπακόλουθη αναδιοργάνωση της οικονομίας πηγάζουν από μια πολιτισμική επανάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες αποφασίζουν να επανεξετάσουν συνολικά τον τρόπο ζωής, σκέψης και συμπεριφοράς τους. Οι πολίτες της οικολογικής κοινωνίας που προτείνει, ή πράγμα που είναι το ίδιο τα υποκείμενα της ηθικής οικονομίας που αυτή η κοινωνία προωθεί, βρίσκονται σε μια ανοιχτή διαρκή διαδικασία αυτοδιαπαιδαγώγησης, πεδίο της οποίας, εκτός από το μεγάλο σχολείο των λαϊκών συνελεύσεων  και της συμμετοχής στα κοινά, είναι ο χώρος της «ηθικοποιημένης» και «επανα-πνευματικοποιημένης» εργασιακής διαδικασίας όπου μαθαίνει κάποιος να αναγνωρίζει τα «οικονομικά αγαθά» τόσο ως προϊόντα που απορρέουν από μια γόνιμη, ενεργητική, εύπλαστη και αλληλεπιδρώσα φύση, όσο και ως τα χειροπιαστά αποτελέσματα μιας ηθικά προσανατολισμένης, συνειδητής και ορθολογικής ανθρώπινης δραστηριότητας.

Το σύστημα μέσα στο οποίο παίρνουν σάρκα και οστά οι νέες σχέσεις παραγωγής και διανομής είναι αυτό του ελευθεριακού κοινοτισμού ή ελευθεριακού δημοτισμού. Δίνω και τις δύο μεταφράσεις του libertarian municipalism (κοινοτισμός ή δημοτισμός), γιατί ο Μπούκτσιν αναφέρεται κυριολεκτικά στη σημερινή διοικητική διαίρεση του δήμου ή της κοινότητας, ως τον κατάλληλο -λόγω της ανθρώπινης κλίμακάς του- κοινωνικό χώρο στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε για τη δημιουργία των ελεύθερων οικοκοινοτήτων. Ο Μπούκτσιν κάνει σαφώς τη διάκριση ανάμεσα στην εκλογική δραστηριότητα σε  εθνικό επίπεδο και την εκλογική διαδικασία σε τοπικό επίπεδο. Απορρίπτει ως αποπροσανατολιστική και φθοροποιό τη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές, ενώ αντίθετα  προτείνει την κινητοποίηση υπέρ της εκλογικής εμπλοκής σε τοπικό επίπεδο θεωρώντας τους δήμους και τις κοινότητες ως ένα εν δυνάμει σημαντικό «κέντρο λήψης αποφάσεων». Η πρακτική εξόδου από το υπάρχον καθεστώς, που προτείνει, περιλαμβάνει στην αρχική της φάση μια κατάσταση δυαδικής, όπως την αποκαλεί, εξουσίας, η οποία αντιπαραθέτει στο συγκεντρωτικό κράτος και τις γραφειοκρατικές του δομές τις αποκεντρωμένες τοπικές λαϊκές συνελεύσεις -από τις συνελεύσεις των πολιτών στις γειτονιές και στις συνοικίες στους μεγάλους δήμους μέχρι τις δημοτικές συνελεύσεις στις κωμοπόλεις- και την από τα κάτω προς τα πάνω ομοσπονδιακή τους συνένωση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Σύμφωνα με τον ελευθεριακό δημοτισμό σε μια οικολογικά προσανατολισμένη οικονομία οι αποφάσεις για το τι θα παραχθεί και πώς θα διανεμηθεί κάτι -στον αγροτικό τομέα, στο βιομηχανικό τομέα και στον τομέα των υπηρεσιών- θα πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες σε άμεσες, πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις. Δηλαδή -ανάμεσα στα άλλα- μέσα από απευθείας σχέσεις που προϋποθέτουν τη φυσική παρουσία και δεν διαμεσολαβούνται από ηλεκτρονικά μέσα. Οι κάτοικοι ενός δήμου ή μιας κοινότητας συμμετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις με την ιδιότητά τους ως πολίτες κι όχι ως εργάτες, αγρότες ή ελεύθεροι επαγγελματίες. Λειτουργούν με άλλα λόγια στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, το ανθρώπινο, εκείνο που εκφράζει τον άνθρωπο στην ολότητά του. Δηλαδή τα γενικά ανθρώπινα συμφέροντα και όχι τα ειδικά συμφέροντα μιας ορισμένης κοινωνικής ή επαγγελματικής κατηγορίας ή συντεχνίας.

Όλες οι οικονομικές μονάδες -γεωργικές εκτάσεις, εργοστάσια, εμπορικά καταστήματα- που βρίσκονται στο έδαφος του συγκεκριμένου δήμου ελέγχονται από τις λαϊκές συνελεύσεις των αυτόνομων οικοκοινοτήτων. Δεν ασκεί τον έλεγχο ούτε το εθνικό κράτος μέσω του καθεστώτος των εθνικοποιήσεων, ούτε οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις μέσω ενός κολεκτιβιστικού καθεστώτος -εφόσον οι εργάτες ενδέχεται να ενεργήσουν με βάση τα  μερικά συμφέροντα της κοινωνικής τους θέσης, να ταυτιστούν δηλαδή με το ειδικό συμφέρον της επιχείρησης και να μη λειτουργήσουν ως πολίτες με γνώμονα το κοινό καθολικό συμφέρον.

Ο Μπούκτσιν επαναφέρει στο επίκεντρο το κλασικό ιδεώδες του ορθολογικού πολίτη που -ελεύθερος από επί μέρους συμφέροντα- συνάπτει μια έλλογη πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση με τα άλλα μέλη της κοινότητας και συνεισφέρει στο σύνολο ό,τι καλύτερο μπορεί. Το συμμετοχικό οικονομικό σύστημα της οικολογικής κοινωνίας διασφαλίζει ότι το κάθε μέλος της κοινότητας θα παίρνει από το κοινό απόθεμα προϊόντων ό,τι έχει ανάγκη με βάση την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Για τη διαχείριση και επίλυση ζητημάτων που ξεπερνάνε τα όρια της οικοκοινότητας και εμπλέκουν γεωγραφικά ευρύτερες περιοχές,  οι οικολογικές α-κρατικές αμεσοδημοκρατικές κοινότητες ενώνονται μεταξύ τους μέσα από μια ομοσπονδιακή δομή -σύμφωνα δηλαδή με τις αρχές του συνομοσπονδιμού.

Το σύστημα αυτό βασίζεται σε ένα δίκτυο λαϊκών συνελεύσεων, οι οποίες με βάση την πλειοψηφική αρχή παίρνουν τις αποφάσεις για τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και στέλνουν αιρετούς και ανακλητούς εντολοδόχους σε τοπικά και περιφερειακά συμβούλια. Μοναδική λειτουργία αυτών των συμβουλίων είναι η ανάληψη αυστηρά διαχειριστικών καθηκόντων, όπως και η διευθέτηση ενδεχόμενων διαφορών ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες ή δήμους. Οι εντολοδόχοι αυτοί λογοδοτούν φυσικά (λόγον διδόναι) στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες λειτουργούν στο πλαίσιο «μιας πολιτικής σφαίρας που δεν είναι ούτε κοινοβουλευτική, ούτε γραφειοκρατική, ούτε συγκεντρωτική, ούτε επαγγελματοποιημένη, ούτε κοινωνική, ούτε κρατιστική, αλλά μάλλον όπως αρμόζει σε ελεύθερους πολίτες στο μέτρο που αναγνωρίζει το ρόλο της πόλης για το μετασχηματισμό μιας άμορφης ανθρώπινης ομάδας ή μιας μοναδιαίας συνάθροισης ατόμων σε ένα σύνολο πολιτών βασισμένο σε ηθικούς και ορθολογικούς τρόπους σύνδεσης» (Η Ριζοσπαστικοποίηση της Φύσης, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος).

Οι αποκεντρωμένες και διαμορφωμένες σε ανθρώπινη κλίμακα ελευθεριακές οικοκοινότητες εναρμονίζονται με το οικοσύστημα και τη βιοκοινότητα στην οποία γεωγραφικά ανήκουν. Δίνουν προτεραιότητα στη χρήση φυσικών πόρων που υπάρχουν στην περιοχή και που η χρησιμοποίησή τους είχε εγκαταλειφθεί εξαιτίας της συγκεντροποίησης και των μεθόδων μαζικής παραγωγής που ισχύουν στο υπάρχον οικονομικό καθεστώς. Κήποι, καλλιεργούμενες εκτάσεις αλλά και δάση βρίσκουν την αναβαθμισμένη θέση τους σε μια νέα ορθολογική και οικολογική σύνθεση πόλης και υπαίθρου. Η λελογισμένη και εναλλακτική χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας και της ακμάζουσας βιομηχανίας μπορεί να προσφέρει το υλικό υπόβαθρο για μια εμπλουτισμένη, αρμονική και εύπλαστη σχέση μεταξύ φύσης και ανθρώπου.

Πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τις τεχνολογίες, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι προϋπόθεση και συνθήκη για μια ορθολογική και δίκαιη κοινωνία είναι η ύπαρξη μιας σχετικής αφθονίας. Αυτό που ο ίδιος έχει ονομάσει κοινωνία της μετασπάνης. Κεντρική θέση σε αυτήν την κοινωνία θα έχουν φυσικά  οι αποκαλούμενες εναλλακτικές τεχνολογίες, οι οποίες με βάση τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα προωθούν την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση. Ιδιαίτερη όμως σημασία θα αποδίδεται σε τεχνολογίες -είτε πρόκειται για υπολογιστές είτε για αυτόματες μηχανές- που απελευθερώνουν τα ανθρώπινα όντα από εργατοώρες περιττού και ανούσιου μόχθου. Η βιομηχανική παραγωγή θα βασίζεται στη χρησιμοποίηση των πιο σύγχρονων τεχνολογικών καινοτομιών, έτσι ώστε μικρές ευέλικτες μηχανές να κάνουν διαφορετικές εργασίες δαπανώντας την ελάχιστη δυνατή ποσότητα ενέργειας. Μέσα στο πλαίσιο της ορθολογικής αναδιοργάνωσης της παραγωγής οι βιομηχανίες θα βρίσκονται εγκατεστημένες ανάμεσα σε διάφορες κοινότητες και θα καλύπτουν τις ανάγκες όσο το δυνατόν περισσότερων οικοκοινοτήτων αποφεύγοντας έτσι την αλόγιστη και άναρχη επανάληψη  βιομηχανικών εγκαταστάσεων που παράγουν τα ίδια προϊόντα -μια χαοτική κατάσταση που είναι συνηθισμένη  στην οικονομία της αγοράς.

Η παραγωγή θα προκρίνει την ποιότητα έναντι της ποσότητας: οι κατοικίες, η επίπλωση, τα οικιακά σκεύη και τα ενδύματα θα φτιάχνονται για να διαρκούν επί πολλά έτη και σε κάποιες περιπτώσεις για πολλές γενιές. Οι φετιχοποιημένες και κατασκευασμένες «ανάγκες» θα δώσουν τη θέση τους σε μια ελεύθερη και συνειδητή επιλογή αναγκών. Οι πολίτες των ελεύθερων οικοκοινοτήτων δε θα είναι έρμαια πλασματικών ή αμφιλεγόμενων καταναλωτικών προτύπων, που στις κρατούσες συνθήκες παράγει τόσο η δικτατορία της ανταλλακτικής αξίας πάνω στην αξία χρήσης, όσο και η απουσία κριτικής σκέψης και δημόσιας διαβούλευσης. Ως εκ τούτου δε θα είναι υποχρεωτική για την κάλυψη του συνόλου των ανθρωπίνων αναγκών η εφαρμογή του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής με τον υποβόσκοντα γιγαντισμό του, τη συγκεντροποίηση, τη μαζικοποίηση και την κατά κανόνα ιεραρχική δομή του.

Όπου κρίνεται εφικτό και επιθυμητό οι οικοκοινότητες μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη πιο παραδοσιακών τεχνικών και μορφών παραγωγής με έμφαση στην ποιοτική, δημιουργική και καλλιτεχνική εργασία. Οι επαχθείς χειρωνακτικές εργασίες δε θα εκτελούνται αποκλειστικά από συγκεκριμένα άτομα -όπως επιβάλλει ο ισχύων ταξικός και ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας- αλλά στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής εναλλαγής ρόλων και καθηκόντων θα μπορούν να αναληφθούν από αναδιαμορφωνόμενες συλλογικότητες μέσα σε ένα κλίμα που δε θα είναι απαραίτητα αυτό της αγγαρείας, αλλά της απαραίτητης προσφοράς στην κοινότητα.

Ένα από τα γλαφυρά παραδείγματα που δείχνουν το εύρος και το βάθος της ολιστικής θεώρησης του Μπούκτσιν για την οικονομία, είναι ο τρόπος που προσεγγίζει την ηλιακή ενέργεια. Γράφει: «Η χρήση της ηλιακής ενέργεια, μια τεχνολογία που έφτασε σε έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό αρτιότητας και αποδοτικότητας, μπορεί να θεωρηθεί οικολογική, όχι μόνο επειδή βασίζεται σε μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, αλλά και επειδή φέρνει τον ήλιο, τις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες και, στην πραγματικότητα, τους ίδιους τους ουρανούς στην καθημερινή ζωή μας με έναν ιδιαίτερα χειροπιαστό τρόπο» (Remaking Society, Εκδόσεις Black Rose Books). Είναι σαφές σε αυτό το απόσπασμα το πως ο Μπούκτσιν εννοεί την οικολογία και κατ’ επέκταση την οικονομία: όχι ως μια εργαλειακή, τεχνικίστικη, ποσοτικοποιήσιμη, ωφελιμιστική ανθρώπινη δραστηριότητα δίχως πνευματικό και αισθητικό περιεχόμενο, αλλά ως μια διεργασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι, πέρα από το «να γεμίζουν το στομάχι τους», καλλιεργούν μια βαθιά αισθαντικότητα και μια πολυδιάστατη, ουσιαστική και ενεργητική σχέση με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Κλείνοντας ας συνοψίσουμε τη σκέψη του Μπούκτσιν. Η κοινωνική οικολογία προτείνει λύσεις που ο κυρίαρχος λόγος εμφανίζει ως ουτοπικές. Αυτές όμως οι λύσεις αποτελούν πλέον αναγκαιότητα. Αποτελούν για μας αναγκαιότητα αν θέλουμε να έχουμε μια αρμονική ζωή, πλούσια σε δυνατότητες, μέσα σε ένα κόσμο που μην είμαστε απλά ενεργούμενα, αλλά να  μπορούμε να τον καταλαβαίνουμε και να συμμετέχουμε στη διαμόρφωσή του.

Από τη σκοπιά της διατήρησης του ανθρώπινου είδους, οι λύσεις αυτές είναι αναγκαίες αν θέλουμε να έχουμε πιθανότητες να επιβιώσουμε ως είδος.

Δεν είναι μόνο το ζήτημα της ολοσχερούς καταστροφής του πλανήτη που ο γνωστός αστροφυσικός Στήβεν Χόκινγκ πρόσφατα την τοποθέτησε σχεδόν με βεβαιότητα σε μια χιλιετία («εξαπλωθείτε μέχρι τότε στο διάστημα» ,δήλωσε, «βρείτε άλλους πλανήτες να μετοικήσετε, αν δε θέλετε μία καταστροφή στη Γη να σημάνει και το τέλος της ανθρώπινης φυλής»), είναι και το κατεπείγον ζήτημα ότι η γη, εξαιτίας της άνευ όρων και ορίων οικονομικής μεγέθυνσης, βρίσκεται ήδη σε μια διαδικασία αποσύνθεσης, η οποία υπονομεύει άμεσα τόσο την ανθρώπινη ζωή, όσο τη ζωή άλλων έμβιων όντων.

Η λύση που προτείνει η κοινωνική οικολογία για την αναδιαμόρφωση της οικονομίας είναι αυτή της ηθικής οικονομίας: δηλαδή ένα συμμετοχικό και ορθολογικό σύστημα παραγωγής και διανομής, το οποίο δεν εξυπηρετεί απλά τις υλικές μας ανάγκες, αλλά αντιμετωπίζει συνολικά την οικονομία ως το πεδίο όπου καλλιεργούνται πνευματικοί και ηθικοί δεσμοί τόσο ανάμεσα στους ανθρώπους που συνεργάζονται και αλληλεπιδρούν, όσο και ανάμεσα στον εργαζόμενο και στο προϊόν της εργασίας του, το οποίο επειδή δεν έχει το χαρακτήρα του εμπορεύματος, δηλαδή του πράγματος που παράγεται καταναγκαστικά για να πουληθεί σε μια απρόσωπη και ανώνυμη αγορά, γίνεται ένα αντικείμενο που ενσωματώνει το σεβασμό, τη φροντίδα, την υπευθυνότητα και την εμπνευσμένη δουλειά αυτού που το παράγει.

Αυτή η νέα οικονομία αναλαμβάνει να καλύψει τις ανάγκες μιας αυτόνομης αποκεντρωμένης αμεσοδημοκρατικής οικοκοινότητας -συνενωμένης με άλλες οικοκοινότητες μέσα από μια ομοσπονδιακή δομή. Το μέγεθος της κοινότητας αυτής είναι τέτοιο που αφενός να επιτρέπει στους πολίτες να συνέρχονται και να συναποφασίζουν μέσα από πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις για όλα τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα και αφετέρου οι ανθρώπινες δραστηριότητες να μην προκαλούν στη γύρω βιοκοινότητα ένα βάρος που να μην μπορεί αυτή να το αντέξει. Με οικολογικούς όρους η ανθρώπινη δραστηριότητα να μη υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότητα των γύρω οικοσυστημάτων.

Με τα λόγια του ίδιου του Μπούκτσιν: «(…) η οικολογικά προσανατολισμένη κοινωνία θα μπορούσε να είναι προοδευτική και όχι οπισθοδρομική, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση όχι στον πρωτογονισμό, στον ασκητισμό και στην απάρνηση, αλλά στη υλική απόλαυση και στην ανάπαυση. Για να μπορέσει μια κοινωνία να κάνει τη ζωή όχι μόνο ιδιαίτερα ευχάριστη για τα μέλη της αλλά και αρκετά άνετη ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στην πνευματική και πολιτισμική αυτοκαλλιέργεια τους, η οποία είναι απαραίτητη για τη δημιουργία πολιτισμού και μιας σφύζουσας πολιτικής ζωής, οφείλει να μην αρνηθεί τη σπουδαιότητα της τεχνικής και της επιστήμης, αλλά να τις εναρμονίσει με οράματα ανθρώπινης ευτυχίας και άνεσης.

Η κοινωνική οικολογία δεν είναι μια οικολογία της πείνας και της υλικής στέρησης, αλλά της αφθονίας. Αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ορθολογικής κοινωνίας στην οποία η σπατάλη, η υπερβολή, θα τίθεται υπό έλεγχο από ένα νέο σύστημα αξιών. Και όταν ή εάν προκύπτουν ελλείψεις ως αποτέλεσμα ανορθολογικής συμπεριφοράς, οι λαϊκές συνελεύσεις θα εγκαθιδρύουν ορθολογικά επίπεδα κατανάλωσης μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Εν συντομία, η κοινωνική οικολογία τάσσεται υπέρ της διεύθυνσης, του σχεδιασμού και των κανονισμών που διαμορφώνονται από λαϊκές συνελεύσεις και κατά των ανεύθυνων μορφών συμπεριφοράς που πηγάζουν από ατομικές ιδιορρυθμίες» (Το Πρόταγμα του Κομμουναλισμού).


* Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε από τον Μάκη Κορακιανίτη στην εκδήλωση «Η Κοινωνική Οικονομία ως Αγαθό όλης της Κοινωνίας» που έγινε στις 11/12/16 στο Συνεργατικό Καφενείο Περιμπανού από το TRISE. Ολόκληρο το ηχητικό της εκδήλωσης εδώ:

* Ο Μάρρεϋ Μπούκτσιν γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1921 στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από γονείς Ρωσοεβραίους και πέθανε στις 30 Ιουλίου του 2006 στο Μπέρλινγκτον της Πολιτείας Βερμόντ. Από τους σημαντικότερους στοχαστές του ελευθεριακού κομμουνισμού και θεμελιωτής της ριζοσπαστικής οικολογικής σκέψης. Η σύνθεση ελευθεριακών ιδεών και οικολογίας που πραγματοποίησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε ως αποτέλεσμα το πρόταγμα της Κοινωνικής Οικολογίας. Εργάστηκε ως βιομηχανικός εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία και συμμετείχε στο αμερικανικό εργατικό κίνημα της δεκαετίας του ’30 ως επαναστάτης συνδικαλιστής. Αυτομορφώθηκε και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 δίδαξε σε ένα από τα μεγαλύτερα ελεύθερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ στο Alternative University στη Νέα Υόρκη και από το 1974 μέχρι το 1983 έγινε τακτικός καθηγητής στο Ramapo (Ράμαπο) College όπου δίδαξε Κοινωνική Θεωρία. Τη δεκαετία του ’80 αναμίχθηκε ενεργά με τα κινήματα της Νέας Αριστεράς και της αντικουλτούρας. Το 1974 ίδρυσε -μαζί με τον ανθρωπολόγο Νταν Τσόντορκοφ- το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας στο Βερμόντ. Πολυγραφότατος στοχαστής έχει συγγράψει πολλά βιβλία στα οποία επεξεργάζεται κριτικά τα κρίσιμα κοινωνικά, οικολογικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα της εποχής μας. Αποτελεί έναν από τους πιο πολυμεταφρασμένους στα ελληνικά ξένους συγγραφείς.




Αλληλογραφία Μπούκτσιν – Οτσαλάν

Μετάφραση: Μαριέττα Σιμεγιάτου

Το 2004, ο Κούρδος ηγέτης Ocalan απηύθυνε επιστολή στον Murray Bookchin από το κελί της φυλακής του, όπου είχε μελετήσει το έργο του Αμερικανού ριζοσπάστη στοχαστή. Σήμερα, η αλληλογραφία τους δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Στη φυλακή, ο Ocalan εντρύφησε στα ριζοσπαστικά, μετακομμουνιστικά συγγράμματα, αναζητώντας έναν νέο δρόμο για την επόμενη ημέρα. Γνωστός για την ακόρεστη δίψα του για βιβλία, οι επιλογές του συχνά διέρρεαν στον τουρκικό και κουρδικό τύπο, όταν άρχισε να διαβάζει μετά μανίας το έργο του Murray Bookchin. Ως το 2004, ο Heider και άλλοι υπέρμαχοι του αγώνα που δίνει ο Ocalan ένοιωσαν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για να τον φέρουν σε επαφή με τον ηλικιωμένο Bookchin. Η καθιέρωση κάποιας μορφής διαλόγου είχε για εκείνους καθοριστική σημασία, όπως ανέφερε ο Heider στην Huffington Post, καθώς οι συντηρητικοί των κύκλων των Κούρδων ασκούσαν πίεση προς την κατεύθυνση το κίνημα να εγκαταλείψει δια παντός οποιονδήποτε προοδευτικό λόγο.

Έγραψαν στην Biehl.

Στις 11 Απριλίου, πέντε ημέρες αφότου έλαβε την επίσημη επιστολή του Ocalan, ο Bookchin απάντησε με τη βοήθεια της Biehl. Στην ηλικία των 83, ο Bookchin είχε ήδη από καιρό επιδείξει περιέργεια για τους Κούρδους και είχε γράψει για τον αγώνα τους στα προσωπικά του ημερολόγια, όπως ανέφερε η κόρη του. Έγραψε στον Ocalan ότι δεν του ήταν γνώριμες όλες οι πτυχές του αγώνα του PKK -και για αυτό επέρριπτε ευθύνες στον «τοπικιστικό τύπο» των ΗΠΑ- και ότι ήταν τόσο ηλικιωμένος που έπρεπε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ακόμα και για να γράφει, αλλά ότι χαιρόταν για την επαφή.

«Είμαι η ιστορία του εικοστού αιώνα σε σάρκα και οστά με τον τρόπο μου και πάντα προσπαθούσα να κοιτάζω πέρα από ιδέες που οι άνθρωποι παγιώνουν σε δόγματα», έγραψε ο Bookchin στον Ocalan. «Σας ζητώ να δείξετε υπομονή απέναντι σε έναν γέρο ριζοσπάστη».

Αναφορές για την ύπαρξη της αλληλογραφίας του Bookchin με τον Ocalan έχουν γίνει στο παρελθόν, αλλά η Huffington Post απέκτησε πρόσβαση στο σύνολο των κρυμμένων εγγράφων που διατηρούνταν, και σήμερα τα δημοσιεύει για πρώτη φορά, με την άδεια του Murray Bookchin Trust, της Biehl και του Heider (Καμία από τις πηγές ωστόσο δεν είχε το αρχικό μήνυμα από τον Heider και τον Oliver Kontny, έναν ακόμα δικηγόρο του Ocalan).

Bookchin προς διαμεσολαβητές Ocalan
[11 Απριλίου 2004]

Αγαπητέ Reimar Heider,

Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας της 6ης Απριλίου. Θα ξέρετε ότι είμαι ένας αρκετά ηλικιωμένος άνδρας (83 ετών) που μετά βίας περπατώ λόγω οστεοαρθρίτιδας και καρδιακών παθήσεων. Σας το λέω αυτό για να δικαιολογηθώ γιατί συχνά καθυστερώ να απαντήσω σε επιστολές, ειδικά σε e-mail. Θα πρέπει επίσης να σας επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που διατείνονται ότι μιλούν εκ μέρους μου δεν εκφράζουν απαραίτητα τα λεγόμενά μου – με εξαίρεση τη σύντροφό μου, Janet Biehl, με την οποία μοιράζομαι την ίδια διεύθυνση e-mail και με την οποία συζώ (παρακαλώ κρατήστε το e-mail της).

Όπως και η πλειοψηφία των Αμερικανών, αλίμονο, γνωρίζω πολύ λίγα για το PPK και τον Abdullah Ocalan, παρόλο που θυμάμαι στις ειδήσεις τη στιγμή της σύλληψής του πριν από αρκετά χρόνια. Χάρη στον τοπικισμό που δείχνει ο τύπος, οι Αμερικανοί έχουν ελάχιστη ενημέρωση σχετικά με τα κουρδικά ζητήματα (Ακόμα και οι Κούρδοι του Ιράκ περιφρονούνται σε μεγάλο βαθμό από τους πολεμικούς ανταποκριτές μας). Μόλις πριν από λίγες ημέρες πληροφορήθηκα ότι ο κ. Ocalan έχει καταδικαστεί σε θάνατο εδώ και πέντε χρόνια και βρίσκεται τώρα σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης. Ειλικρινά ελπίζω να αντεπεξέρχεται με σθένος σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση.

Μιλάμε, ωστόσο, γερμανικά κι έτσι δεν χρειάζεται να προβληματίζεστε εάν καταλαβαίνουμε τις επιστολές που μας στέλνετε στα γερμανικά. Μπορείτε να μου τις στέλνετε σε όποια γλώσσα θέλετε, εγώ όμως είμαι αναγκασμένος να απαντώ στα αγγλικά. Λόγω της κατάρρευσης της υγείας μου και ιατρικών προβλημάτων, δυστυχώς δεν γράφω γρήγορα.

Θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε ότι παρόλο που ήμουν από τους ιδρυτές του Institute for Social Ecology μαζί με τον Dan Chodorkoff κάπου τριάντα χρόνια πριν στο Vermont, η σχολή από τότε έχει διαφοροποιηθεί κατά πολύ και δεν εκφράζει με συνέπεια τις απόψεις μου. Ένα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της έχει μετατοπιστεί προς αναρχικές απόψεις που εγώ θεωρώ παιδιάστικες και ανενημέρωτες και τις οποίες δεν συμμερίζομαι καθόλου. Σας το λέω αυτό για να σας ζητήσω να μου γράφετε απευθείας στη διεύθυνση email της Janet, όπου τουλάχιστον η ιδιωτική αλληλογραφία μου είναι απαλλαγμένη από παρεμβάσεις από αυτά τα «ελευθεριακά» παιδιά.

Όσον αφορά τη δράση μου, δραστηριοποιούμαι στην αμερικανική αριστερά εδώ και περίπου εβδομήντα χρόνια ως οργανωτής του εργατικού κινήματος και ως δάσκαλος. Με λίγα λόγια, είμαι η ιστορία του εικοστού αιώνα σε σάρκα και οστά και πάντα προσπαθούσα να κοιτάζω πέρα από ιδέες που οι άνθρωποι παγιώνουν σε δόγματα. Τα βιβλία μου Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ και τα δυο χρονολογούνται στη δεκαετία του ’80. Επιπλέον, θα πρέπει να ξέρετε ότι Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ έχει μεταφραστεί μόνο εν μέρει στα γερμανικά (νομίζω όμως ότι η τουρκική μετάφραση είναι πλήρης). Έχω γράψει επίσης βιβλία και άρθρα σχετικά με την ιδέα του ελευθεριακού κοινοτισμού, του συνομοσπονδισμού, τη σημασία της πολιτικής σε αντιδιαστολή με τον κοινοβουλευτισμό και τα μαθήματα που μας διδάσκει η επαναστατική παράδοση (Πρόσφατα, ολοκλήρωσα ένα βιβλίο τεσσάρων τόμων για το τελευταίο αυτό θέμα και ο τρίτος τόμος θα δημοσιευτεί τον επόμενο μήνα από τον εκδοτικό οίκο Continuum στο Λονδίνο). Τα γραπτά αυτά –ειδικά Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ, το οποίο έχει μεταφραστεί στα γερμανικά και τουρκικά– μπορεί να σας ενδιαφέρουν, όπως και τον κ. Ocalan. Αυτά τα πιο πρόσφατα γραπτά έχουν προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον στη Λατινική Αμερική, τη Σκανδιναβία καθώς και άλλα μέρη της Ευρώπης, και την Αυστραλία.

Πολλά πεδία μένει να διερευνηθούν, πράγμα που η υγεία και η ηλικία μου δεν μου επιτρέπουν. Εάν επιθυμείτε να συνεχίσετε να μου γράφετε, θα σας ζητήσω να δείξετε υπομονή απέναντι σε έναν γέρο ριζοσπάστη όπως εγώ. Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθύτατη συμπαράστασή μου στον κ. Ocalan.

Φιλικά,
Murray Bookchin
131 Main Street, apt. 301
Burlington, VT 05401 USA
Τηλ.: (802) 863-4545
jbiehl@together.net

Διαμεσολαβητές Ocalan προς Bookchin
[5 Μαΐου 2004]

Αγαπητέ Murray Bookchin,

Με χαρά σας πληροφορούμε ότι έπειτα από την αλληλογραφία μας, ενημερώσαμε τους δικηγόρους υπεράσπισης του κ. Ocalan στην Ιστανμπούλ σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής σας. Ένα μέλος της ομάδας υπεράσπισης, ο κ. Aydinkaya, ανέφερε με συντομία το ζήτημα στον κ. Ocalan κατά την τελευταία συνάντησή τους. Ο κ. Ocalan φαίνεται να χάρηκε πολύ για το ενδιαφέρον σας και ζήτησε από τους εκπροσώπους του να σας απαντήσουν άμεσα. Στέλνει εγκάρδιους χαιρετισμούς και δηλώνει ότι οι δυο συγγραφείς που τον έχουν απορροφήσει το τελευταίο διάστημα είστε εσείς και ο Immanuel Wallerstein. Ο κ. Ocalan τόνισε ότι πιστεύει ότι έχει αποκτήσει καλή γνώση των ιδεών σας. Μάλιστα, αναφέρθηκε στον εαυτό του ως έναν «καλό μαθητή» σας. Ζήτησε από τους δικηγόρους του να σας στείλουν το τελευταίο χειρόγραφό του το συντομότερο δυνατό. Πρόκειται για ένα χειρόγραφο που μόλις προετοίμασε για την ακρόαση της υπόθεσής του στις 9 Ιουνίου 2004 ενώπιον του τμήματος μείζονος σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τη μετάφραση του εγγράφου στα αγγλικά έχει αναλάβει μια εταιρεία στην Τουρκία και ελπίζουμε να μπορέσουμε να σας στείλουμε ένα αντίγραφο του κειμένου ως τον Ιούνιο.

Ο κ. Ocalan είπε ότι λυπάται που υπάρχουν ορισμένες ελλείψεις στην τουρκική μετάφραση των τεσσάρων βιβλίων σας τα οποία έχει διαβάσει και ότι υπήρχαν ορισμένα σημεία στα οποία διαφωνεί με τις ιδέες σας. Αυτό που τόνισε ωστόσο ήταν ότι ανυπομονεί να συνεχίσει να παρακολουθεί τη σκέψη σας και να τη βοηθήσει να βρει πρόσφορο έδαφος όσον αφορά την εφαρμογή της στις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής. Θα ήθελε να σας διαβεβαιώσει ότι δεν θα πρέπει να προβληματίζεστε πολύ για την έλλειψη εκτίμησης που δείχνουν ορισμένοι νεότεροι οπαδοί όσον αφορά τη διακριτικότητα και τη δυναμική της σκέψης σας, εφόσον το κουρδικό κίνημα ελευθερίας είναι αποφασισμένο να υλοποιήσει επιτυχώς τις ιδέες σας. Πρόσθεσε επίσης πως πιστεύει ότι τα τρία βιβλία που έχει γράψει στη φυλακή, ως σύνολο, θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες απαντήσεις στα θεωρητικά και πρακτικά αδιέξοδα που δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει η Μαρξιστική Θεωρία τα τελευταία 150 χρόνια. Δηλώνει τώρα ξεκάθαρα ότι πιστεύει ότι είναι θεωρητικά αβάσιμο να εκλαμβάνεται η δημιουργία του κράτους στην Πρώιμη Μεσοποταμία ως μια «αναπόφευκτη» εξέλιξη που υπαγορεύεται από ιστορικές νομοτέλειες «απαραίτητες για την ανθρώπινη πρόοδο».

Στο νέο αυτό χειρόγραφο, ο κ. Ocalan επαναξιολογεί ορισμένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του σχετικά με τη μετάβαση από τη νεολιθική στην πρώιμη κοινωνία ιερατικού κράτους και θέτει ορισμένες απίστευτα πρωτότυπες απόψεις σχετικά με τις επιστημολογικές συνέπειες της θεωρίας του χάους στις ιστορικές και κοινωνικές μελέτες, καθώς και τις πολιτικές προοπτικές που προέρχονται από τις θεωρητικές ιδεολογικοποιήσεις της ανθρώπινης ιστορίας. Διερευνά τόσο τις επιπτώσεις που αυτό έχει στη δική του αντίληψη για την ιστορία της Μεσοποταμίας, όσο και τα πολιτικά συμπεράσματα στα οποία έχει οδηγηθεί από το προηγούμενο έργο του, εγκαταλείποντας έτσι εντελώς το πρότυπο της οικοδόμησης κράτους ως στόχο των απελευθερωτικών διεργασιών. Αναπτύσσει επίσης διεξοδικά την ιδέα μιας οικο-δημοκρατικής κοινωνίας και την πρακτική υλοποίηση του ελευθεριακού κοινοτισμού στο Κουρδιστάν.

Τόνισε ωστόσο ότι αυτό δεν είναι και ούτε θα μπορούσε να είναι το έργο ενός ακαδημαϊκού, αλλά ενός ανθρώπου που αναζητά πρακτικούς τρόπους διεξόδου από την κρίση που βιώνει η Μέση Ανατολή και οι Κούρδοι. Εξέφρασε έντονη κριτική για τον δυτικό λόγο και επεσήμανε ότι η δική του προσέγγιση πάντα θα διέπεται από μια σύγχρονη εκ νέου ανάγνωση του παραδοσιακού λόγου της Μέσης Ανατολής. Παρά τις προφανείς δυσκολίες στην επικοινωνία με τον κ. Ocalan, με μεγάλη χαρά θα σας βοηθήσουμε να συνεχίσετε τη μεταξύ σας επικοινωνία.

Αναμένουμε νέα σας,
Με θερμούς χαιρετισμούς,
Reimar Heider
Oliver Kontny

bookchin-ocalan-2

Bookchin προς διαμεσολαβητές Ocalan
[9 Μαΐου 2004]

Αγαπητέ Reimar,

Σας ευχαριστώ που μου μεταφέρετε τα σχόλια του κ. Ocalan. Χαίρομαι που θεωρεί ότι οι ιδέες μου σχετικά με τον ελευθεριακό κοινοτισμό βοηθούν στον προβληματισμό σχετικά με ένα μελλοντικό πολιτικό σώμα των Κούρδων.

Εκτιμώ επίσης τις προσπάθειές σας ως διαμεσολαβητή σε έναν διάλογο μεταξύ του κ. Ocalan και εμένα. Σας παρακαλώ να καταλάβετε ότι είμαι ένας πολύ ασθενικός 83χρονος. Δεν είμαι σε θέση πια να κάθομαι μπροστά σε έναν υπολογιστή για ώρες και να γράφω άρθρα, ούτε καν επιστολές. Ακόμα και η ανάγνωση για λίγες ώρες την ημέρα μου είναι δύσκολη (Ακόμα και για αυτή τη σύντομη επιστολή, χρειάστηκα τη βοήθεια της Janet). Είμαι αναγκασμένος να περνώ μεγάλο μέρος του χρόνου μου στο κρεβάτι. Επομένως, δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω εκτεταμένο θεωρητικό διάλογο με τον κ. Ocalan στο βαθμό που θα το ήθελα και στην καλύτερη περίπτωση μπορώ να παρέχω σύντομες μόνο και ελλιπείς απαντήσεις. Πολύ λυπάμαι για αυτή την απώλεια, αλλά ολοένα και περισσότερο συμβιβάζομαι με το αναπόφευκτο των γερατειών και της θνητότητας.

Ο κ. Ocalan φαίνεται να θέλει να υπογραμμίσει το γεγονός ότι πρέπει να αντλεί γνώση και από άλλες διανοητικές πηγές εκτός από τις δικές μου, ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής. Διαβεβαιώστε τον ότι θα προβληματιζόμουν ιδιαίτερα εάν δεν αξιοποιούσε πλήρως και αυτές τις διαφορετικές πηγές.

Μεταφέρετε παρακαλώ στον κ. Ocalan τις θερμότερες ευχές μου. Προσδοκώ μια μέρα ο κουρδικός λαός να μπορέσει να δημιουργήσει μια ελεύθερη, ορθολογική κοινωνία που θα δώσει τη δυνατότητα να ανθίσει εκ νέου η οξύνοια αυτού του λαού. Είναι τυχεροί που έχουν έναν ηγέτη με τα χαρίσματα του κ. Ocalan να τους καθοδηγεί.

Με εγκάρδιους χαιρετισμούς,
Murray Bookchin

Διαμεσολαβητές Ocalan προς Bookchin
[10 Δεκεμβρίου 2004]

Αγαπητή Janet Biehl, αγαπητέ Murray Bookchin,

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι η ευγενική επιστολή σας με τα θετικά σχόλια για τον κ. Ocalan διαβάστηκε στο μεταξύ κατά τη 2η γενική συνέλευση του Λαϊκού Συνεδρίου του Κουρδιστάν, το οποίο πραγματοποιήθηκε στα βουνά του Κουρδιστάν αυτό το καλοκαίρι, και έλαβε πολύ θετικές αντιδράσεις.

Οι συνθήκες φυλάκισης του κ. Ocalan δεν έχουν βελτιωθεί και μάλιστα οι δυνατότητες επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο, ή ακόμα και με τους δικηγόρους και την οικογένειά του, έχουν τώρα περιοριστεί ακόμα περισσότερο. Επομένως, η ανταλλαγή σκέψεων μέσα από τα τείχη του κελιού της φυλακής του καθίσταται όλο και πιο δύσκολη. Ωστόσο, σε αρκετές από τις σπάνιες συναντήσεις με τους δικηγόρους του, προτείνει και πάλι τα βιβλία του Murray Bookchin, ειδικά το «Αστικοποίηση χωρίς Πόλεις».

Σας έχουμε ήδη στείλει μέρος του βιβλίου του που γράφτηκε το 2003, όπου αναφέρεται στην αναδιοργάνωση του κομουναλισμού στις κουρδικές πόλεις και τα κουρδικά χωριά. Στο τελευταίο βιβλίο του, το οποίο φέτος δημοσιεύτηκε στα τουρκικά, δίνει περισσότερη βάση στην άνοδο της ιεραρχίας στην ανθρώπινη κοινωνία και τονίζει τον πατριαρχικό χαρακτήρα του ιεραρχικού και ταξικού πολιτισμού. Παρουσιάζει ένα μοντέλο πολιτισμού που δεν εστιάζει μόνο στην ταξική πάλη, αλλά βλέπει τη «φυσική κοινωνία» ως τον αντίπαλο της ταξικής κοινωνίας διαχρονικά. Η «φυσική» κοινωνία εκδηλώνεται με τη μορφή εθνικών ομάδων, ταξικών κινημάτων και θρησκευτικών και φιλοσοφικών συσπειρώσεων που υπερασπίζονται την ελευθερία τους. Κατά την άποψή του, η καθυπόταξη των γυναικών παίζει σημαντικότατο ρόλο στην καθυπόταξη ελεύθερων ατόμων. Δίνει επομένως μια ευρύτερη περιγραφή της διαδικασίας που οδηγεί στη δημιουργία του πατριαρχικού συστήματος.

Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης μια πολύ ξεκάθαρη κριτική του κλασικού δογματικού μαρξισμού, στον οποίο ο κ. Ocalan παραδέχεται ότι είχε προσκολληθεί για πάρα πολύ καιρό. Ασκεί ιδιαίτερα κριτική στην προσέγγιση του υπαρκτού σοσιαλισμού ως προς τη βία, την εξουσία και το κράτος. Μια επαναστατική ομάδα που δεν διαφέρει ριζικά από τους αντιπάλους της ως προς τα θέματα αυτά είναι καταδικασμένη να απορροφηθεί από το σύστημα, όπως και ο υπαρκτός σοσιαλισμός αφομοιώθηκε από τον καπιταλισμό.

Θεωρεί το κίνημα των γυναικών το πιο σημαντικό επαναστατικό κίνημα του 20ου αιώνα, καθώς η ανάλυση που θέτει για τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας και ειδικότερα των κοινωνικών επιστημών έχει αποκαλύψει πολύ περισσότερες από τις ουσιαστικές συγκρούσεις που αναδύονται στην κοινωνία από οποιαδήποτε άλλη σχολή σκέψης στο παρελθόν.

Στα έργα του, ο κ. Ocalan συχνά αναφέρεται σε ιδέες όπως οικολογική κοινωνία και ελευθεριακός κοινοτισμός, αν και επισημαίνει διαφορετικά σημεία από εσάς, Murray Bookchin.

Αγαπητή Janet,

Από ό,τι γνωρίζουμε για τις εκδόσεις σας οι οποίες δυστυχώς δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί στα τουρκικά, μπορεί κι εσείς να ενδιαφέρεστε για μια συζήτηση ή μια κριτική των απόψεων του κ. Ocalan. Ξέρουμε ότι είναι δεκτικός στην κριτική, ιδιαίτερα εφόσον οι δυνατότητές του να συζητά τις σκέψεις του είναι εξαιρετικά περιορισμένες λόγω της κράτησής του σε απομόνωση εδώ και έξι περίπου χρόνια.

Στο Κουρδιστάν, έχει αρχίσει να αναδύεται από τη δεκαετία του ’80 ένα κίνημα γυναικών που σήμερα έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις. Η εξέλιξη του κινήματος των γυναικών συνδέεται άμεσα με τον απελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων και τις προσπάθειες του κ. Ocalan. Οι συζητήσεις του με το Κίνημα Κούρδων Γυναικών σχετικά με τη θέση των γυναικών στην κοινωνία τον έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι σκέψεις του αποτελούν αντικείμενο έντονης συζήτησης εντός του κινήματος των γυναικών σήμερα.

Οι εξόριστες Κούρδες γυναίκες στην Ευρώπη ενδιαφέρονται έντονα για τη δημιουργία μιας γέφυρας που θα συνδέει τις συζητήσεις που γίνονται στα βουνά και τις πόλεις του Κουρδιστάν με τα κινήματα και τους ακτιβιστές σε άλλα μέρη του κόσμου. Το κίνημα Κούρδων γυναικών στη Γερμανία, όπου ζουν οι περισσότεροι εξόριστοι Κούρδοι, διοργάνωσε λοιπόν το Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Γυναικών αυτό το καλοκαίρι, για να ανοίξει τη συζήτηση σχετικά με τις προοπτικές του κουρδικού απελευθερωτικού αγώνα και του ρόλου των γυναικών στην κοινωνία. Στις συζητήσεις σχετικά με την ειρήνη και τη βία κατά των γυναικών συμμετείχαν γυναίκες από διάφορες χώρες. Το σύνθημα του φεστιβάλ ήταν «Οι γυναίκες περνούν τα σύνορα και συσπειρώνονται!» Το 2005, το κεντρικό θέμα του 2ου φεστιβάλ θα είναι η οικολογία. Θα θέλαμε να προσκαλέσουμε γυναίκες από όλες τις γωνιές του κόσμου και αναρωτιόμαστε εάν εσείς καταρχήν θα ενδιαφερόσασταν να συμμετέχετε στις συζητήσεις μας.

Biehl προς διαμεσολαβητές Ocalan
[11 Δεκεμβρίου 2004]

Αγαπητή Uta Schneiderbanger και αγαπητέ Reimar Heider,

Με μεγάλη χαρά ακούσαμε ότι τα σχόλια του Murray Bookchin διαβάστηκαν στη δεύτερη γενική συνέλευση του Λαϊκού Συνεδρίου του Κουρδιστάν το περασμένο καλοκαίρι, ενώ προκαλεί ικανοποίηση το γεγονός ότι πολλοί Κούρδοι σήμερα βλέπουν θετικά τις ιδέες του.

Σας ευχαριστούμε πολύ για την επιστολή σας της 10ης Δεκεμβρίου και σας παρακαλώ συγχωρήστε με για την καθυστερημένη απάντηση. Καθυστέρησα γιατί ο Murray είπε ότι ήθελε ο ίδιος να σας γράψει και πιστεύω ότι η επιθυμία του αυτή ήταν ειλικρινής, αλλά μέχρι τώρα η υγεία του δεν του το έχει επιτρέψει.

Για εμάς, η συνέχιση της αλληλογραφίας μαζί σας (όπως και με όλους τους άλλους) ήταν δύσκολη, καθώς η υγεία του Murray χειροτερεύει. Οι πόνοι λόγω οστεοαρθρίτιδας αυξάνονται. Παίρνει αναλγητικά βέβαια, αλλά είναι επιλογή του να περιορίζει τη χρήση τους ώστε να μην επηρεάζουν τις νοητικές λειτουργίες του. Βρίσκεται λοιπόν σε μια συνεχή μάχη με τον πόνο, πράγμα που του ρίχνει πολύ το ηθικό. Σύντομα, φτάνει τα 84 και συχνά νοιώθει ότι βρίσκεται σε σύγχυση, ανίκανος να κατανοήσει ακόμα και απλές συζητήσεις. Ως ο άνθρωπος που τον φροντίζει, αλλά και σύντροφός του, αυτό είναι ίσως το δυσκολότερο πράγμα που έχω να αντιμετωπίσω. Διατηρεί ωστόσο τη σωστή κρίση του, το πνεύμα του διατηρεί ακόμα τη ζεστασιά, την ανοιχτή φύση και την αγάπη, ενώ τον τελευταίο καιρό γοητεύεται ιδιαίτερα από τις ειδήσεις που ακούει για τους Κούρδους και τα κουρδικά ζητήματα. Έχετε γίνει για εκείνον ένας φάρος στα χρόνια της παρακμής του.

Με τιμά πολύ η πρόσκλησή σας να συμμετέχω στις συζητήσεις για την οικολογία με το Κίνημα Κούρδων Γυναικών. Πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου έγραψα ένα βιβλίο που επέκρινε τον «οικοφεμινισμό» για την αντιδραστική φύση του. Από τότε, ο «οικοφεμινισμός» έχει εκλείψει από τον λόγο των κινημάτων (αν και ορισμένοι ακαδημαϊκοί από όσο καταλαβαίνω ακόμα αμφιταλαντεύονται σχετικά). Από τότε, δεν έχω εμπλακεί πολύ με το φεμινιστικό κίνημα, καθώς προτιμούσα να εργάζομαι ως υπέρμαχος της κοινωνικής οικολογίας.

Σήμερα, θα έλεγα ότι δεν έχω ιδιαίτερη πολιτική δράση, καθώς απασχολούμαι με τη φροντίδα του ηλικιωμένου Murray. Καθώς έχει αποσυρθεί από την πολιτική, έχω κι εγώ περιορίσει τις δραστηριότητές μου ώστε να μπορώ να τον φροντίζω. Επομένως, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να συμμετέχω στις συζητήσεις σας πολύ συχνά, ή να έχω κάποια ουσιαστική συμβολή. Σας ευχαριστώ πάντως για την πρόσκληση και εύχομαι οι συζητήσεις σας να είναι παραγωγικές.

Θα σας μεταφέρω άμεσα οτιδήποτε μπορέσει να γράψει ο Murray σε εσάς και στον Ocalan. Παρακαλώ δώστε του τους θερμότερους χαιρετισμούς μας.

Με εγκάρδιους χαιρετισμούς,
Janet Biehl
Burlington, Vermont

https://www.huffingtonpost.com/entry/syrian-kurds-murray-bookchinus5655e7e2e4b079b28189e3df

Περιοδικό Βαβυλωνία #Τεύχος 18




Η Οικολογία της Ελευθερίας | Η Ανάδυση και η Διάλυση της Ιεραρχίας

Μάρεϋ Μπούκτσιν

Απόσπασμα από τον πρόλογο του Bookchin, Murray, Η Οικολογία της Ελευθερίας, Η Ανάδυση και η Διάλυση της Ιεραρχίας, μτφρ. Ελίζα Κολοβού, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη, 2016.

Πρέπει να επισημάνω ότι η Οικολογία της Ελευθερίας αντικατοπτρίζει την ενασχόλησή μου με τον μάλλον στενό, πραγματιστικό και συχνά κοινωνικά ουδέτερο περιβαλλοντισμό που επικρατούσε πριν από δύο δεκαετίες σε ένα σύνολο πολύ διαφορετικών ομάδων. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους ο περιβαλλοντισμός εξακολουθεί να απολαμβάνει μια εξέχουσα θέση ακόμα και σήμερα. Οι ομάδες αυτές εξακολουθούν να εστιάζουν σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως είναι η ρύπανση του αέρα και των υδάτων, οι χωματερές των τοξικών αποβλήτων, η χημικοποίηση της τροφής και τα λοιπά –προσπάθειες που αναμφίβολα αξίζουν την πλήρη υποστήριξή μας. Ωστόσο, οι απόψεις των περιβαλλοντιστών για τις αιτίες και τις μακροπρόθεσμες λύσεις των προβλημάτων αυτών μου φαίνονταν –και εξακολουθούν να μου φαίνονται‒ θλιβερά ανεπαρκείς. Στον βαθμό που οι περιβαλλοντιστές μοιράζονταν μια κοινή οπτική, αυτή βασιζόταν σε μια εργαλειακή, σχεδόν μηχανολογική προσέγγιση της επίλυσης των διαφόρων εκδοχών της οικολογικής αποδιοργάνωσης. Όπως όλα έδειχναν, ήθελαν να προσαρμόσουν τον φυσικό κόσμο στις ανάγκες της υφιστάμενης κοινωνίας και στις εκμεταλλευτικές και καπιταλιστικές επιταγές της, μέσω μεταρρυθμίσεων που θα ελαχιστοποιούσαν τη βλάβη στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία. Οι τόσο απαραίτητοι στόχοι της διαμόρφωσης ενός προγράμματος ριζικής κοινωνικής αλλαγής και της καλλιέργειας μιας νέας αισθητικότητας απέναντι στον φυσικό κόσμο βρίσκονταν έξω από την τροχιά των πρακτικών τους ενδιαφερόντων. Οι κοινωνικές τους θέσεις φαίνεται ότι ενσαρκώνονταν στην άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης και όχι στη ριζοσπαστική πολιτική.

Έχοντας υπάρξει ένας ενεργός οικοαναρχικός για δεκαετίες, αγωνιζόμενος ενάντια στη ρύπανση, στην ανέγερση πυρηνικών εργοστασίων και στη χημικοποίηση της τροφής, αποφάσισα να συγγράψω μια εκτενή παρουσίαση των απόψεών μου, που θα ήταν εν μέρει κριτική και εν μέρει ανασυγκροτητική.

Σε αντίθεση με τον πραγματιστικό περιβαλλοντισμό, ανέπτυξα ένα αναλυτικό σώμα ιδεών το οποίο ονομάζω κοινωνική οικολογία.

Για τους κοινωνικούς οικολόγους, η περιβαλλοντική αποδιοργάνωση είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σε μια ανορθολογική, αντιοικολογική κοινωνία, της οποίας τα βασικά προβλήματα δεν θεραπεύονται με αποσπασματικές, μονοθεματικές μεταρρυθμίσεις. Προσπάθησα να επισημάνω ότι τα προβλήματα αυτά απορρέουν από ένα ιεραρχικό, ταξικό ‒και σήμερα‒ ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο τροφοδοτεί την άποψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι απλά και μόνο ένας σωρός από «πόρους» για την ανθρώπινη παραγωγή και κατανάλωση. Αυτό το κοινωνικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ληστρικό. Έχει προβάλλει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο σε μια ιδεολογία όπου ο «άνθρωπος» (άντρας) είναι προορισμένος να κυριαρχεί πάνω στη «Φύση».

Αντίστοιχα, κοιτώντας πίσω στην εποχή της προεγγράμματης «οργανικής κοινωνίας» η οποία υπήρχε πριν από την ανάδυση της ιεραρχίας και του καπιταλισμού, εξερεύνησα τις μη ιεραρχικές ευαισθησίες, τις πρακτικές, τις αξίες και τις πεποιθήσεις που είχαν εν γένει οι εξισωτικές κουλτούρες, καθώς επίσης και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της οργανικής κοινωνίας, που φαίνονταν σχετικά με την ανάπτυξη μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής οικολογικής πολιτικής: την αρχή του αμείωτου ελάχιστου (irreducible minimum), μέσω της οποίας η οργανική κοινωνία εγγυόταν στον καθένα τα υλικά μέσα του βίου∙ την αφοσίωσή της στην επικαρπία αντί στην κυριότητα της ιδιοκτησίας∙ την ηθική της συμπληρωματικότητας, όπως διακρίνεται από μια ηθικότητα της εντολής και της υπακοής.

Στο δικό μου μυαλό, όλες αυτές οι αρχές και οι αξίες ήταν ‒και είναι‒ ζητούμενα που θα έπρεπε να βρουν μια κεντρική θέση σε μια μελλοντική οικολογική κοινωνία. Επίσης, αισθάνθηκα ότι τα χαρακτηριστικά αυτά έπρεπε να ενοποιηθούν με την ορθολογικότητα, με την επιστήμη και με ένα μεγάλο μέρος της τεχνικής του σύγχρονου κόσμου, οπωσδήποτε επανασχεδιασμένα, ώστε να προάγουν την ενοποίηση της ανθρωπότητας με τον μη ανθρώπινο κόσμο.  Αυτή η επιλεκτική ενοποίηση θα μπορούσε να διαμορφώσει τις πρακτικές που θα επικρατήσουν σε μια εντελώς νέα κοινωνία και αισθητικότητα.

(…)

Αυτή η εισαγωγή στοχεύει στην απεμπλοκή και την αποσύνδεση της κοινωνικής οικολογίας από αυτές τις διάφορες μυστικιστικές οικολογίες, διατηρώντας συγχρόνως μια κριτική στάση απέναντι στον πραγματιστικό περιβαλλοντισμό. Θα ήθελα, με μεγάλη έμφαση, να διορθώσω οποιαδήποτε συνάφεια μπορεί να βρίσκει ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια μεταξύ της κοινωνικής οικολογίας και των διάφορων μυστικιστικών οικολογιών που ανθούν σήμερα. Παρά τις νέες συνθήκες, τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει η κοινωνική οικολογία, εμμένω σθεναρά στις ιδέες που αναπτύσσονται στην Οικολογία της Ελευθερίας και δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να τις τροποποιήσω, παρά μόνο να αποσαφηνίσω ορισμένες συγκεκριμένες μεταφορές τις οποίες έχουν χρησιμοποιήσει οι μυστικιστές οικολόγοι από κοινού με τους κοινωνικούς οικολόγους, αν και για πολύ διαφορετικούς σκοπούς.

boo72587450740_251867133_nΑυτό που θέλω να κάνω σε αυτήν την εισαγωγή είναι να προσφέρω μια πιο ισορροπημένη άποψη για τις ιδέες, τις ερμηνείες και τα δεδομένα που περιέχονται σε αυτό το βιβλίο. Η Οικολογία της Ελευθερίας εξακολουθεί να παραμένει η πιο αναλυτική διατύπωση των ιδεών μου, αλλά και εκείνων της κοινωνικής οικολογίας γενικότερα, και δεν θέλω να υποβιβάσω τη θέση που έχει ανάμεσα στα γραπτά μου. Η θεωρητική αψίδα του έργου μου, αν μπορώ να το θέσω έτσι, απαρτίζεται από περίπου εννέα βιβλία, μεταξύ των οποίων η Οικολογία της Ελευθερίας μπορεί να θεωρηθεί ως η θεμέλια λίθος. Θα ζητήσω, όμως, από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να συμβουλευτούν και κάποιες άλλες δουλειές μου, οι οποίες περιγράφουν σφαιρικά την οπτική της κοινωνικής οικολογίας, και ιδιαίτερα το Η Άνοδος της Αστικοποίησης και η Πτώση της Πολιτειότητας (The Rise of Urbanization and the Decline of Citizenship), το Ξαναφτιάχνοντας την Κοινωνία (Remaking Society), και το Η Φιλοσοφία της Κοινωνικής Οικολογίας (The Philosophy of Social Ecology). Ιδωμένες συνδυαστικά, αυτές οι δουλειές προσφέρουν μια αναλυτική διατύπωση της κοινωνικής οικολογίας όπως υπάρχει σήμερα και διαμορφώνουν τη βάση για τη μελλοντική της ανάπτυξη.

Τέλος, είναι αναπόφευκτος ένας βαθμός επανάληψης στη σύνταξη αυτής της νέας αναδρομικής εισαγωγής. Δεν επιχειρώ την ευρεία επισκόπηση της κοινωνικής οικολογίας που εμφανίζεται στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης, την ανάγνωση της οποίας θεωρώ απολύτως απαραίτητη για την κατανόηση αυτού του βιβλίου, αλλά υπάρχουν ζητήματα που με απασχολούν εδώ, όπως είναι ο μαρξισμός και η οικολογία, η συζήτηση των οποίων παρέχει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια μια πιο αναλυτική αποσαφήνιση των απόψεών μου. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την ανάγκη της ανάγνωσης και των δύο εισαγωγών: η αρχική είναι μια περισσότερο επεξηγηματική παρουσίαση, ενώ η παρούσα, των εκδόσεων Black Rose, είναι περισσότερο πολεμική.

Όλα τα γραπτά μου επιδιώκουν να προσφέρουν μια συνεκτική άποψη των κοινωνικών πηγών της οικολογικής κρίσης και να προσφέρουν ένα οικοαναρχικό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας πάνω σε ορθολογικές βάσεις. Εδώ, χρησιμοποιώ προκλητικά τις λέξεις συνεκτική και ορθολογικές, καθώς είναι όροι που αποτελούν ανάθεμα για τις περισσότερες αναδυόμενες μυστικιστικές οικολογίες. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν μια πολύ ευρύτερη κατάσταση του νου, που έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης στον αγγλο-αμερικανικό κόσμο εν γένει και σε πολλά μέρη της σημερινής Ευρώπης. Ο μεταμοντερνισμός, ιδιαίτερα με τις πιο χυδαίες μορφές του, έχει μια ανησυχητική επίδραση στην ανάγκη για ένα συνεκτικό και ορθολογικό σώμα ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών. Με την «αποδόμηση», οι αξιώσεις του ίδιου του λόγου διαμελίζονται στο όνομα ενός πάθους για «πλουραλισμό» ‒ένα πάθος που είναι κατανοητό ενόψει του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αποκαλεί «λογοκεντρικό» το κάθε λογικά επεξεργασμένο σώμα απόψεων. Με αυτήν την εξευτελιστική μορφή του, ο μεταμοντερνισμός παραθέτει διάφορα επίθετα στον λογοκεντρισμό, όπως λευκός, αρσενικός, δυτικός και ευρωπαϊκός, αποκλείοντας έτσι την περαιτέρω συζήτηση. Διστάζω να προβλέψω ότι νέες μόδες έρχονται στην επιφάνεια μέσα στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτής της εισαγωγής.

(…)

Ο στόχος που με οδήγησε στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικολογίας κατά τις περασμένες δεκαετίες ήταν ειλικρινά φιλόδοξος: ήθελα να παρουσιάσω μια φιλοσοφία, μια σύλληψη της φυσικής και της κοινωνικής ανάπτυξης, μια εις βάθος ανάλυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, και μια ριζοσπαστική ουτοπική εναλλακτική –έως σήμερα, δεν έχω αποφύγει τη χρήση της λέξης ουτοπικός‒ για τη σύγχρονη κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση. Ίσως θα βοηθούσε να απομονώσω εδώ ορισμένα ζητήματα που θα πρέπει να προστεθούν στην επισκόπηση  που περιέχεται στον πρώτο πρόλογο.




Reflections on Castoriadis and Bookchin

Yavor Tarinski

The primary threat to nature and people today comes from centralizing and monopolizing power and control.
Vandana Shiva[1]

Nowadays constantly we are being told “from above” that we don’t have a choice but to conform to the status quo. The dominant power institutions are doing everything they can to convince us that the solution to our social and environmental problems is going to be found in the very same policies that have created them in the first place. The T.I.N.A. narrative continues to dominate the mainstream discourse and the widespread consumerist culture, in combination with the long-lasting representative crisis, is infecting people’s imaginary with cynicism, general conformism and apathy.

But germs of other ways of thinking and living are trying to break their way through the passivity of present day logic. New significations that are going beyond the contemporary bureaucratic capitalist discourse, offering new sets of reasons and values, which to navigate societal life away from the destructiveness of constant economic growth and cynical apathy.

With popular dissatisfaction of the present order of things on the rise we can distinguish two significations that offer radical break with the present normality:

On the one hand, there is growing interest in political participation and direct democracy. Nowadays it is becoming almost unthinkable to think of popular unrest outside of the general frame of democracy: first, the demands almost always revolve around more citizen involvement in one form or another; second, the way of organizing popular struggle for a long time have overpassed the centralism of the traditional political organizations, insisting instead on self-organization and collaboration.

On the other hand, ecology is emerging as major concern and as an answer to the contemporary growth-based politico-economic model that is responsible for the creation of tangible environmental crisis and rapidly unfolding climate change. It is being expressed in the form of popular struggles against capitalist extractivist projects, harmful to the environment, human health, as well as to local autonomy. It also takes the form of resistance to consumerist culture, both of whom boost innovative new theories like de-growth.

Amongst the diverse spectrum of thinkers that nowadays are developing these new significations we can distinguish Cornelius Castoriadis and Murray Bookchin as two of the most influential. Both emerged from the Left and through their thought, as well as activist practices, managed to overpass the ideological dogmas and to develop their own political projects, incorporating and advancing further direct democracy and ecology. It’s not surprising that they collaborated in the journal Society & Nature, and later in its successor Democracy & Nature, until 1996, when a bitter conflict between the two emerged[2].

Nowadays their legacy is being carried on by social movements and struggles that place these two significations at the heart of their political activities. Castoriadis’s thought was revitalized with the popular uprisings across Europe of the last years and especially with the so called “Movement of the Squares” (also known as The Indignados), that was driven not by “pure” ideologies but by passion for political action and critical thinking, while Bookchin’s project is being partially implemented in practice by the kurdish liberation movement in the heart of the Middle East (most notably in Rojava), influencing it to such a degree that it completely abandoned its marxist-leninist orientation.

It must be noted that the target of the present text is not the development of a deep comparative analysis between the works of both of them, but instead an effort at underlying two elements of their thought that are especially actual for our current context and are charged with huge potential for change.

Direct Democracy

Both Castoriadis and Bookchin saw great liberatory potential in direct democracy and placed it at the heart of their political projects. They devoted great part of their writings on that matter, developing this notion beyond the frames set by traditional ideologies. In stark difference with authoritarian views, mistrusting society and thus calling to its subjection to hierarchical, extra-social mechanisms, on the one hand, and on the other, with such views that reject every form of laws and institutions, the two thinkers proposed the establishment of structures and institutions that will allow direct public interaction, while maintaining social cohesion through horizontal flow of power.

According to Castoriadis, the majority of human societies were established on the basis of heteronomy, which he describes as a situation in which the society’s rules are being set by some extra-social source (such as the party, god, historic necessity etc.). The institutions of the heteronomous societies are conceived as given/self-evident and thus, unquestionable, i.e. incompatible with popular interaction. For him the organizational structure of the modern western world, while usually characterized as “democracy”, is actually a liberal oligarchy, with some liberties for the people, but the general management of social life is being situated in the hands of tiny elites (Castoriadis. 1989).

For Castoriadis democracy is an essential element of the social and individual autonomy (the people to set their own rules and institutions), which is the opposite of heteronomy. What he called project of autonomy entailed direct-democratic self-instituting by the society, consisted of conscious citizens, who realize that they draw their own destiny and not some extra-social force, either natural or metaphysical (Castoriadis. 1992). I.e. in the hands of society lies the highest power that is: to give itself the laws and institutions under which it lives.

Castoriadis derives his understanding of democracy from the classical meaning of the term, originating from Ancient Athens (demos/people and kratos/power). Thus on the basis of this he denotes the today’s liberal regimes as non-democratic, since they are based on the election of representatives and not on direct citizen participation. According to him democracy can be only direct, thus incompatible with bureaucracy, expertism, economic inequality and other features of our modern political system (Castoriadis. 1989).

On more concrete level he suggested the establishment of territorial units with population of up to 100.000 people, which to self-manage themselves through general assemblies. For coordination between different such units he proposed the establishment of councils and committees to whom the local decision-making bodies to send revocable short-term delegates (Castoriadis. 2013, pp.42-43). Thus the power remains in the hands of the demos, while allowing non-statist coordination on larger scale.

For Bookchin too, the characterization of the today’s system as a democracy was a mistake, an oxymoron. He reminds us that two centuries ago the term democracy was depicted by rulers as “mob rule”, a prelude to chaos, while nowadays is being used to mask one representative regime, which in its essence is republican oligarchy since a tiny clique of chosen few rules over the powerless many (Bookchin. 1996).

Bookchin, like Castoriadis, based his understanding of democracy on the experience of the ancient Athenian politia. That is one of the reasons he placed so much attention on the role of the city (Bookchin. 1964). He describes how with the rise of what he called statecraft, the active citizens, deeply and morally committed to their cities, were replaced by subjected to parliamentarian rule passive consumers, whose free time is spent shopping in retail stores and mega malls.

After many years of involvement in different political movements, Bookchin developed his own political project, called Communalism. Based on direct democracy, it revolves extensively around the question of power, rejecting escapist and lifestyle practices. Communalism focuses instead on a center of power, that could potentially be subjected to the will of the people – the municipal council – through which to create and coordinate local assembles. He emphasized on the antagonistic character, towards the state apparatus, that these institutions have and the possibility of them to become the exclusive sources of power in their villages, towns and cities. The democratized municipalities, Bookchin suggested, would confederate with each other by sending revocable delegates to popular assemblies and confederal councils, thus challenging the need of centralized statist power. This concrete model Bookchin called libertarian municipalism (Bookchin. 1996), which have influenced to a big degree Abdullah Öcalan and the Kurdish struggle for social liberation.

A distinguishing feature of Bookchin’s vision of direct democracy in his communalism was the element of majority voting, which he considered it as the only equitable way for a large number of people to make decisions (Bookchin. 2002). According to him consensus, in which a single person can veto every decision, presents a danger for society to be dismantled. However, according to him, all members of society possess knowledge and memory, and thus the social collectivity does not have interest in depriving “minorities” of their rights. For him the views of a minority are potential source of new insights and nascent truths, which are great sources of creativity and progress for society as a whole.

Ecology

Ecology played major role in the thought of the two big philosophers. Both of them however viewed it in stark contrast from most of the environmentalists of their time (and of today as well). Unlike the widespread understanding of nature as a commodity, as something separated from society, Castoriadis and Bookchin viewed it in direct link with social life, relationships and values, thus incorporating it in their political projects.

Castoriadis argues that ecology is, in its essence, a political matter. It is about political choices for setting certain limits and goals in the relationship between humanity and nature (Castoriadis. 1993). It has nothing to do with science, since the latter is about exploring possibilities and giving answers to specific questions and not about self-limitation. However, Castoriadis urges for mobilizing science’s resources for exploring nature and our impact on it, but he remains firm that the choice that will be made in the end will be in its essence a political one.

Therefore the solutions that should be given to every ecological crisis should be political. Castoriadis remains critical of the green parties and the parliamentary system in general, since through the electoral processes it strives at “liberating” the people from politics, giving it instead solely in the hands of professional “representatives”. As a result of this the people are left to view nature in de-politicized manner, only as a commodity, because of which many contemporary ecological movements deal almost exclusively with questions about the environment, disconcerned with social and political matters.

Following this line of thought it comes as no surprise that Castoriadis remains critical towards the rear occasions when big green movements and parties are coming up with proposals of political nature for resolving the environmental crisis (Castoriadis. 1981). This is so, because most of the time, although their political proposals revolve around more popular participation – for example green parties that have come up with proposals for sortition and rotation of their M.P.’s, more referendums etc. – they are still embedded in the contemporary parliamentary regime. Being advocate of direct democracy, Castoriadis believes, that single elements of it, being embedded in the representative system, will loose their meaning.

Similarly to him, Bookchin also links the ecological sphere with the social one and politics in general. For him nearly all of the present ecological problems result from problems deeply rooted in the social order – because of which he spoke about social ecology (Bookchin. 1993). Ecological crises couldn’t be neither understood nor much less resolved if not linked to society, since economic, cultural, gender and other conflicts in it were the source of serious ecological dislocations.

Bookchin, like Castoriadis, strongly disagreed with environmentalists who looked to disconnect ecology from politics and society, identifying it instead with preservation of wildlife, wilderness or malthusian deep ecology etc (Bookchin. 1988). He insisted on the impact on nature that our capitalist hierarchical society is causing (with its large scale, profit-driven, extractivist projects), thus making it clear that unless we resolve our social problems we cannot save the planet.

For Murray Bookchin the hierarchical mentality and economic inequality that have permeated society today are the main sources of the very idea that man should dominate over nature. Thus the ecological struggle cannot hope for any success unless it integrates itself into a holistic political project that challenges the very source of the present environmental and social crisis, that is, to challenge hierarchy and inequality (Bookchin. 1993).

Conclusion

Despite the differences and disagreements between them, Castoriadis and Bookchin shared a lot in common – especially the way they viewed direct democracy and ecology. Their contributions in these fields provided very fertile soil for further theoretical and practical advance. It is not by chance that in a period in which the questions of democracy and ecology are attracting growing attention, we listen ever more often about the two of them.

These concepts are proving to be of great interest for increasing number of people in an age of continuous deprivation of rights, fierce substitution of the citizen by the consumer, growing economic inequalities and devastation of the natural world. Direct democracy and ecology contain the germs of another possible world. They seem as two of the best significations that the grassroots have managed to create and articulate as potential substitute to the rotting ones of hierarchy and commodification which dominate and destroy our world today.

Bibliography:
Bookchin-Öcalan correspondence
Bookchin, Murray. Ecology and Revolutionary Thought (1964)
Bookchin, Murray. The Communalist Project (2002)
Bookchin, Murray. The Crisis in the Ecology Movement (1988)
Bookchin, Murray. What is Communalism? (1996)
Bookchin, Murray. What is Social Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Democracy and Relativism (2013)
Castoriadis, Cornelius. From Ecology to Autonomy (1981)
Castoriadis, Cornelius. The Project of Autonomy is not Utopia (1992)
Castoriadis, Cornelius. The Problem of Democracy Today (1989)
Castoriadis, Cornelius. The Revolutionary Force of Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Worker Councils and the Economy of the Self-managed Society (1972)

Notes:
[1] Stephen Spencer, Race and Ethnicity: Culture, Identity, and Representation (2014). Routledge p.204
[2] https://www.democracynature.org/vol3/biehl_bookchin.htm

Η ελληνική μετάφραση του κειμένου δημοσιεύεται στο Ουλαλούμ.